Του Ηλία Α. Μπουμπουρή - eliasb56@otenet.gr
Παιδιά μ’ , ο Σκόντρας έφτασε ψηλά στο Καρπενήσι
Μαζί με τον Λατίν-μπεη, μαζί με τον Νιαγάφα.
Τον Μάρκο θέλει ζωντανό με τους Σουλιώτες όλους.
Τ΄ άκουσε ο Μάρκος με χαρά, το μαύρο μοιρολόι
τον Λάμπρο Μπέικο φώναξε, κρυφά τον κουβεντιάζει:
Σύναξε, Λάμπρο, τα παιδιά, τα πρώτα παλληκάρια
τι έχουμε δρόμο βιαστικό κατά το Καρπενήσι.
Διακόσιοι εδιαλεχτήκανε με τα σπαθιά στο χέρι
και νύχτα ξεκινήσανε να παν στο Καρπενήσι.
Και πήγαν!
Στο δόλιο Κεφαλόβρυσο, στο μαύρο Καρπενήσι.
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823,
ο Μάρκος Μπότσαρης με τα παλικάρια του, ενώ χτυπάει αιφνιδιαστικά το πολυάριθμο ασκέρι των Τουρκαλβανών του Μουσταή πασά της Σκόδρας, στο Καρπενήσι, πληγώνεται θανάσιμα από βόλι του εχθρού. Είναι κοντά μεσάνυχτα, και ο γενναίος στρατάρχης της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, σε ηλικία 33 χρονών, περνάει στον κόσμο του θρύλου και της αθανασίας.
Η θλιβερή είδηση του θανάτου του συγκλονίζει τους Έλληνες. Ξεσπούν σε θρήνο στο Μεσολόγγι, γιατί χάνουν τον υπερασπιστή τους, τον επιδέξιο οργανωτή της άμυνάς τους. Είχε αναδειχθεί, ο ηρωικός εκείνος Σουλιώτης, σθεναρός πρόμαχος της ιεράς πόλεως κατά την πρώτη πολιορκία της και στην αιφνιδιαστική επίθεση των Αγαρηνών τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822. Κλαίνε οι Σουλιώτες, γιατί μένουν ορφανοί από έναν άξιο και αγαπημένο ηγέτη. Το πνεύμα του θαυμασμού και της αγάπης στο πρόσωπό του επιβεβαιώνει και ένα ποίημα του Αμερικανού ποιητή Χάλεκ, όπου μεταξύ άλλων τονίζει :
«Τότε είδαν να κλείνει ήσυχα ο θάνατος τα βλέφαρά του, σαν να 'ταν νύχτας ξεκούραση, σαν λουλούδια στο λιόγερμα. Μπότσαρη, παιδί της Λευτεριάς και της δόξας, είσαι από τα λίγα αθάνατα ονόματα που γεννήθηκαν για να μην πεθάνουν ποτέ».
Γιατί όμως αγαπήθηκε τόσο πολύ ο Μάρκος Μπότσαρης?
Διότι δεν ήταν μονάχα γενναίος στρατηλάτης, ανυποχώρητος μαχητής και στρατηγικός νους, αλλά και άνθρωπος της αρετής χωρίς εγωισμούς, χωρίς πάθη, δίκαιος, απλός, υπομονετικός.
Ήταν προσωπικότητα που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ο ιστορικός Γερβίνος περιγράφει τον ηρωικό πολέμαρχο ως εξής: «..Ανήρ νέος, μικρός το ανάστημα, ωχρός την όψιν, ολιγόλογος και υποστηρικτής τάξεως. Μετριόφρων, ήπιος, πιστός, και δίκαιος, υπερείχεν όλων των πολιτικών. Τολμηρός δε και δραστήριος, υπερείχε των πλείστων
επισημοτάτων οπλαρχηγών…»
Ημέρευε τους αντιδίκους και πολεμούσε τη διχόνοια, το φοβερό σαράκι της φυλής μας. Ας δούμε όμως πώς αντιμετώπισε τη ζήλια και τη διχόνοια λίγες ημέρες πριν από την ηρωική θυσία του.
Το καλοκαίρι του 1823 η Ελληνική Επανάσταση απειλείται σοβαρά. Ο σουλτάνος της απέραντης τουρκικής αυτοκρατορίας, βαθύτατα ανήσυχος και ενοχλημένος από τις ελληνικές επιτυχίες του περασμένου χρόνου, 1822, διατάζει τον Μουσταή πασά να κατηφορίσει με πολυάριθμο στρατό και να δώσει ένα σκληρό μάθημα στους «γκιαούρηδες που είχαν σηκώσει κεφάλι».
Να σημειώσουμε εδώ ότι τα γεγονότα του 1822, που είχαν ανησυχήσει την Πύλη, ήταν: η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο (6.6.1822) και της άλλης στην Τένεδο (22.10,22) από τον μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνο Κανάρη, η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, η αποτυχία του αιφνιδιαστικού εγχειρήματος άλωσης του Μεσολογγίου τη νύχτα των Χριστουγέννων και άλλα...
Τον Ιούλιο λοιπόν του 1823, μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο Μουσταή πασάς εκτελώντας εντολή, επελαύνει κατά των Ελλήνων, για να ξεπλύνει τις ντροπές, με χιλιάδες εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς. Οι δυνάμεις του, καλά οργανωμένες και εξοπλισμένες, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπισθούν. Στο πέρασμα τους απειλούν ότι θα τιμωρήσουν «το απείθαρχο γένος των Ελλήνων». Ζητούν μάλιστα αλαζονικά από τους 'Έλληνες να μην τολμήσουν να αντιπραχθούν στην προέλασή τους.
«Σχίζει το δίπλωμα»
Ο πασάς της Σκόδρας φθάνει στα σύνορα της Δ. Ελλάδος από το μέρος της Θεσσαλίας. Στο πέρασμά του στον Ασπροπόταμο, όπως γράφει ο έπαρχος του Μεσολογγίου Κ. Μεταξάς (1793-1870), «αvτεστάθη ανδρείως και επροξένησε φθοράν εις τον εχθρόν», ο στρατηγός Στουρνάρης με τα παλικάρια του, αλλά δεν τον σταμάτησε. Η στρατιωτική δύναμη του εχθρού μπαίνει στα Άγραφα ενώ οι προφύλακές του με τον Τζελαλεδίν μπέη φτάνουν στο Κεφαλόβρυσο στο Καρπενήσι όπου και κατασκηνώνουν...> Το αρματολίκι, στα ιστορικά Άγραφα στο ξεκίνημα της Επανάστασης, σπαράζονταν από εσωτερικές έριδες και διχόνοιες).
Ο Μάρκος Μπότσαρης προβλέπει άμεσο κίνδυνο για το Μεσολόγγι. Καλεί αμέσως τους καπεταναίους σε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο και τους προτείνει να μην αφήσουν τον εχθρό να προχωρήσει, αλλά να τον χτυπήσουν στο Κεφαλόβρυσο που ήταν στρατοπεδευμένος.
Η ζήλια και η διχόνοια δεν αφήνουν τους καπεταναίους να δουν ξεκάθαρα τα πράγματα. Ενώ τον αναγνωρίζουν υπέρτερό τους, τον αντιπολιτεύονται. Εκείνος τους αντιμετωπίζει με ανωτερότητα, δεν αντιδικεί στη μικροψυχία τους.
Και πάνω στη συζήτηση ο Μάρκος Μπότσαρης κάνει μια ομηρική χειρονομία για να τους αφαιρέσει το κίνητρο της ζήλιας. Βγάζει από την τσέπη το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας, που εκείνο τον καιρό του είχε στείλει η κυβέρνηση, το φιλεί μπροστά σε όλους με σεβασμό κι ύστερα το σχίζει λέγοντας: «Είμαστε όλοι ίσοι απ' εδώ και μπρος. Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα, μεθαύριο, απέναντι του εχθρού».
Μετά απ' αυτό η διχόνοια κόπασε. Όλοι συμφώνησαν με τον Μάρκο. Για όλα αυτά τα ψυχικά χαρίσματα, για τις αρετές του και την παλικαριά του, τον εκτιμούσαν όλοι οι κλεφταρματολοί και οι καπεταναίοι του Αγώνα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τρόπο απλό, είπε γι' αυτόν, τον πιο επιγραμματικό έπαινο: «Σαν τον Μάρκο ήρωα, δεν γέννησε μάνα».
