Γράφει ο Γιώργος Σταυράκης
Τώρα που η οικονομική και κοινωνική κρίση ζώνει όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλοι μαζί ψάχνουμε να βρούμε τι τέλος πάντων, πήγε στραβά για την περιπέτεια που μπήκαμε σαν λαός απέναντι στους δανειστές μας. Τώρα που το χρέος της Ελλάδας ξεπερνά τα 350 δις ευρώ, η μια κοινωνική ομάδα αναζητεί ευθύνες από την άλλη, βγαίνουν στην επιφάνεια απίστευτες ιστορίες ομαδικής ρεμούλας από ιδρύματα, επιτροπές, ρις ΔΕΚΟ και αλλού, χωρίς να χρειάζονται.
Κατασκευάσματα των πολιτικών και του ατομικιστικού κοτζαμπασισμού απλά και μόνο για τη λεηλασία των δανεικών. «όλοι μαζί τα φάγαμε», μας πληροφόρησε υψηλόβαθμος πολιτικός μας. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι, αφού τα φάγαμε όλοι μαζί, τώρα γιατί πεινάμε χώρια;
Βέβαια η δήλωση του κ. Πάγκαλου εμπεριέχει αλήθεια μόνο που ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να ψάξει και να βρει ποιος έφαγε τα περισσότερα, γιατί πιστεύω πως ως ευφυής πολιτικός γνωρίζει πολύ καλά πως δεν φάγαμε όλοι τα ίδια. Οι 300 της Βουλής γνωρίζουν επίσης ότι για να «υπηρετήσουν τις ανάγκες τους» απασχολούν 1800 υπαλλήλους περίπου, αμειβόμενους με 16 μισθούς το χρόνο, ένας μικρός στρατός προσωπικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν χρειάζονται.
Τώρα τελευταία, διαβάζουμε στον Τύπο και την ΤV πως μεγάλος αριθμός πρώην βουλευτών (800 περίπου) ζητούν να πληρωθούν αναδρομικά το ποσό των 250χιλ. ευρώ ο καθένας. Ζητούν επίσης, αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης γιατί, λέει, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα(!). Θυμάμαι ακόμη τα χρόνια μου στην Αυστραλία όταν ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας άλλαξε το προγραμματισμένο μάθημα επειδή πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ ότι οι Βουλευτές στο Κοινοβούλιο της Καμπέρας κατέθεσαν πρόταση να μειωθούν οι αποδοχές τους κατά 10%. Ο λόγος; Εκείνο τον καιρό η οικονομία της χώρας παρουσίαζε μια μίνι κρίση, η οποία διορθώθηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αντί, λοιπόν, για το καθιερωμένο μάθημα, μίλησε για τις κοινωνικές ευαισθησίες που πρέπει να έχουν οι αξιωματούχοι, όποιας κοινωνίας γιατί αποτελούν πρότυπο για μίμηση.
Και είναι απορίας άξιο και πρόκληση για το δημόσιο αίσθημα, όταν σε περίοδο που η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, κάποιοι πατέρες του Έθνους να ζητούν πανωπροίκι, όπως έκαναν παλιά οι προικοθήρες γαμπροί.
Δεν έχω εγώ φίλοι μου τη φιλοδοξία να αλλάξω τον ρου της ιστορίας. Αυτό θα ήταν αφέλεια. Άλλωστε, τόνοι μελάνι έχει χυθεί για τα κακώς κείμενα με ελάχιστο ή καθόλου αποτέλεσμα.
Από της ανασυστάσεως του ελληνικού κράτους το μαγκονοπήγαδο της φαυλότητας καλά κρατεί. Για πολλά χρόνια τώρα πνευματικοί άνθρωποι, πολίτες, που αληθινά πονάνε για την Ελλάδα, όπως όλοι μας, αναρωτιούνται τι χρειάζονται 300 Βουλευτές σε μια χώρα που μόλις ξεπερνά τα δέκα εκατομμύρια πληθυσμό. Έχει το ντοβλέτι ανάγκη από ένα μικρό στρατό ανθρώπων που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια της Βουλής; Η Γαλλία των εξήντα εκατ. Πληθυσμό έχει 500 Βουλευτές. Με την απλή λογική, αν το πάρουμε αναλογικά, για τα 60 εκατ, η Γαλλία θα έπρεπε μα έχει 1.800 Βουλευτές!
