Μέσα στο άπειρο της αιωνιότητας εκατομμυρίων χρόνων ο άνθρωπος είμαι μια βιαστική και φευγαλέα παρουσία στον κόσμο αυτό.
Γεμάτος ανασφάλεια και φόβο, γεννιέται με το κλάμα και φεύγει με αυτό, παρότι, πολλές φορές, προσπαθεί να το κρύψει όταν η ηλικία προχωράει και χτυπάει τα «…όντα και τα …ήντα» για κάποιους τυχερούς. Το μυστήριο του θανάτου δε λύθηκε ακόμα και εξακολουθεί να βασανίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Ο θάνατος πολλές φορές αποτελεί λύτρωση από τα βάσανα της ζωής, σύμφωνα με ειδικούς ψυχολόγους – θανατολόγους. Από αυτήν την άποψη μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι Έλληνες της κλασικής περιόδου απάλλασσαν το θάνατο από καθετί το απειλητικό. Μάλιστα, το θεωρούσαν κάτι το φυσικό και ακόμα το όμορφο.
Όταν ο Επίκουρος ρωτήθηκε από τους μαθητές του αν φοβάται το θάνατο εκείνος με ολύμπιο ύφος απάντησε όχι. Δεν τον φοβάμαι, είπε, γιατί όταν αυτός έρθει δεν θα είμαι εκεί.
Δηλαδή, προηγείται ο θάνατος, άρα τι χρειάζεται ο φόβος;
Ναι ο άνθρωπος είναι μια φευγαλέα παρουσία στον κόσμο αυτόν, αλλά όχι άσκοπη και μάταιη. Με το DNA του, θα λέγαμε σήμερα, κατορθώνει να εξυψωθεί σε μια δημιουργική και ηθική οντότητα του δίνει το δικαίωμα να διαφοροποιεί τον εαυτό του, ας πούμε, από το βασίλειο των ζώων. Δικαιούται δηλαδή, να πιστεύει ότι η περιουσία του έχει ανώτερο σκοπό και πρέπει να ευχαριστεί το Θεό που του χαρίζει τη ζωή. Αυτός ο σκοπός μπορεί, πολλές φορές να μην εκπληρώνεται, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον προορισμό του.
Ο ενδεχόμενος φόβος και ο εγωισμός που κατατρύχουν τον άνθρωπο, συναισθήματα καλά κρυμμένα, πολύ συχνά, τον εμποδίζουν να φτάσει στο ύψος που προορίζεται. Η μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο γίνεται γρήγορα και αθόρυβα, κατά τους θανατολόγους, δεν χαρακτηρίζεται από τίποτα το τρομερό.
Η ανθρώπινη ματαιοδοξία για τη ζωή, αλλά και για την υστεροφημία του φαίνεται φανερά και από το ότι μερικοί αγοράζουν πανάκριβα έναν τάφο για να τον «διακοσμήσουν» πολλά χρόνια πριν μετοικήσουν σε αυτόν. Σχεδόν όλα τα κοιμητήρια είναι χωρισμένα σε ζώνες και κατηγορίες.
Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται και εκείνοι που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Έτσι με αυτόν τον προκατασκευασμένο τρόπο στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας αποδεικνύεται ότι οι πολίτες δεν είναι ίσοι, ούτε απέναντι στο θάνατο. Στα ελιτίστικα κοιμητήρια ανά την επικράτεια (π.χ. 1ο Αθηνών) αν ο νεκρός δεν ευτύχισε να διακριθεί σε κάποιο τομέα στη ζωή, στην ταφόπλακα ή το σταυρό, παρατηρούμε να μνημονεύεται η συγγένεια του νεκρού με κάποια διακεκριμένη προσωπικότητα. (π.χ. ΜΑΡΙΑ ΤΑΔΕ ΑΝΙΨΙΑ ΤΟΥ ΤΑΔΕ) ως το αξιομνημόνευτο γεγονός. Έτσι «αναβαθμίζεται» το κοινωνικό προφίλ του νεκρού, έστω και με τη μεγάλη καθυστέρηση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι μόνο, η εξεύρεση τάφου κατάντησε να είναι μια πονεμένη ιστορία. Όχι λιγότερο στα χωριά. Η απαράδεκτη κουλτούρα για την αγορά δύο μέτρων γης για την τελευταία και μόνιμη κατοικία ποικίλλει. Με λίγο μέσον στους δημοτικούς παράγοντες (χρειάζεται και αυτό) τα «σπίτια» αυτά αρχίζουν από 7-8 χιλ. ευρώ και μπορεί να φτάνουν τις 40-80χιλ. ευρώ αν πρόκειται για θέση περιωπής. Η μόνιμη δικαιολογία των δημοτικών και εκκλησιαστικών αρχών είναι: Έχουμε μεγάλο πρόβλημα χώρου. Έτσι οι ποπολάροι νεοέλληνες δεν βρίσκουν δυο μέτρα γης και «συνωστίζονται» σε κοιμητήρια του προ-περασμένου αιώνα. Είναι από πολλά χρόνια κοινό μυστικό ότι στον τόπο μας λειτουργεί ένα καλοστημένο σύστημα κερδοφορίας που εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο. Στην Αμερική, Αυστραλία και αλλού, τα κοιμητήρια καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, δεν υπάρχει αγορά ιδιωτικών τάφων. Πολλά μοιάζουν με μεγάλα πάρκα για περίπατο με ή χωρίς εισαγωγικά. Αν δεν γίνουν πολιτισμένες νεκροπόλεις έξω από τα αστικά κέντρα για να λυθεί αυτό το μείζον πρόβλημα, αυτοί που μας αφήνουν χρόνους, θα συνεχίσουν να «αποθηκεύονται» σε κοιμητήρια του προ – περασμένου αιώνα.
