Σήμερα, που διαβρώθηκαν οι συνειδήσεις και πολλαπλασιάστηκε το κακό, που αρνηθήκαμε διαρρήδην το καλό και τις αξίες, το Θεό και το συνάνθρωπο, σε εποχή αντιπνευματική και προπάντων αυτονόμησης, έχουμε ανάγκη από πρότυπα, από οδοδείκτες και αιώνια παραδείγματα προς μίμηση. Η ευθύνη βαρύνει όλους μας για το ηθικό κατάντημα της πατρίδας μας.
Φέτος, εορτάζοντες σιωπηρώς ελάχιστοι Έλληνες τα 180 χρόνια από το μαρτυρικό θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, αισθανόμαστε την ανάγκη να εξάρουμε τη σημασία της επετείου και να επισημάνουμε την έλλειψη τυπικών έστω εκδηλώσεων από τον πολιτικό κόσμο, πεπεισμένοι ότι, εάν εμείς σιωπήσουμε, θα φωνάξουν και οι πέτρες.
Η επιλογή και ανάληψη της διακυβέρνησης του άρτι απελευθερωθέντος έθνους μας από τον Ι. Καποδίστρια, ανθρώπου πλήρους πίστεως στο Θεό, αυτοθυσίας και αγάπης στους συμπατριώτες του, ήταν όντως η αρίστη. Ο Καποδίστριας, κατά θεαματικό τρόπο με το παράδειγμά του, πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και σώζεται ακόμη στην Αίγινα το στασίδι του, με θεσμικά μέτρα καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα και προέταξε την ορθοδοξία, και με τη διοικητική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανόρθωση του λαού, κατόρθωσε σε τρία χρόνια το θαύμα.
Είναι εύγλωττη, προκλητική όσο και διδακτική η λιτότητα και η απλότητα του τρόπου ζωής που είχε επιλέξει ο Καποδίστριας στην Αίγινα για τον εαυτό του και όχι για το λαό. Και θα πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του ήταν να αρνηθεί τη χρηματική αποζημίωση που του είχε χορηγήσει η πολιτεία ως μισθό για το αξίωμα που κατείχε.
Συμπερασματικά ο Καποδίστριας, σπάνιο φαινόμενο στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία ως πολιτικός, φάνηκε αποφασισμένος να καθυποτάξει τους δύο «κακούς δαίμονες» των πολιτικών μας πραγμάτων: το πολιτικό κατεστημένο και τον ξένο παράγοντα.
Φέτος, εορτάζοντες σιωπηρώς ελάχιστοι Έλληνες τα 180 χρόνια από το μαρτυρικό θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, αισθανόμαστε την ανάγκη να εξάρουμε τη σημασία της επετείου και να επισημάνουμε την έλλειψη τυπικών έστω εκδηλώσεων από τον πολιτικό κόσμο, πεπεισμένοι ότι, εάν εμείς σιωπήσουμε, θα φωνάξουν και οι πέτρες.
Η επιλογή και ανάληψη της διακυβέρνησης του άρτι απελευθερωθέντος έθνους μας από τον Ι. Καποδίστρια, ανθρώπου πλήρους πίστεως στο Θεό, αυτοθυσίας και αγάπης στους συμπατριώτες του, ήταν όντως η αρίστη. Ο Καποδίστριας, κατά θεαματικό τρόπο με το παράδειγμά του, πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και σώζεται ακόμη στην Αίγινα το στασίδι του, με θεσμικά μέτρα καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα και προέταξε την ορθοδοξία, και με τη διοικητική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανόρθωση του λαού, κατόρθωσε σε τρία χρόνια το θαύμα.
Είναι εύγλωττη, προκλητική όσο και διδακτική η λιτότητα και η απλότητα του τρόπου ζωής που είχε επιλέξει ο Καποδίστριας στην Αίγινα για τον εαυτό του και όχι για το λαό. Και θα πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του ήταν να αρνηθεί τη χρηματική αποζημίωση που του είχε χορηγήσει η πολιτεία ως μισθό για το αξίωμα που κατείχε.
Συμπερασματικά ο Καποδίστριας, σπάνιο φαινόμενο στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία ως πολιτικός, φάνηκε αποφασισμένος να καθυποτάξει τους δύο «κακούς δαίμονες» των πολιτικών μας πραγμάτων: το πολιτικό κατεστημένο και τον ξένο παράγοντα.