Σε τι θα υστερούσε η Βουλή των Ελλήνων αν το βουλευτικό αξίωμα το κατακτούσαν 200, αλλά με πολύ αυστηρά κριτήρια και όχι μόνο από την κάλπη. Η κάλπη μπορεί να πληροί κάποια δημοκρατικά κριτήρια, σίγουρα όμως, δεν είναι η καλύτερη συνταγή για την ανάδειξη της ικανότητας. Αν οι εκλογές μπορούσαν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα στις κοινωνίες, τότε, θα έπρεπε να γίνονται κάθε μέρα. Στην αληθινή δημοκρατία η ευθύνη του λαού είναι μεγάλη. Οι πολίτες με την ψήφο τους μπορούν να την επιδοκιμάσουν ή να την αποδοκιμάσουν. Στη δημοκρατία, όμως, ο λαός έχει τη δύναμη και να αυτοκαταστραφεί, γράφει ο Μιχάλης Λιάπης. Με αυτήν την κομματική κουλτούρα τώρα όλοι μαζί «δημοκρατικά ενωμένοι», βουλευτές και πολίτες, καθημερινά μασάμε την καραμέλα της δημοκρατίας.
Ξεχνάμε, όμως, πως η δημοκρατία δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό αγαθό. Το ίδιο μάλλον ισχύει και για τους 300 της Βουλής. Κανένας δεν υποχρεώνει κανέναν να γίνει βουλευτής ή υπουργός. Τι είναι αυτό που έλκει τους μισούς Έλληνες να κυνηγούν την πολιτική;
Τώρα που η οικονομική και κοινωνική κρίση ζώνει όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλοι μαζί ψάχνουμε να βρούμε τι τέλος πάντων, πήγε στραβά για την περιπέτεια που μπήκαμε σαν λαός απέναντι στους δανειστές μας. Τώρα που το χρέος της Ελλάδας ξεπερνά τα 350 δις ευρώ, η μια κοινωνική ομάδα αναζητεί ευθύνες από την άλλη, βγαίνουν στην επιφάνεια απίστευτες ιστορίες ομαδικής ρεμούλας από ιδρύματα, επιτροπές, ρις ΔΕΚΟ και αλλού, χωρίς να χρειάζονται.
Κατασκευάσματα των πολιτικών και του ατομικιστικού κοτζαμπασισμού απλά και μόνο για τη λεηλασία των δανεικών. «όλοι μαζί τα φάγαμε», μας πληροφόρησε υψηλόβαθμος πολιτικός μας. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι, αφού τα φάγαμε όλοι μαζί, τώρα γιατί πεινάμε χώρια;
Βέβαια η δήλωση του κ. Πάγκαλου εμπεριέχει αλήθεια μόνο που ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να ψάξει και να βρει ποιος έφαγε τα περισσότερα, γιατί πιστεύω πως ως ευφυής πολιτικός γνωρίζει πολύ καλά πως δεν φάγαμε όλοι τα ίδια. Οι 300 της Βουλής γνωρίζουν επίσης ότι για να «υπηρετήσουν τις ανάγκες τους» απασχολούν 1800 υπαλλήλους περίπου, αμειβόμενους με 16 μισθούς το χρόνο, ένας μικρός στρατός προσωπικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν χρειάζονται.