Ο Μάρκος Μπότσαρης, στρατηγικός νους, αποφασίζει να πλήξει τον εχθρό στον τόπο που στρατοπεδεύει με ανορθόδοξο πόλεμο, με καταδρομική επιχείρηση, αιφνιδιαστικό. Για τον σκοπό αυτό, λοιπόν, ανηφορίζει αμέσως με τα παλικάρια του προς το Καρπενήσι. Στον δρόμο συναντούν ένα εκκλησάκι. Ο Μάρκος μπαίνει μέσα, ανάβει κερί και προσκυνάει ευλαβικά. Βγαίνοντας δίνει στον εκεί καλόγερο λίγα γρόσια, λέγοντάς του να τα μοιράσει για την ψυχή του Μάρκου.
Και ο καλόγερος, που δεν τον γνωρίζει στην όψη αλλά έχει ακούσει πολλά για την ανδρεία του, τον ρωτάει λυπημένος: «Τι; Πέθανε ο Μόρκος;» Κι αυτός του απαντά: «'Όχι, αλλά πάει για να πεθάνει...»!
«Όσοι πιστεύουν Xριστόν ».
Η καταδρομική πολεμική επιχείρηση του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι υπήρξε από τις πιο ριψοκίνδυνες και αποφασιστικές του 1823. Την είχε προετοιμάσει με άριστο σχεδιασμό ο πολέμαρχος του Σουλίου. Πριν μάλιστα τη θέσει σ' εφαρμογή ζήτησε την εθελοντική συμμετοχή των παλικαριών του.
Τους μίλησε ζεστά, με πίστη και αποφασιστικότητα, επισημαίνοντας και τους κινδύνους : «Αγαπητοί αδελφοί μου στρατιώται! Όσοι πιστεύουν εις τον Χριστόν, του οποίου το πιστόν σύμβολον κυματίζει προ ημών, ας ετοιμασθούν να πολεμήσουν νικώντες ή αποθνήσκοντες. Σήμερον αυτήν την νύκτα, αδελφοί, ...κατά την τρομεράν αυτήν νύκτα, υπό το σκότος αυτής, αποφάσισα να εισδύσω εις το στρατόπεδον [...]. Η επιχείρησις είναι τολμηρά, το αισθάνομαι με υπερηφάνειαν. Έκαστος από ημάς ας αποφασίση ελευθέρως διότι δεν αποδέχομαι εις τοιούτους ευγενείς κινδύνους άνδρας μη έχοντας καλήν θέλησιν».
Διακόσια σαράντα παλικάρια δήλωσαν τότε εθελοντικά ότι θα τον ακολουθήσουν στην επικίνδυνη αποστολή.
Στις 7 Αυγούστου το πρωί, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας και ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης, μπαίνουν στο εχθρικό στρατόπεδο ντυμένοι με στολές ίδιες με αυτές του εχθρού και κατασκοπεύουν τα καθέκαστα.
Την άλλη μέρα, 8 Αυγούστου, μένουν κρυμμένοι οι καταδρομείς του Μπότσαρη. Επακολουθεί συνάντηση με τους κατα¬σκόπους τους που είχαν εισδύσει στο εχθρικό στρατόπεδο. Αξιοποιούν τις πληροφορίες τους και δίδονται οι τελευταίες οδηγίες για το αιφνιδιαστικό χτύπημα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ήρεμος, συνιστά στα παλικάρια του ψυχραιμία. Τους λέει πώς θ' ανταλλάσσουν το σύνθημα και το παρασύνθημα μεταξύ τους ώστε να μην αλληλοσφαγούν και προσθέτει: «Ο Θεός θα μας βλέπει και θα μας ευλογεί. Αν με χάσετε, θα με βρείτε στο τσαντίρι του πασά».
Σε νυχτερινή ώρα λοιπόν κι ενώ επικρατεί σιγή στο εχθρικό στρατόπεδο ακούγεται το σύνθημα της εισβολής. Το μεγάλο γιουρούσι των Σουλιωτών ξεσπάει σαν θύελλα. Κροταλίζουν σπαθιά και μαχαίρια. Ακούγονται κραυγές απόγνωσης και βογκητά. Επικρατεί αλαλαγμός και σύγχυση. Ο αιφνιδιασμός οδηγεί το εχθρικό στράτευμα σε αλληλοσφαγή. Γίνεται μεγάλος χαλασμός.
Η καταδρομική επιχείρηση του Μ. Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο είναι σαρωτική.
«Ο εχθρός», όπως γράφει ο Κ. Μεταξάς, «έλαβε πολλούς φονευμένους και πληγωμένους, των οποίων ο αριθμός υπερέβη τους χιλίους. Λάφυρα επήραν οι Σουλιώται από τον εχθρόν 850 τουφέκια και 1.200 πιστόλες των φονευμένων, επτά χιλιάδες πρόβατα, διάφορες τροφές, πολεμικά εφόδια και άλλα πράγματα, οκτώ σημαίες και υπέρ τα χίλια άλογα και μουλάρια...».«Εκ του σώματος του στρατηγού (Μ. Μπότσαρη), έμειναν φονευμένοι εις τον τόπον της μάχης δώδεκα άλλοι ήρωες, επληγώθησαν και σχεδόν τριάκοντα».
«Το φονικό βόλι»
Ο Μάρκος, πρώτος μεταξύ των παλικαριών του, επιχειρεί να πλησιάσει τον πασά, που είναι ταμπουρωμένος σε μια μάντρα. Επιδίωξή του είναι να τον πιάσει αιχμάλωτο. Οι Σουλιώτες βλέπουν, κάποια στιγμή, τον αρχηγό τους να λυγίζει και τρέχουν κοντά του. Τον αρπάζουν στην αγκαλιά τους, τον μεταφέρουν παράμερα, ενώ τριγύρω τους γίνονται ομηρικές συγκρούσεις.
Τα τελευταία λόγια του λαβωμένου πολέμαρχου ήταν τούτα: «Αδελφοί, εγώ έκαμα το προς την πατρίδα μου χρέος και αποθνήσκω ευχαριστημένος. Κρεμώ τα παιδιά μου στο λαιμό σας και στην αγάπη του Έθνους. Σταθήτε πιστοί στην πατρίδα, ως πιστοί δούλοι του Θεού. Αφήστε τώρα εμένα και τρέξτε να τελειώσετε αυτό που εγώ άρχισα».
Και πράγματι οι Σουλιώτες κάνουν πράξη την ύστατη επιθυμία-διαταγή του στρατηγού τους. Επί μιάμιση ώρα μετά τον θάνατό του πολεμούν τον εχθρό και του προξενούν φοβερές απώλειες. Τη θέση του αρχηγού τους έχει αναλάβει επάξια ο αδελφός του, Κωνσταντίνος Μπότσαρης.
Σε λίγο ο γενναίος Μάρκος Μπότσαρης κείτεται νεκρός. Μια ομάδα Σουλιωτών τον σηκώνει με πόνο και συντριβή και τον μεταφέρει μέσα από τα δάση της Ευρυτανίας στο Μοναστήρι του Προυσού.
Εκεί ο νοσηλευόμενος από φυματίωση Γ. Καραϊσκάκης ασπάζεται κλαίγοντας το νεκρό ήρωα και λέει: «Άμποτε, Μάρκο μου, να έχω και εγώ το αυτό τέλος».
Ύστερα από λίγη ξεκούραση τα παλικάρια που μεταφέρουν και συνοδεύουν τη σορό του Μάρκου, κατεβαίνουν από το φαράγγι του Αγίου Βλασίου στη Μακρύνεια και από εκεί περνούν στο Ζυγό. Στις 10 Αυγούστου, γύρω στις 1Ο το πρωί, φτάνουν στο Μεσολόγγι. Το θλιβερό μαντάτο είχε μαθευτεί γρήγορα από απεσταλμένο αγγελιαφόρο που είχε προηγηθεί. Γι' αυτό οι δρόμοι απ' όπου περνούσε η πομπή του νεκρού ήρωα είχαν στρωθεί με δάφνες και άνθη.
Όλος ο λαός του Μεσολογγίου υποδέχεται με συντριβή τον νεκρό πολέμαρχο. Ο έπαρχος της πόλης Κ. Μεταξάς τον ασπάζεται κατασυγκινημένος, ενώ ξεσπάει ένας θρήνος ασυγκράτητος.