Γεμάτος ανασφάλεια και φόβο, γεννιέται με το κλάμα και φεύγει με αυτό, παρότι, πολλές φορές, προσπαθεί να το κρύψει όταν η ηλικία προχωράει και χτυπάει τα «…όντα και τα …ήντα» για κάποιους τυχερούς. Το μυστήριο του θανάτου δε λύθηκε ακόμα και εξακολουθεί να βασανίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Ο θάνατος πολλές φορές αποτελεί λύτρωση από τα βάσανα της ζωής, σύμφωνα με ειδικούς ψυχολόγους – θανατολόγους. Από αυτήν την άποψη μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι Έλληνες της κλασικής περιόδου απάλλασσαν το θάνατο από καθετί το απειλητικό. Μάλιστα, το θεωρούσαν κάτι το φυσικό και ακόμα το όμορφο.
Όταν ο Επίκουρος ρωτήθηκε από τους μαθητές του αν φοβάται το θάνατο εκείνος με ολύμπιο ύφος απάντησε όχι. Δεν τον φοβάμαι, είπε, γιατί όταν αυτός έρθει δεν θα είμαι εκεί.
Δηλαδή, προηγείται ο θάνατος, άρα τι χρειάζεται ο φόβος;
Ναι ο άνθρωπος είναι μια φευγαλέα παρουσία στον κόσμο αυτόν, αλλά όχι άσκοπη και μάταιη. Με το DNA του, θα λέγαμε σήμερα, κατορθώνει να εξυψωθεί σε μια δημιουργική και ηθική οντότητα του δίνει το δικαίωμα να διαφοροποιεί τον εαυτό του, ας πούμε, από το βασίλειο των ζώων. Δικαιούται δηλαδή, να πιστεύει ότι η περιουσία του έχει ανώτερο σκοπό και πρέπει να ευχαριστεί το Θεό που του χαρίζει τη ζωή. Αυτός ο σκοπός μπορεί, πολλές φορές να μην εκπληρώνεται, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον προορισμό του.
Ο ενδεχόμενος φόβος και ο εγωισμός που κατατρύχουν τον άνθρωπο, συναισθήματα καλά κρυμμένα, πολύ συχνά, τον εμποδίζουν να φτάσει στο ύψος που προορίζεται. Η μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο γίνεται γρήγορα και αθόρυβα, κατά τους θανατολόγους, δεν χαρακτηρίζεται από τίποτα το τρομερό.
Η ανθρώπινη ματαιοδοξία για τη ζωή, αλλά και για την υστεροφημία του φαίνεται φανερά και από το ότι μερικοί αγοράζουν πανάκριβα έναν τάφο για να τον «διακοσμήσουν» πολλά χρόνια πριν μετοικήσουν σε αυτόν. Σχεδόν όλα τα κοιμητήρια είναι χωρισμένα σε ζώνες και κατηγορίες.
Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται και εκείνοι που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Έτσι με αυτόν τον προκατασκευασμένο τρόπο στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας αποδεικνύεται ότι οι πολίτες δεν είναι ίσοι, ούτε απέναντι στο θάνατο. Στα ελιτίστικα κοιμητήρια ανά την επικράτεια (π.χ. 1ο Αθηνών) αν ο νεκρός δεν ευτύχισε να διακριθεί σε κάποιο τομέα στη ζωή, στην ταφόπλακα ή το σταυρό, παρατηρούμε να μνημονεύεται η συγγένεια του νεκρού με κάποια διακεκριμένη προσωπικότητα. (π.χ. ΜΑΡΙΑ ΤΑΔΕ ΑΝΙΨΙΑ ΤΟΥ ΤΑΔΕ) ως το αξιομνημόνευτο γεγονός. Έτσι «αναβαθμίζεται» το κοινωνικό προφίλ του νεκρού, έστω και με τη μεγάλη καθυστέρηση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι μόνο, η εξεύρεση τάφου κατάντησε να είναι μια πονεμένη ιστορία. Όχι λιγότερο στα χωριά. Η απαράδεκτη κουλτούρα για την αγορά δύο μέτρων γης για την τελευταία και μόνιμη κατοικία ποικίλλει. Με λίγο μέσον στους δημοτικούς παράγοντες (χρειάζεται και αυτό) τα «σπίτια» αυτά αρχίζουν από 7-8 χιλ. ευρώ και μπορεί να φτάνουν τις 40-80χιλ. ευρώ αν πρόκειται για θέση περιωπής. Η μόνιμη δικαιολογία των δημοτικών και εκκλησιαστικών αρχών είναι: Έχουμε μεγάλο πρόβλημα χώρου. Έτσι οι ποπολάροι νεοέλληνες δεν βρίσκουν δυο μέτρα γης και «συνωστίζονται» σε κοιμητήρια του προ-περασμένου αιώνα. Είναι από πολλά χρόνια κοινό μυστικό ότι στον τόπο μας λειτουργεί ένα καλοστημένο σύστημα κερδοφορίας που εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο. Στην Αμερική, Αυστραλία και αλλού, τα κοιμητήρια καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, δεν υπάρχει αγορά ιδιωτικών τάφων. Πολλά μοιάζουν με μεγάλα πάρκα για περίπατο με ή χωρίς εισαγωγικά. Αν δεν γίνουν πολιτισμένες νεκροπόλεις έξω από τα αστικά κέντρα για να λυθεί αυτό το μείζον πρόβλημα, αυτοί που μας αφήνουν χρόνους, θα συνεχίσουν να «αποθηκεύονται» σε κοιμητήρια του προ – περασμένου αιώνα.