Τώρα τελευταία, διαβάζουμε στον Τύπο και την ΤV πως μεγάλος αριθμός πρώην βουλευτών (800 περίπου) ζητούν να πληρωθούν αναδρομικά το ποσό των 250χιλ. ευρώ ο καθένας. Ζητούν επίσης, αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης γιατί, λέει, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα(!). Θυμάμαι ακόμη τα χρόνια μου στην Αυστραλία όταν ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας άλλαξε το προγραμματισμένο μάθημα επειδή πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ ότι οι Βουλευτές στο Κοινοβούλιο της Καμπέρας κατέθεσαν πρόταση να μειωθούν οι αποδοχές τους κατά 10%. Ο λόγος; Εκείνο τον καιρό η οικονομία της χώρας παρουσίαζε μια μίνι κρίση, η οποία διορθώθηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αντί, λοιπόν, για το καθιερωμένο μάθημα, μίλησε για τις κοινωνικές ευαισθησίες που πρέπει να έχουν οι αξιωματούχοι, όποιας κοινωνίας γιατί αποτελούν πρότυπο για μίμηση.
Και είναι απορίας άξιο και πρόκληση για το δημόσιο αίσθημα, όταν σε περίοδο που η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, κάποιοι πατέρες του Έθνους να ζητούν πανωπροίκι, όπως έκαναν παλιά οι προικοθήρες γαμπροί.
Δεν έχω εγώ φίλοι μου τη φιλοδοξία να αλλάξω τον ρου της ιστορίας. Αυτό θα ήταν αφέλεια. Άλλωστε, τόνοι μελάνι έχει χυθεί για τα κακώς κείμενα με ελάχιστο ή καθόλου αποτέλεσμα.
Από της ανασυστάσεως του ελληνικού κράτους το μαγκονοπήγαδο της φαυλότητας καλά κρατεί. Για πολλά χρόνια τώρα πνευματικοί άνθρωποι, πολίτες, που αληθινά πονάνε για την Ελλάδα, όπως όλοι μας, αναρωτιούνται τι χρειάζονται 300 Βουλευτές σε μια χώρα που μόλις ξεπερνά τα δέκα εκατομμύρια πληθυσμό. Έχει το ντοβλέτι ανάγκη από ένα μικρό στρατό ανθρώπων που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια της Βουλής; Η Γαλλία των εξήντα εκατ. Πληθυσμό έχει 500 Βουλευτές. Με την απλή λογική, αν το πάρουμε αναλογικά, για τα 60 εκατ, η Γαλλία θα έπρεπε μα έχει 1.800 Βουλευτές!
Σε τι θα υστερούσε η Βουλή των Ελλήνων αν το βουλευτικό αξίωμα το κατακτούσαν 200, αλλά με πολύ αυστηρά κριτήρια και όχι μόνο από την κάλπη. Η κάλπη μπορεί να πληροί κάποια δημοκρατικά κριτήρια, σίγουρα όμως, δεν είναι η καλύτερη συνταγή για την ανάδειξη της ικανότητας. Αν οι εκλογές μπορούσαν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα στις κοινωνίες, τότε, θα έπρεπε να γίνονται κάθε μέρα. Στην αληθινή δημοκρατία η ευθύνη του λαού είναι μεγάλη. Οι πολίτες με την ψήφο τους μπορούν να την επιδοκιμάσουν ή να την αποδοκιμάσουν. Στη δημοκρατία, όμως, ο λαός έχει τη δύναμη και να αυτοκαταστραφεί, γράφει ο Μιχάλης Λιάπης. Με αυτήν την κομματική κουλτούρα τώρα όλοι μαζί «δημοκρατικά ενωμένοι», βουλευτές και πολίτες, καθημερινά μασάμε την καραμέλα της δημοκρατίας.
Ξεχνάμε, όμως, πως η δημοκρατία δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό αγαθό. Το ίδιο μάλλον ισχύει και για τους 300 της Βουλής. Κανένας δεν υποχρεώνει κανέναν να γίνει βουλευτής ή υπουργός. Τι είναι αυτό που έλκει τους μισούς Έλληνες να κυνηγούν την πολιτική;