Η αδελφή του Μάρκου, η Μάρω, ζητάει να πάρει τον νεκρό στο σπίτι της να τον κλάψει και να τον φροντίσει. Εκεί όλες οι Μεσολογγίτισσες ξεσπούν σε θρήνο, ενώ ο νεκρός ντυμένος στα καλά του, γίνεται λαϊκό προσκύνημα.
Κάθε τέταρτο της ώρας αντηχούσαν 33 κανονιές στο ηρωικό Μεσολόγγι για να θυμίζουν τη νιότη του παλικαριού, που έπεσε για την πατρίδα στα 33 του χρόνια
«Ο δεύτερος Λεωνίδας».
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, 10 Αυγούστου 1823, κηδεύτηκε ο στρατάρχης με τιμές εθνικού ήρωα. Πάνδημος, μεγαλοπρεπής ήταν η κηδεία που του επιφυλάχθηκε. Δώδεκα από τα αρχαιότερα παλικάρια του, κρατούσαν στους ώμους τους το φέρετρό του. Το περιστοίχιζαν αξιωματικοί και στρατιώτες. Όλος ο κλήρος και οι ψάλτες της περιοχής με επικεφαλής τον μητροπολίτη Πορφύριο και τον επίσκοπο Ιωσήφ έψαλλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Τιμητική φρουρά από τον αρχηγό του Πυροβολικού Μήτρο Δεληγιώργη και τον αστυνόμο Κων. Μαλακάση έκλεινε την πομπή. Θάφτηκε ο ήρωας μπροστά στο Ιερό της εκκλησίας της Παναγιάς.
Ο μητροπολίτης Πορφύριος ραντίζοντας το λείψανό του με αγιασμό, είπε: «Η Ελλάς κηδεύει σήμερα τον δεύτερον Λεωνίδα. Αναπαύθητι εν Κυρίω, ψυχή γενναία, αετέ του Σουλίου. Χαίρε Μπότσαρη, χαίρε, χαίρε».
Η κυβέρνηση κήρυξε σε πένθος την πατρίδα. Η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, το Εκτελεστικόν Σώμα, απευθύνεται προς το Υπουργείο Εσωτερικών και παραγγέλλει να γίνει το μνημόσυνό του σε όλη την Επικράτεια: «Η Διοίκησις λαβούσα την είδησιν διά τον θάνατον του αθα¬νάτου Μπότζαρη, εις την κατά τας 9 του παρόντος συγκροτηθείσαν εις Καρπενήσι μάχην των Σουλιωτών κατά των βαρβάρων, έκαμε λιτανείαν μετά παρατάξεως, εις μνημόσυνον του αρίστου εκείνου πατριώτου, όπου εξεφωνήθη και λόγος πανηγυρικός υπέρ αυτού, διότι η πατρίς οφείλει ανταμοιβάς εις την αρετήν και μάλιστα μετά θάνατον. Όθεν, το υπουργείον να διατάξη δι' εγκυκλίου τας επαρχίας καθ' όλην την Επικράτειαν, να ψάλουν παρομοίως το μνημόσυνον του αειμνήστου Μπότζαρη, μετά της ενούσης προπομπής και παρατάξεως».
Το έγγραφο με τόπο εκδόσεως τη Σαλαμίνα στις 23 Αυγούστου 1823 υπογράφουν ο πρόεδρος Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης και ο Ανδρέας Μεταξάς.
Λίγο μετά τον θάνατο του Μπότσαρη, ο Βίκτωρ Ουγκώ, που πολλά έχει ακούσει για τον ξακουστό ήρωα, θ' αναφωνήσει με πόνο ψυχής: «Σκιά του Μπότσαρη, προστάτευε τους άτυχους Έλληνες».
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε σύμβολο αρετής, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ήταν πάντα σεμνός, ήπιος, τολμηρός, δραστή¬ριος και διορατικός. Αναδείχθηκε επιδέξιος οργανωτής δυνάμεων καταδρομών και εκτελεστής καταδρομικών επιχειρήσεων...
Γεννήθηκε στο Σούλι της Ηπείρου, το 1790, πριν από διακόσια δέκα χρόνια. Από νήπιο δύο χρονών έζησε στον καπνό, στον αχό και στην αντάρα του πολέμου. Γόνος της δοξασμένης φάρας των Μποτσαραίων και μαθητής του καλόγερου Σαμουήλ. Προσέφερε πολλά στην Ελλάδα. Είχε πλατιά αντίληψη του Αγώνα. Γι' αυτό πάλεψε παντού χωρίς τοπικισμούς. Έμεινε ο ευγενέστερος και ηρωικότερος τύπος του Έλληνα μαχητή.“Ήταν αρνί με καρδιά λιονταριού”. Η λαϊκή μούσα έκλαψε τον πρόωρο χαμό του με τον δικό της τρόπο. Το δημοτικό τραγούδι, που λέει για τη θυσία του, καταλήγει: «Ο Μάρκος εσκοτώθηκε κι εσκότωσε και χίλιους».
Πάνω στον τάφο του Μάρκου τοποθετήθηκε αργότερα η «Ελληνίδα κόρη», που σμίλεψε σε μάρμαρο ο Δαβίδ από την Αγγέρη. Το πρωτότυπό του φιλοξενείται τώρα στο Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο και αντίγραφο (του γλύπτη Γ. Μπονάνου) κοσμεί σήμερα τον τάφο του Μάρκου, στο Μεσολόγγι.. Το φονικό βόλι που σκότωσε τον Μάρκο βρέθηκε κατά την εκταφή του στις 13 Οκτωβρίου του 1838 παρουσία του βασιλιά Όθωνα και το έτος 1951 βρίσκονταν στα χέρια της οικογένειας ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. Το γενεαλογικό δέντρο της προαναφερόμενης οικογένειας ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ξεκινάει από την θυγατέρα του Κώστα Μπότσαρη, Ασπασία. (βλ. Δ.Α Οικονόμου «Το Σούλι, οι Σουλιώται και η οικογένεια Μπότσαρη. Ιδιωτική έκδοση , Αθήνα 1952).
«Η προκήρυξη
του Πετρόμπεη»
Θα κλείσουμε το αφιέρωμα, για τον θάνατο του ηρωικού πολέμαρχου Μάρκου Μπότσαρη, με αποσπάσματα από την προκήρυξη στη θυσία του, που υπογράφει στη Σαλαμίνα, στις 20 Αυγούστου 1823, ο πρόεδρος του Εκτελεστικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος και ηγεμόνας της Μάνης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: «Ευδαίμων και τρισολβία σκιά του αθανάτου στρατάρχου Μάρκου Μπότσαρη! Ήδη περιϊπταμένη καθ' όλας τας Ελληνικάς ομηγύρεις, αγάλλεσαι βλέπουσα όλους τους οφθαλμούς πλήρεις καρδιοσταλάκτων δακρύων χαράς και ακούουσα όλα τα στόματα ευλογούντα το μνημόσυνόν του, κηρύποντα στεντορίως τον ηρωϊσμόν σου και προσφέροντα το ένδοξον και λαμπρόν όνομά σου, με γλυκείαν συναίσθησιν ευγνωμοσύνης και σεβασμού! ...Αιωνία σου η μνήμη, γενναίε υπερασπιστά των ελληνικών δικαίων! ... Ω, πόσον επίφθονος τύχη εσφράγισε το περίβλεπτον στάδιον της κοινωφελεστάτης ζωής σου, την οποίαν εξαπαλών ονύχων εξέθεσας εις μυρίους κινδύνους υπέρ της Ελλάδος, ως γνήσιον τέκνον της..»... Η Ελλάς ωρφάνευσε και πενθηφορεί, αλλά παρηγορείται, διότι ετελείωσας τας πολυτίμους ημέρας σου, με τα άρματα ανά χείρας, καταπολεμών και καταστρέφων την ανομίαν και την ασέβειαν. Τρις αιωνία σου η μνήμη, άριστε πατριώτα...».
Και η τιμητική προκήρυξη που υπογράφει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης για τον Μάρκο Μπότσαρη καταλήγει με τούτο το εγερτήριο σάλπισμα: «...Δεύτε, λοιπόν, αήττητοι Έλληνες! Η πατρίς πάσχει' εις τον πόλεμον αδελφοί. Η εκκλησία κλονίζεται' εις τ' άρματα χριστιανοί. Μιμήθητε τον αθάνατον προ¬πάτορά μας Λεωνίδαν, τον σύγχρονόν μας Μπότζαρη και τους αξίους συμμάχους του, Άγομεν εύτολμοι, να κτυπήσωμεν τον εχθρόν, όστις ετόλμησε να μολύνει το έδαφος της Ελλάδος και μην αμφιβάλλετε, ότι θα επιστρέψωμεν νικηταί και τροπαιούχοι εις τον κόλπον των οικογενειών μας, με κοινάς ευφημίας των συμπολιτών μας, ψάλλοντες "μεθ' ημών ο Θεός' γνώτε έθνη και ηπάσθε, ότι μεθ' ημών ο Θεός"».
