Έλεγαν παλιότερα στα χωριά της Ορεινής Πατρίδας ότι οπουδήποτε αλλού εκτός από τον τυραννισμένο τόπο τους, η ζωή οπωσδήποτε θα ήταν καλύτερη. Το έλεγαν οι μεγαλύτεροι και η ελπίδα ελάφραινε την πλάτη όλων. Το άκουγαν οι νεότεροι και σχεδίαζαν ταξίδια στον ακριβό κάμπο πρώτα, στις μακρινές πολιτείες και τις άγνωστες θάλασσες κατόπιν.
Με αυτήν την ιδέα μεγάλωσαν τόσα και τόσα παιδιά στα χωριά – και για τους περισσότερους έφτασε κάποτε η στιγμή να ζήσουν αυτό το όνειρο.
Όπου και να πήγαν, ασφαλώς δεν έζησαν όπως στον τόπο τους· βρήκαν δουλειές, πρόκοψαν, καθένας έγραψε την προσωπική του ιστορία μακριά από τη γενέτειρα. Περνώντας όμως τα χρόνια έπαψαν να μιλούν για τόπους επαγγελίας…Στα καλοκαιρινά ανταμώματα, γίνονται κάποιες αποτιμήσεις, περισσότερο για να περνά η ώρα κάτω από τον πλάτανο, παρά για να αναζητηθούν η ουσία και τα αποτελέσματα αυτής της άδηλης προσφυγιάς που διαρκώς ωθεί στην επιστροφή. Όσοι έμειναν, τους ακούνε, αναζητούν και αυτοί τις αιτίες που δεν πραγματοποίησαν τα όνειρα της νιότης τους, παρά έμειναν να φυλάνε τον πατρογονικό τόπο και κουβαλούν ένα παράπονο, καθώς γι’ αυτούς έκλεισαν όλες οι στράτες.
Δεν μιλούν – καθένας ζυγίζει το βουνό που κουβαλά όλον τον χρόνο στην πλάτη του…
ΣΗΜ. Στη φωτογραφία ο Χρήστος Χήτας (Πέννιας) το χειμώνα του 2006 κουβαλάει μια μπάλα ζωοτροφών στο μαντρί του και το ύψος του χιονιού είναι εξήντα πόντοι…
[ΟΡΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ, σελ. 381]