Τελευταίως παρακολουθούμε, δυστυχώς, τη χάραξη και άσκηση της πολιτικής με επικοινωνιακά κριτήρια. Εν πολλοίς να εκχωρείται στους επικοινωνιολόγους.
Έτσι, τα ανακύπτοντα προβλήματα (εκλογικά, νομοθετικά, ευρωπαϊκά, διεθνή) να ανατίθενται σε επικοινωνιολόγους, οι οποίοι με επικοινωνιακά τρικ και κινήσεις εντυπωσιασμού προβάλλουν το δέντρο για να κρύψουν το δάσος.
Ένας εσμός επικοινωνιολόγων συνοδεύουν τον εκάστοτε πρωθυπουργό και ενδημούν στο κυβερνών κόμμα. Προτιμούν το «φαίνεσθαι» από το «είναι», χρησιμοποιούν μεθόδους πολιτικής προπαγάνδας, υποτιμούν τη δοκιμασμένη αμφίδρομη επαφή κόμματος – λαού και ενδιαφέρονται για τη συνολική επίπλαστη εικόνα της κυβέρνησης, εξωραΐζοντας τις αποτυχίες και τις δυσάρεστες ειδήσεις στην κοινή γνώμη και επηρεάζοντας αποτελεσματικά την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις στο κόμμα της αντιπολίτευσης συνήθως δεν είναι άμεσες, αφού ένα αντιπολιτευτικό κόμμα δεν καλείται να δώσει αποδείξεις συνέπειας και αποτελεσματικότητας. Εμφανίζονται, όμως, αμέσως μόλις κληθεί να ασκήσει την εξουσία. Μπορεί, βέβαια, να ακούγονται όλα αυτά ως ρομαντικά και παρωχημένα, αλλά τις κομματικές ηγεσίες πρέπει να προβληματίσει η αυξανόμενη απαξίωση της δημόσιας ζωής.
Σκόπιμο είναι να προσθέσουμε ότι η αποστολή και ο ρόλος του επικοινωνιολόγου, τουλάχιστον όπως εφαρμόζεται στη χώρα μας, δεν εναρμονίζεται με τις αξίες που επιβάλλεται να υπηρετεί ο Έλληνας πολιτικός. Οι Έλληνες θέλουμε να προτάσσει ο πολιτικός το συμφέρον του τόπου, να διεκδικεί με τίμια μέσα την εμπιστοσύνη του λαού, να προσδίδει στο λειτούργημά του κύρος και αξιοπιστία και να επιδιώκει καθημερινώς στην κοινωνία την καταξίωση.
Δεν αντελήφθησαν οι κρατούντες ότι με την επικοινωνιακή πολιτική που ασκούν, παραπλανούν το λαό, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του και απαξιώνονται στη συνείδησή του; Ακόμη και σ’ αυτές τις κρίσιμες ημέρες για την πατρίδα μας, που η ακυβερνησία και η καταστροφή είναι προ των θυρών, που επείγοντα και αδυσώπητα προβλήματα αναμένουν τη λύση τους, επιδίδονται οι πρωταγωνιστές της πολιτικής μας ζωής σε επικοινωνιακά παιχνίδια ενώπιον της ιστορίας.
Έτσι, τα ανακύπτοντα προβλήματα (εκλογικά, νομοθετικά, ευρωπαϊκά, διεθνή) να ανατίθενται σε επικοινωνιολόγους, οι οποίοι με επικοινωνιακά τρικ και κινήσεις εντυπωσιασμού προβάλλουν το δέντρο για να κρύψουν το δάσος.
Ένας εσμός επικοινωνιολόγων συνοδεύουν τον εκάστοτε πρωθυπουργό και ενδημούν στο κυβερνών κόμμα. Προτιμούν το «φαίνεσθαι» από το «είναι», χρησιμοποιούν μεθόδους πολιτικής προπαγάνδας, υποτιμούν τη δοκιμασμένη αμφίδρομη επαφή κόμματος – λαού και ενδιαφέρονται για τη συνολική επίπλαστη εικόνα της κυβέρνησης, εξωραΐζοντας τις αποτυχίες και τις δυσάρεστες ειδήσεις στην κοινή γνώμη και επηρεάζοντας αποτελεσματικά την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις στο κόμμα της αντιπολίτευσης συνήθως δεν είναι άμεσες, αφού ένα αντιπολιτευτικό κόμμα δεν καλείται να δώσει αποδείξεις συνέπειας και αποτελεσματικότητας. Εμφανίζονται, όμως, αμέσως μόλις κληθεί να ασκήσει την εξουσία. Μπορεί, βέβαια, να ακούγονται όλα αυτά ως ρομαντικά και παρωχημένα, αλλά τις κομματικές ηγεσίες πρέπει να προβληματίσει η αυξανόμενη απαξίωση της δημόσιας ζωής.
Σκόπιμο είναι να προσθέσουμε ότι η αποστολή και ο ρόλος του επικοινωνιολόγου, τουλάχιστον όπως εφαρμόζεται στη χώρα μας, δεν εναρμονίζεται με τις αξίες που επιβάλλεται να υπηρετεί ο Έλληνας πολιτικός. Οι Έλληνες θέλουμε να προτάσσει ο πολιτικός το συμφέρον του τόπου, να διεκδικεί με τίμια μέσα την εμπιστοσύνη του λαού, να προσδίδει στο λειτούργημά του κύρος και αξιοπιστία και να επιδιώκει καθημερινώς στην κοινωνία την καταξίωση.
Δεν αντελήφθησαν οι κρατούντες ότι με την επικοινωνιακή πολιτική που ασκούν, παραπλανούν το λαό, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του και απαξιώνονται στη συνείδησή του; Ακόμη και σ’ αυτές τις κρίσιμες ημέρες για την πατρίδα μας, που η ακυβερνησία και η καταστροφή είναι προ των θυρών, που επείγοντα και αδυσώπητα προβλήματα αναμένουν τη λύση τους, επιδίδονται οι πρωταγωνιστές της πολιτικής μας ζωής σε επικοινωνιακά παιχνίδια ενώπιον της ιστορίας.