-Τ΄είναι τούτα τα κλάιματα κι΄αυτά τα μοιρολόγια; Κύργιε μου, τι να γίνηκε στο δόλιο Μεσολόγγι;
-Τούτα τα κλάιματα ρωτάς κι΄αυτά τα μοιρολόγια Γι΄αυτόν τον Μάρκο γίνονται τον ελευθερωτή μας.
Νόσοι Ρωμιοί κι΄αν τόμαθαν, κι΄όσοι τα΄αφουγκραστήκαν νόλοι στα μαύρα εμπήκανε, τα μελανά φορέσαν.
Κίτσο-Τζαβέλας φώναξε και τους παρηγοράει:
-Παιδιά μου, μην πικραίνεστε και μας πλακώση αρρώστεια και να μας ζήση ο Κωνσταντής κι΄ο γιός του καπετάνου
πρώτον να τόνε κάμωμε , σαν πούειχαμε το Μάρκο.
Ν-έτσι τώχ΄η πατρίδα μας , ν-έτσι το Σούλι τώχει ν-από ντουφέκι και σπαθί κανείς να μη γλυτώση.
Καθώς και οι πατέρες μας έτσι και μείς να πάμε.
«Η υστεροφημία του»
Αν ο Μάρκος αισθάνθηκε αδικημένος από τη συμπεριφορά των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και από την πλευρά της Διοίκησης τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η μεταθανάτια φήμη ήρθε να δικαιώσει τον προσωπικό του αγώνα στο Κεφαλόβρυσο. Άλλωστε, ήρθε και η ώρα του αγώνα υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Αυτήν κλήθηκαν και οι υπόλοιποι Σουλιώτες να ενστερνισθούν, και να εκδικηθούν τον θάνατο του Μάρκου. Από την Ύδρα , ο πολιτικός του συνοδοιπόρος, Αλ. Μαυροκορδάτος, στις 13 Οκτωβρίου, παρότρυνε, τους γενναίους Σουλιώτες, να τιμήσουν τον Μάρκο Μπότσαρη και το ελληνικό όνομα.
«Γενναίοι Σουλιώται. Ο τάφος του Μάρκου είναι κολλημένος εις τα τείχη του Μισολογγίου΄ θε ν΄αφήσετε ποτέ να τον μολύνουν οι εχθροί; Όχι βέβαια! Ολίγων ημερών υπομονή και όχι μόνο ο τάφος του Μάρκου δεν μολύνεται, αλλά και εκδικείσθε τον θάνατόν του. Εύχομαι να σας απολαύσω όλους αξίους του Ελληνικού ονόματος και των ελπίδων μου»
Ο Μάρκος αποκτά ήδη ηρωικές διαστάσεις αναγνωριζόμενος ως άξιος απόγονος των λαμπρών ελλήνων προγόνων. Την ίδια εποχή ο Ν. Μανιάκης τον εκθειάζει στον Αθανάσιο Ψαλίδα: «καθώς και εις το Καρπενήσι της Αιτωλίας νίκη του ηρωικώς αποθανόντος Μάρκου Βότσαρη ο κόσμος όλος εθαύμασε την ανδρείαν του και τον πατριωτισμόν του, ου μην αλλά και την πολιτικήν του σύνεσιν, διότι ως ακούωμεν, αυτός μόνον των πολεμικών ανδρών ενόησεν ότι η διχόνοια ‘εστι θανατηφόρον πολιτκήν ασθένεια και ότι φθείρει ως η φθίσις τα σώματα ως και αυτών των κραταιότατων πολιτειών. Το όνομά του έμεινεν αθάνατον, εις τούτο απεδείχθη ότι οι Έλληνες έχουσιν άνδρας άξίους των λαμπρών προγόνων των’ πολλά εγράφθησαν και γράφονται προς έπαινον του αξίου τούτου ανδρός’ ημείς εδώ ακούσαμεν μετά χαράς ότι το γένος μελετώσι να του εγείρωσιν ανδριάντας πρός απαθαντισμόν της μνήμης του’ τούτο ου μόνον προξενεί τιμήν εις τους Έλληνας, αλλά ενθαρρύνει και τους πολεμικούς και τους άλλους φιλοπάτριδας, ότι η πατρίς γνωρίζει και τιμά τους αξίους υιούς της, ου μόνον ζώντας αλλά και μετά θάνατον».
Ανεβάζοντας τον τόνο, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, στις 24 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος του Νέου Εκτελεστικού Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ομνύει στο όνομα των ηρώων και του νέου Λεωνίδα που θυσιάστηκαν για το Έθνος: «Επομένως σας ορκίζομεν εις το ιερόν όνομα του Θεού και της πατρίδος (…) εις τας σεβασμίας σκιάς των προπατόρων μας, του παναγιωτάτου Πατριάρχου μας, των Αρχιερέων, των αθανάτων Σπαρτιατών, Ηλιού και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη , του νέου Λεωνίδα Μάρκου Μπότζαρη και όλων των λοιπών ηρώων μας, όσοι εθυσιάσθησαν ενδόξως διά το γλυκύτατον έθνος»
Ο Μάρκος σκοτώθηκε νέος , μόλις 33 χρονών. Η σεμνότητα, η ανδρειωσύνη και ο ηρωσιμός χαρακτήρισαν το σύντομο βίο του. Η φήμη του παράτολμου εγχειρήματός του θα διατρέξει σύντομα όλη την Ευρώπη. Τα φιλελεύθερα κομιτάτα θα αδράξουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν, απέναντι στις συντηρητικές κυβερνήσεις των χωρών τους, τα δίκαια του ελληνικού αγώνα, αναδεικνύοντας, με κάθε τρόπο, τον άθλο του. Όπως αναφέρει ο Αθ. Ψαλίδας, στις 18 Ιανουαρίου του 1824 σε επιστολή του προς τον Αλ Μαυρκορδάτο: «όλες οι αρχόντισσες της Αγγλίας και της Φράνσας (σ.σ: Γαλλία) , τον φορούν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον, πράγμα οπού κανένας στρατηγός ακόμη δεν το αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Άγγλοι ραψωδούν». Δεν πρόκειται για υπερβολή, ο φιλέλληνας Γερμανός ποιητής Γουλιέλμος Μύλλερ, τον αναφέρει στα Ελληνικά τραγούδια του, ενώ ο Αμερικανός Αλεκ γράφει το ποίημα «Μπότσαρης» το οποίο μεταφράζει ο Αλ Ραγκαβής. Ο Βίκτωρ Ουγκώ εμφανίζει τον Μάρκο Μπότσαρη στα Ανατολικά του καθώς και στο τέλος ενός επικού μέρους του Θρύλου των Αιώνων , όπου τον παρουσιάζει, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Λόρδο Βύρωνα, να πρσέρχονται ως εκδικητές δυναστών και τυράννων. Αλλά και οι Έλληνες ποιητές ραψωδούν. Ο Σολωμός και ο Κάλβος τον απαθανάτισαν σε ωδές, καθώς και ο Αρ. Βαλαωρίτης αργότερα στην επίκλησή του προς τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι γράφουν θεατρικά έργα, μουσικές, όπερα κ.λ.π με κεντρικό πρόσωπο τον ηρωικό Μάρκο. Στα χρόνια που θα έρθουν και μέχρι τις μέρες μας, το ιστορικό πρόσωπο του σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη θα περάσει αβίαστα στη σφαίρα του θρύλου, καταλαμβάνοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των εθνικών ηρώων.
Κι΄απ΄ την πανένδοξη γενιά
των Μποτσαραίων όλων,
ο πιο μεγάλος Μπότσαρης
ο πιό τρανός Σουλιώτης.
Πότισε το αίμα του Μάρκου το χώμα μας. Το χώμα της Ευρυτανίας. Τό χώμα της Ελλάδας. Στο δόλιο Κεφαλόβρυσο , στο μαύρο Καρπενήσι...
Αθήνα, 27 Ιουλίου 2013.
Ηλίας Α. Μπουμπουρής
Παιδιά μ’ , ο Σκόντρας έφτασε ψηλά στο Καρπενήσι
Μαζί με τον Λατίν-μπεη, μαζί με τον Νιαγάφα.
Τον Μάρκο θέλει ζωντανό με τους Σουλιώτες όλους.
Τ΄ άκουσε ο Μάρκος με χαρά, το μαύρο μοιρολόι
τον Λάμπρο Μπέικο φώναξε, κρυφά τον κουβεντιάζει:
Σύναξε, Λάμπρο, τα παιδιά, τα πρώτα παλληκάρια
τι έχουμε δρόμο βιαστικό κατά το Καρπενήσι.
Διακόσιοι εδιαλεχτήκανε με τα σπαθιά στο χέρι
και νύχτα ξεκινήσανε να παν στο Καρπενήσι.
Και πήγαν!
Στο δόλιο Κεφαλόβρυσο, στο μαύρο Καρπενήσι.
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823,
ο Μάρκος Μπότσαρης με τα παλικάρια του, ενώ χτυπάει αιφνιδιαστικά το πολυάριθμο ασκέρι των Τουρκαλβανών του Μουσταή πασά της Σκόδρας, στο Καρπενήσι, πληγώνεται θανάσιμα από βόλι του εχθρού. Είναι κοντά μεσάνυχτα, και ο γενναίος στρατάρχης της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, σε ηλικία 33 χρονών, περνάει στον κόσμο του θρύλου και της αθανασίας.
Η θλιβερή είδηση του θανάτου του συγκλονίζει τους Έλληνες. Ξεσπούν σε θρήνο στο Μεσολόγγι, γιατί χάνουν τον υπερασπιστή τους, τον επιδέξιο οργανωτή της άμυνάς τους. Είχε αναδειχθεί, ο ηρωικός εκείνος Σουλιώτης, σθεναρός πρόμαχος της ιεράς πόλεως κατά την πρώτη πολιορκία της και στην αιφνιδιαστική επίθεση των Αγαρηνών τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822. Κλαίνε οι Σουλιώτες, γιατί μένουν ορφανοί από έναν άξιο και αγαπημένο ηγέτη. Το πνεύμα του θαυμασμού και της αγάπης στο πρόσωπό του επιβεβαιώνει και ένα ποίημα του Αμερικανού ποιητή Χάλεκ, όπου μεταξύ άλλων τονίζει :
«Τότε είδαν να κλείνει ήσυχα ο θάνατος τα βλέφαρά του, σαν να 'ταν νύχτας ξεκούραση, σαν λουλούδια στο λιόγερμα. Μπότσαρη, παιδί της Λευτεριάς και της δόξας, είσαι από τα λίγα αθάνατα ονόματα που γεννήθηκαν για να μην πεθάνουν ποτέ».
Γιατί όμως αγαπήθηκε τόσο πολύ ο Μάρκος Μπότσαρης?
Διότι δεν ήταν μονάχα γενναίος στρατηλάτης, ανυποχώρητος μαχητής και στρατηγικός νους, αλλά και άνθρωπος της αρετής χωρίς εγωισμούς, χωρίς πάθη, δίκαιος, απλός, υπομονετικός.
Ήταν προσωπικότητα που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ο ιστορικός Γερβίνος περιγράφει τον ηρωικό πολέμαρχο ως εξής: «..Ανήρ νέος, μικρός το ανάστημα, ωχρός την όψιν, ολιγόλογος και υποστηρικτής τάξεως. Μετριόφρων, ήπιος, πιστός, και δίκαιος, υπερείχεν όλων των πολιτικών. Τολμηρός δε και δραστήριος, υπερείχε των πλείστων
επισημοτάτων οπλαρχηγών…»
Ημέρευε τους αντιδίκους και πολεμούσε τη διχόνοια, το φοβερό σαράκι της φυλής μας. Ας δούμε όμως πώς αντιμετώπισε τη ζήλια και τη διχόνοια λίγες ημέρες πριν από την ηρωική θυσία του.
Το καλοκαίρι του 1823 η Ελληνική Επανάσταση απειλείται σοβαρά. Ο σουλτάνος της απέραντης τουρκικής αυτοκρατορίας, βαθύτατα ανήσυχος και ενοχλημένος από τις ελληνικές επιτυχίες του περασμένου χρόνου, 1822, διατάζει τον Μουσταή πασά να κατηφορίσει με πολυάριθμο στρατό και να δώσει ένα σκληρό μάθημα στους «γκιαούρηδες που είχαν σηκώσει κεφάλι».
Να σημειώσουμε εδώ ότι τα γεγονότα του 1822, που είχαν ανησυχήσει την Πύλη, ήταν: η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο (6.6.1822) και της άλλης στην Τένεδο (22.10,22) από τον μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνο Κανάρη, η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, η αποτυχία του αιφνιδιαστικού εγχειρήματος άλωσης του Μεσολογγίου τη νύχτα των Χριστουγέννων και άλλα...
Τον Ιούλιο λοιπόν του 1823, μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο Μουσταή πασάς εκτελώντας εντολή, επελαύνει κατά των Ελλήνων, για να ξεπλύνει τις ντροπές, με χιλιάδες εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς. Οι δυνάμεις του, καλά οργανωμένες και εξοπλισμένες, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπισθούν. Στο πέρασμα τους απειλούν ότι θα τιμωρήσουν «το απείθαρχο γένος των Ελλήνων». Ζητούν μάλιστα αλαζονικά από τους 'Έλληνες να μην τολμήσουν να αντιπραχθούν στην προέλασή τους.
«Σχίζει το δίπλωμα»
Ο πασάς της Σκόδρας φθάνει στα σύνορα της Δ. Ελλάδος από το μέρος της Θεσσαλίας. Στο πέρασμά του στον Ασπροπόταμο, όπως γράφει ο έπαρχος του Μεσολογγίου Κ. Μεταξάς (1793-1870), «αvτεστάθη ανδρείως και επροξένησε φθοράν εις τον εχθρόν», ο στρατηγός Στουρνάρης με τα παλικάρια του, αλλά δεν τον σταμάτησε. Η στρατιωτική δύναμη του εχθρού μπαίνει στα Άγραφα ενώ οι προφύλακές του με τον Τζελαλεδίν μπέη φτάνουν στο Κεφαλόβρυσο στο Καρπενήσι όπου και κατασκηνώνουν...> Το αρματολίκι, στα ιστορικά Άγραφα στο ξεκίνημα της Επανάστασης, σπαράζονταν από εσωτερικές έριδες και διχόνοιες).
Ο Μάρκος Μπότσαρης προβλέπει άμεσο κίνδυνο για το Μεσολόγγι. Καλεί αμέσως τους καπεταναίους σε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο και τους προτείνει να μην αφήσουν τον εχθρό να προχωρήσει, αλλά να τον χτυπήσουν στο Κεφαλόβρυσο που ήταν στρατοπεδευμένος.
Η ζήλια και η διχόνοια δεν αφήνουν τους καπεταναίους να δουν ξεκάθαρα τα πράγματα. Ενώ τον αναγνωρίζουν υπέρτερό τους, τον αντιπολιτεύονται. Εκείνος τους αντιμετωπίζει με ανωτερότητα, δεν αντιδικεί στη μικροψυχία τους.
Και πάνω στη συζήτηση ο Μάρκος Μπότσαρης κάνει μια ομηρική χειρονομία για να τους αφαιρέσει το κίνητρο της ζήλιας. Βγάζει από την τσέπη το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας, που εκείνο τον καιρό του είχε στείλει η κυβέρνηση, το φιλεί μπροστά σε όλους με σεβασμό κι ύστερα το σχίζει λέγοντας: «Είμαστε όλοι ίσοι απ' εδώ και μπρος. Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα, μεθαύριο, απέναντι του εχθρού».
Μετά απ' αυτό η διχόνοια κόπασε. Όλοι συμφώνησαν με τον Μάρκο. Για όλα αυτά τα ψυχικά χαρίσματα, για τις αρετές του και την παλικαριά του, τον εκτιμούσαν όλοι οι κλεφταρματολοί και οι καπεταναίοι του Αγώνα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τρόπο απλό, είπε γι' αυτόν, τον πιο επιγραμματικό έπαινο: «Σαν τον Μάρκο ήρωα, δεν γέννησε μάνα».
Ο Μάρκος Μπότσαρης, στρατηγικός νους, αποφασίζει να πλήξει τον εχθρό στον τόπο που στρατοπεδεύει με ανορθόδοξο πόλεμο, με καταδρομική επιχείρηση, αιφνιδιαστικό. Για τον σκοπό αυτό, λοιπόν, ανηφορίζει αμέσως με τα παλικάρια του προς το Καρπενήσι. Στον δρόμο συναντούν ένα εκκλησάκι. Ο Μάρκος μπαίνει μέσα, ανάβει κερί και προσκυνάει ευλαβικά. Βγαίνοντας δίνει στον εκεί καλόγερο λίγα γρόσια, λέγοντάς του να τα μοιράσει για την ψυχή του Μάρκου.
Και ο καλόγερος, που δεν τον γνωρίζει στην όψη αλλά έχει ακούσει πολλά για την ανδρεία του, τον ρωτάει λυπημένος: «Τι; Πέθανε ο Μόρκος;» Κι αυτός του απαντά: «'Όχι, αλλά πάει για να πεθάνει...»!
«Όσοι πιστεύουν Xριστόν ».
Η καταδρομική πολεμική επιχείρηση του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι υπήρξε από τις πιο ριψοκίνδυνες και αποφασιστικές του 1823. Την είχε προετοιμάσει με άριστο σχεδιασμό ο πολέμαρχος του Σουλίου. Πριν μάλιστα τη θέσει σ' εφαρμογή ζήτησε την εθελοντική συμμετοχή των παλικαριών του.
Τους μίλησε ζεστά, με πίστη και αποφασιστικότητα, επισημαίνοντας και τους κινδύνους : «Αγαπητοί αδελφοί μου στρατιώται! Όσοι πιστεύουν εις τον Χριστόν, του οποίου το πιστόν σύμβολον κυματίζει προ ημών, ας ετοιμασθούν να πολεμήσουν νικώντες ή αποθνήσκοντες. Σήμερον αυτήν την νύκτα, αδελφοί, ...κατά την τρομεράν αυτήν νύκτα, υπό το σκότος αυτής, αποφάσισα να εισδύσω εις το στρατόπεδον [...]. Η επιχείρησις είναι τολμηρά, το αισθάνομαι με υπερηφάνειαν. Έκαστος από ημάς ας αποφασίση ελευθέρως διότι δεν αποδέχομαι εις τοιούτους ευγενείς κινδύνους άνδρας μη έχοντας καλήν θέλησιν».
Διακόσια σαράντα παλικάρια δήλωσαν τότε εθελοντικά ότι θα τον ακολουθήσουν στην επικίνδυνη αποστολή.
Στις 7 Αυγούστου το πρωί, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας και ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης, μπαίνουν στο εχθρικό στρατόπεδο ντυμένοι με στολές ίδιες με αυτές του εχθρού και κατασκοπεύουν τα καθέκαστα.
Την άλλη μέρα, 8 Αυγούστου, μένουν κρυμμένοι οι καταδρομείς του Μπότσαρη. Επακολουθεί συνάντηση με τους κατα¬σκόπους τους που είχαν εισδύσει στο εχθρικό στρατόπεδο. Αξιοποιούν τις πληροφορίες τους και δίδονται οι τελευταίες οδηγίες για το αιφνιδιαστικό χτύπημα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ήρεμος, συνιστά στα παλικάρια του ψυχραιμία. Τους λέει πώς θ' ανταλλάσσουν το σύνθημα και το παρασύνθημα μεταξύ τους ώστε να μην αλληλοσφαγούν και προσθέτει: «Ο Θεός θα μας βλέπει και θα μας ευλογεί. Αν με χάσετε, θα με βρείτε στο τσαντίρι του πασά».
Σε νυχτερινή ώρα λοιπόν κι ενώ επικρατεί σιγή στο εχθρικό στρατόπεδο ακούγεται το σύνθημα της εισβολής. Το μεγάλο γιουρούσι των Σουλιωτών ξεσπάει σαν θύελλα. Κροταλίζουν σπαθιά και μαχαίρια. Ακούγονται κραυγές απόγνωσης και βογκητά. Επικρατεί αλαλαγμός και σύγχυση. Ο αιφνιδιασμός οδηγεί το εχθρικό στράτευμα σε αλληλοσφαγή. Γίνεται μεγάλος χαλασμός.
Η καταδρομική επιχείρηση του Μ. Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο είναι σαρωτική.
«Ο εχθρός», όπως γράφει ο Κ. Μεταξάς, «έλαβε πολλούς φονευμένους και πληγωμένους, των οποίων ο αριθμός υπερέβη τους χιλίους. Λάφυρα επήραν οι Σουλιώται από τον εχθρόν 850 τουφέκια και 1.200 πιστόλες των φονευμένων, επτά χιλιάδες πρόβατα, διάφορες τροφές, πολεμικά εφόδια και άλλα πράγματα, οκτώ σημαίες και υπέρ τα χίλια άλογα και μουλάρια...».«Εκ του σώματος του στρατηγού (Μ. Μπότσαρη), έμειναν φονευμένοι εις τον τόπον της μάχης δώδεκα άλλοι ήρωες, επληγώθησαν και σχεδόν τριάκοντα».
«Το φονικό βόλι»
Ο Μάρκος, πρώτος μεταξύ των παλικαριών του, επιχειρεί να πλησιάσει τον πασά, που είναι ταμπουρωμένος σε μια μάντρα. Επιδίωξή του είναι να τον πιάσει αιχμάλωτο. Οι Σουλιώτες βλέπουν, κάποια στιγμή, τον αρχηγό τους να λυγίζει και τρέχουν κοντά του. Τον αρπάζουν στην αγκαλιά τους, τον μεταφέρουν παράμερα, ενώ τριγύρω τους γίνονται ομηρικές συγκρούσεις.
Τα τελευταία λόγια του λαβωμένου πολέμαρχου ήταν τούτα: «Αδελφοί, εγώ έκαμα το προς την πατρίδα μου χρέος και αποθνήσκω ευχαριστημένος. Κρεμώ τα παιδιά μου στο λαιμό σας και στην αγάπη του Έθνους. Σταθήτε πιστοί στην πατρίδα, ως πιστοί δούλοι του Θεού. Αφήστε τώρα εμένα και τρέξτε να τελειώσετε αυτό που εγώ άρχισα».
Και πράγματι οι Σουλιώτες κάνουν πράξη την ύστατη επιθυμία-διαταγή του στρατηγού τους. Επί μιάμιση ώρα μετά τον θάνατό του πολεμούν τον εχθρό και του προξενούν φοβερές απώλειες. Τη θέση του αρχηγού τους έχει αναλάβει επάξια ο αδελφός του, Κωνσταντίνος Μπότσαρης.
Σε λίγο ο γενναίος Μάρκος Μπότσαρης κείτεται νεκρός. Μια ομάδα Σουλιωτών τον σηκώνει με πόνο και συντριβή και τον μεταφέρει μέσα από τα δάση της Ευρυτανίας στο Μοναστήρι του Προυσού.
Εκεί ο νοσηλευόμενος από φυματίωση Γ. Καραϊσκάκης ασπάζεται κλαίγοντας το νεκρό ήρωα και λέει: «Άμποτε, Μάρκο μου, να έχω και εγώ το αυτό τέλος».
Ύστερα από λίγη ξεκούραση τα παλικάρια που μεταφέρουν και συνοδεύουν τη σορό του Μάρκου, κατεβαίνουν από το φαράγγι του Αγίου Βλασίου στη Μακρύνεια και από εκεί περνούν στο Ζυγό. Στις 10 Αυγούστου, γύρω στις 1Ο το πρωί, φτάνουν στο Μεσολόγγι. Το θλιβερό μαντάτο είχε μαθευτεί γρήγορα από απεσταλμένο αγγελιαφόρο που είχε προηγηθεί. Γι' αυτό οι δρόμοι απ' όπου περνούσε η πομπή του νεκρού ήρωα είχαν στρωθεί με δάφνες και άνθη.
Όλος ο λαός του Μεσολογγίου υποδέχεται με συντριβή τον νεκρό πολέμαρχο. Ο έπαρχος της πόλης Κ. Μεταξάς τον ασπάζεται κατασυγκινημένος, ενώ ξεσπάει ένας θρήνος ασυγκράτητος.
Η αδελφή του Μάρκου, η Μάρω, ζητάει να πάρει τον νεκρό στο σπίτι της να τον κλάψει και να τον φροντίσει. Εκεί όλες οι Μεσολογγίτισσες ξεσπούν σε θρήνο, ενώ ο νεκρός ντυμένος στα καλά του, γίνεται λαϊκό προσκύνημα.
Κάθε τέταρτο της ώρας αντηχούσαν 33 κανονιές στο ηρωικό Μεσολόγγι για να θυμίζουν τη νιότη του παλικαριού, που έπεσε για την πατρίδα στα 33 του χρόνια
«Ο δεύτερος Λεωνίδας».
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, 10 Αυγούστου 1823, κηδεύτηκε ο στρατάρχης με τιμές εθνικού ήρωα. Πάνδημος, μεγαλοπρεπής ήταν η κηδεία που του επιφυλάχθηκε. Δώδεκα από τα αρχαιότερα παλικάρια του, κρατούσαν στους ώμους τους το φέρετρό του. Το περιστοίχιζαν αξιωματικοί και στρατιώτες. Όλος ο κλήρος και οι ψάλτες της περιοχής με επικεφαλής τον μητροπολίτη Πορφύριο και τον επίσκοπο Ιωσήφ έψαλλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Τιμητική φρουρά από τον αρχηγό του Πυροβολικού Μήτρο Δεληγιώργη και τον αστυνόμο Κων. Μαλακάση έκλεινε την πομπή. Θάφτηκε ο ήρωας μπροστά στο Ιερό της εκκλησίας της Παναγιάς.
Ο μητροπολίτης Πορφύριος ραντίζοντας το λείψανό του με αγιασμό, είπε: «Η Ελλάς κηδεύει σήμερα τον δεύτερον Λεωνίδα. Αναπαύθητι εν Κυρίω, ψυχή γενναία, αετέ του Σουλίου. Χαίρε Μπότσαρη, χαίρε, χαίρε».
Η κυβέρνηση κήρυξε σε πένθος την πατρίδα. Η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, το Εκτελεστικόν Σώμα, απευθύνεται προς το Υπουργείο Εσωτερικών και παραγγέλλει να γίνει το μνημόσυνό του σε όλη την Επικράτεια: «Η Διοίκησις λαβούσα την είδησιν διά τον θάνατον του αθα¬νάτου Μπότζαρη, εις την κατά τας 9 του παρόντος συγκροτηθείσαν εις Καρπενήσι μάχην των Σουλιωτών κατά των βαρβάρων, έκαμε λιτανείαν μετά παρατάξεως, εις μνημόσυνον του αρίστου εκείνου πατριώτου, όπου εξεφωνήθη και λόγος πανηγυρικός υπέρ αυτού, διότι η πατρίς οφείλει ανταμοιβάς εις την αρετήν και μάλιστα μετά θάνατον. Όθεν, το υπουργείον να διατάξη δι' εγκυκλίου τας επαρχίας καθ' όλην την Επικράτειαν, να ψάλουν παρομοίως το μνημόσυνον του αειμνήστου Μπότζαρη, μετά της ενούσης προπομπής και παρατάξεως».
Το έγγραφο με τόπο εκδόσεως τη Σαλαμίνα στις 23 Αυγούστου 1823 υπογράφουν ο πρόεδρος Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης και ο Ανδρέας Μεταξάς.
Λίγο μετά τον θάνατο του Μπότσαρη, ο Βίκτωρ Ουγκώ, που πολλά έχει ακούσει για τον ξακουστό ήρωα, θ' αναφωνήσει με πόνο ψυχής: «Σκιά του Μπότσαρη, προστάτευε τους άτυχους Έλληνες».
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε σύμβολο αρετής, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ήταν πάντα σεμνός, ήπιος, τολμηρός, δραστή¬ριος και διορατικός. Αναδείχθηκε επιδέξιος οργανωτής δυνάμεων καταδρομών και εκτελεστής καταδρομικών επιχειρήσεων...
Γεννήθηκε στο Σούλι της Ηπείρου, το 1790, πριν από διακόσια δέκα χρόνια. Από νήπιο δύο χρονών έζησε στον καπνό, στον αχό και στην αντάρα του πολέμου. Γόνος της δοξασμένης φάρας των Μποτσαραίων και μαθητής του καλόγερου Σαμουήλ. Προσέφερε πολλά στην Ελλάδα. Είχε πλατιά αντίληψη του Αγώνα. Γι' αυτό πάλεψε παντού χωρίς τοπικισμούς. Έμεινε ο ευγενέστερος και ηρωικότερος τύπος του Έλληνα μαχητή.“Ήταν αρνί με καρδιά λιονταριού”. Η λαϊκή μούσα έκλαψε τον πρόωρο χαμό του με τον δικό της τρόπο. Το δημοτικό τραγούδι, που λέει για τη θυσία του, καταλήγει: «Ο Μάρκος εσκοτώθηκε κι εσκότωσε και χίλιους».
Πάνω στον τάφο του Μάρκου τοποθετήθηκε αργότερα η «Ελληνίδα κόρη», που σμίλεψε σε μάρμαρο ο Δαβίδ από την Αγγέρη. Το πρωτότυπό του φιλοξενείται τώρα στο Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο και αντίγραφο (του γλύπτη Γ. Μπονάνου) κοσμεί σήμερα τον τάφο του Μάρκου, στο Μεσολόγγι.. Το φονικό βόλι που σκότωσε τον Μάρκο βρέθηκε κατά την εκταφή του στις 13 Οκτωβρίου του 1838 παρουσία του βασιλιά Όθωνα και το έτος 1951 βρίσκονταν στα χέρια της οικογένειας ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. Το γενεαλογικό δέντρο της προαναφερόμενης οικογένειας ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ξεκινάει από την θυγατέρα του Κώστα Μπότσαρη, Ασπασία. (βλ. Δ.Α Οικονόμου «Το Σούλι, οι Σουλιώται και η οικογένεια Μπότσαρη. Ιδιωτική έκδοση , Αθήνα 1952).
«Η προκήρυξη
του Πετρόμπεη»
Θα κλείσουμε το αφιέρωμα, για τον θάνατο του ηρωικού πολέμαρχου Μάρκου Μπότσαρη, με αποσπάσματα από την προκήρυξη στη θυσία του, που υπογράφει στη Σαλαμίνα, στις 20 Αυγούστου 1823, ο πρόεδρος του Εκτελεστικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος και ηγεμόνας της Μάνης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: «Ευδαίμων και τρισολβία σκιά του αθανάτου στρατάρχου Μάρκου Μπότσαρη! Ήδη περιϊπταμένη καθ' όλας τας Ελληνικάς ομηγύρεις, αγάλλεσαι βλέπουσα όλους τους οφθαλμούς πλήρεις καρδιοσταλάκτων δακρύων χαράς και ακούουσα όλα τα στόματα ευλογούντα το μνημόσυνόν του, κηρύποντα στεντορίως τον ηρωϊσμόν σου και προσφέροντα το ένδοξον και λαμπρόν όνομά σου, με γλυκείαν συναίσθησιν ευγνωμοσύνης και σεβασμού! ...Αιωνία σου η μνήμη, γενναίε υπερασπιστά των ελληνικών δικαίων! ... Ω, πόσον επίφθονος τύχη εσφράγισε το περίβλεπτον στάδιον της κοινωφελεστάτης ζωής σου, την οποίαν εξαπαλών ονύχων εξέθεσας εις μυρίους κινδύνους υπέρ της Ελλάδος, ως γνήσιον τέκνον της..»... Η Ελλάς ωρφάνευσε και πενθηφορεί, αλλά παρηγορείται, διότι ετελείωσας τας πολυτίμους ημέρας σου, με τα άρματα ανά χείρας, καταπολεμών και καταστρέφων την ανομίαν και την ασέβειαν. Τρις αιωνία σου η μνήμη, άριστε πατριώτα...».
Και η τιμητική προκήρυξη που υπογράφει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης για τον Μάρκο Μπότσαρη καταλήγει με τούτο το εγερτήριο σάλπισμα: «...Δεύτε, λοιπόν, αήττητοι Έλληνες! Η πατρίς πάσχει' εις τον πόλεμον αδελφοί. Η εκκλησία κλονίζεται' εις τ' άρματα χριστιανοί. Μιμήθητε τον αθάνατον προ¬πάτορά μας Λεωνίδαν, τον σύγχρονόν μας Μπότζαρη και τους αξίους συμμάχους του, Άγομεν εύτολμοι, να κτυπήσωμεν τον εχθρόν, όστις ετόλμησε να μολύνει το έδαφος της Ελλάδος και μην αμφιβάλλετε, ότι θα επιστρέψωμεν νικηταί και τροπαιούχοι εις τον κόλπον των οικογενειών μας, με κοινάς ευφημίας των συμπολιτών μας, ψάλλοντες "μεθ' ημών ο Θεός' γνώτε έθνη και ηπάσθε, ότι μεθ' ημών ο Θεός"».
-Τ΄είναι τούτα τα κλάιματα κι΄αυτά τα μοιρολόγια; Κύργιε μου, τι να γίνηκε στο δόλιο Μεσολόγγι;
-Τούτα τα κλάιματα ρωτάς κι΄αυτά τα μοιρολόγια Γι΄αυτόν τον Μάρκο γίνονται τον ελευθερωτή μας.
Νόσοι Ρωμιοί κι΄αν τόμαθαν, κι΄όσοι τα΄αφουγκραστήκαν νόλοι στα μαύρα εμπήκανε, τα μελανά φορέσαν.
Κίτσο-Τζαβέλας φώναξε και τους παρηγοράει:
-Παιδιά μου, μην πικραίνεστε και μας πλακώση αρρώστεια και να μας ζήση ο Κωνσταντής κι΄ο γιός του καπετάνου
πρώτον να τόνε κάμωμε , σαν πούειχαμε το Μάρκο.
Ν-έτσι τώχ΄η πατρίδα μας , ν-έτσι το Σούλι τώχει ν-από ντουφέκι και σπαθί κανείς να μη γλυτώση.
Καθώς και οι πατέρες μας έτσι και μείς να πάμε.
«Η υστεροφημία του»
Αν ο Μάρκος αισθάνθηκε αδικημένος από τη συμπεριφορά των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και από την πλευρά της Διοίκησης τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η μεταθανάτια φήμη ήρθε να δικαιώσει τον προσωπικό του αγώνα στο Κεφαλόβρυσο. Άλλωστε, ήρθε και η ώρα του αγώνα υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Αυτήν κλήθηκαν και οι υπόλοιποι Σουλιώτες να ενστερνισθούν, και να εκδικηθούν τον θάνατο του Μάρκου. Από την Ύδρα , ο πολιτικός του συνοδοιπόρος, Αλ. Μαυροκορδάτος, στις 13 Οκτωβρίου, παρότρυνε, τους γενναίους Σουλιώτες, να τιμήσουν τον Μάρκο Μπότσαρη και το ελληνικό όνομα.
«Γενναίοι Σουλιώται. Ο τάφος του Μάρκου είναι κολλημένος εις τα τείχη του Μισολογγίου΄ θε ν΄αφήσετε ποτέ να τον μολύνουν οι εχθροί; Όχι βέβαια! Ολίγων ημερών υπομονή και όχι μόνο ο τάφος του Μάρκου δεν μολύνεται, αλλά και εκδικείσθε τον θάνατόν του. Εύχομαι να σας απολαύσω όλους αξίους του Ελληνικού ονόματος και των ελπίδων μου»
Ο Μάρκος αποκτά ήδη ηρωικές διαστάσεις αναγνωριζόμενος ως άξιος απόγονος των λαμπρών ελλήνων προγόνων. Την ίδια εποχή ο Ν. Μανιάκης τον εκθειάζει στον Αθανάσιο Ψαλίδα: «καθώς και εις το Καρπενήσι της Αιτωλίας νίκη του ηρωικώς αποθανόντος Μάρκου Βότσαρη ο κόσμος όλος εθαύμασε την ανδρείαν του και τον πατριωτισμόν του, ου μην αλλά και την πολιτικήν του σύνεσιν, διότι ως ακούωμεν, αυτός μόνον των πολεμικών ανδρών ενόησεν ότι η διχόνοια ‘εστι θανατηφόρον πολιτκήν ασθένεια και ότι φθείρει ως η φθίσις τα σώματα ως και αυτών των κραταιότατων πολιτειών. Το όνομά του έμεινεν αθάνατον, εις τούτο απεδείχθη ότι οι Έλληνες έχουσιν άνδρας άξίους των λαμπρών προγόνων των’ πολλά εγράφθησαν και γράφονται προς έπαινον του αξίου τούτου ανδρός’ ημείς εδώ ακούσαμεν μετά χαράς ότι το γένος μελετώσι να του εγείρωσιν ανδριάντας πρός απαθαντισμόν της μνήμης του’ τούτο ου μόνον προξενεί τιμήν εις τους Έλληνας, αλλά ενθαρρύνει και τους πολεμικούς και τους άλλους φιλοπάτριδας, ότι η πατρίς γνωρίζει και τιμά τους αξίους υιούς της, ου μόνον ζώντας αλλά και μετά θάνατον».
Ανεβάζοντας τον τόνο, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, στις 24 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος του Νέου Εκτελεστικού Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ομνύει στο όνομα των ηρώων και του νέου Λεωνίδα που θυσιάστηκαν για το Έθνος: «Επομένως σας ορκίζομεν εις το ιερόν όνομα του Θεού και της πατρίδος (…) εις τας σεβασμίας σκιάς των προπατόρων μας, του παναγιωτάτου Πατριάρχου μας, των Αρχιερέων, των αθανάτων Σπαρτιατών, Ηλιού και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη , του νέου Λεωνίδα Μάρκου Μπότζαρη και όλων των λοιπών ηρώων μας, όσοι εθυσιάσθησαν ενδόξως διά το γλυκύτατον έθνος»
Ο Μάρκος σκοτώθηκε νέος , μόλις 33 χρονών. Η σεμνότητα, η ανδρειωσύνη και ο ηρωσιμός χαρακτήρισαν το σύντομο βίο του. Η φήμη του παράτολμου εγχειρήματός του θα διατρέξει σύντομα όλη την Ευρώπη. Τα φιλελεύθερα κομιτάτα θα αδράξουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν, απέναντι στις συντηρητικές κυβερνήσεις των χωρών τους, τα δίκαια του ελληνικού αγώνα, αναδεικνύοντας, με κάθε τρόπο, τον άθλο του. Όπως αναφέρει ο Αθ. Ψαλίδας, στις 18 Ιανουαρίου του 1824 σε επιστολή του προς τον Αλ Μαυρκορδάτο: «όλες οι αρχόντισσες της Αγγλίας και της Φράνσας (σ.σ: Γαλλία) , τον φορούν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον, πράγμα οπού κανένας στρατηγός ακόμη δεν το αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Άγγλοι ραψωδούν». Δεν πρόκειται για υπερβολή, ο φιλέλληνας Γερμανός ποιητής Γουλιέλμος Μύλλερ, τον αναφέρει στα Ελληνικά τραγούδια του, ενώ ο Αμερικανός Αλεκ γράφει το ποίημα «Μπότσαρης» το οποίο μεταφράζει ο Αλ Ραγκαβής. Ο Βίκτωρ Ουγκώ εμφανίζει τον Μάρκο Μπότσαρη στα Ανατολικά του καθώς και στο τέλος ενός επικού μέρους του Θρύλου των Αιώνων , όπου τον παρουσιάζει, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Λόρδο Βύρωνα, να πρσέρχονται ως εκδικητές δυναστών και τυράννων. Αλλά και οι Έλληνες ποιητές ραψωδούν. Ο Σολωμός και ο Κάλβος τον απαθανάτισαν σε ωδές, καθώς και ο Αρ. Βαλαωρίτης αργότερα στην επίκλησή του προς τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι γράφουν θεατρικά έργα, μουσικές, όπερα κ.λ.π με κεντρικό πρόσωπο τον ηρωικό Μάρκο. Στα χρόνια που θα έρθουν και μέχρι τις μέρες μας, το ιστορικό πρόσωπο του σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη θα περάσει αβίαστα στη σφαίρα του θρύλου, καταλαμβάνοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των εθνικών ηρώων.
Κι΄απ΄ την πανένδοξη γενιά
των Μποτσαραίων όλων,
ο πιο μεγάλος Μπότσαρης
ο πιό τρανός Σουλιώτης.
Πότισε το αίμα του Μάρκου το χώμα μας. Το χώμα της Ευρυτανίας. Τό χώμα της Ελλάδας. Στο δόλιο Κεφαλόβρυσο , στο μαύρο Καρπενήσι...
Αθήνα, 27 Ιουλίου 2013.
Ηλίας Α. Μπουμπουρής