Όταν μου ζητήθηκε από τον καλό φίλο και από τα ψηλά βουνά κι αυτόν ορμώμενο, συμπατριώτη, Κώστα Μπουμπουρή να μιλήσω για το νέο του βιβλίο, «Το Κουντρί - Αφιέρωμα στην αιώνια μάνα», βρέθηκα σε ένα μεγάλο δίλημμα. Έχοντας από τη μια πλευρά διαβάσει και μιλήσει ακόμη πριν από λίγα χρόνια για ένα προηγούμενο βιβλίο του και φυσικά παρακολουθήσει τη λογοτεχνική πορεία και το ερευνητικό έργο του και από την άλλη, έχοντας ασχοληθεί και μελετήσει κατά το παρελθόν το έργο του Κώστα Μπαλάφα το οποίο αποτέλεσε και για μένα στοιχείο έμπνευσης και δημοσιογραφικής παιδείας, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα: για ποιον από τους δυο δημιουργούς να μιλήσω;
Ειλικρινά, έπρεπε να κάνω μια επιλογή και για να μην αδικήσω ούτε τον ένα,ούτε τον άλλο, παραμέρισα στο δικό μου «Κουντρί» για αγναντέψω τον τόπο που μας ορίζει την ψυχή και ανοίγει το μυαλό. Όχι για να δω, όπως η Αρχόντω, η μάννα του Κώστα Μπαλάφα ή η Ρανιώ, η μάνα του Κώστα Μπουμπουρή και κάθε άλλη μάνα, αν έρχεται κανένας δικός της μέσα από τις ομίχλες και το σύθαμπο του ορίζοντα και τη σιωπή των μονοπατιών, αλλά για να ψάξω με το μάτι μου την πατρίδα και να δω αν στέρφεψε από μανάδες και Κωνσταντήδες.
Και το λέω τούτο με κάθε σιγουριά, γιατί τόσα χρόνια,παράλληλα σχεδόν με τον Μπαλάφα και τον Μπουμπουρή και πολλούς άλλους κινούμαι κι εγώ, καταγράφοντας με τον φακό μου και τον δικό μου τρόπο, κάποιες σκηνές από την Ελλάδα των ημερών μας και των ανθρώπων της που είτε δημιουργούν γεγονότα ή καθώς επηρρεάζονται από αυτά . Μια Ελλάδα που αρχέτυπό της για μένα είναι οι φωτογραφίες που μας άφησε ο Μπαλάφας και ο Μπουμπουρής τη διασώζει με τα κείμενά του. Μια Ελλάδα που πάντα πορεύονταν κάτω από την αγαθή αλλά συνάμα και δυνατή σκιά της μάνας - της μάνας που όσα κι αν γι’ αυτή γραφτούν και σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, πάλι λίγα θα είναι.
Δεν θα μιλήσουμε όμως για άλλες μακρινές πατρίδες, θα σταθούμε στα δικά μας, εντός των συνόρων που ορίζουν τον μικρό πονεμένο τόπο μας και τον κάνουν μοναδικό γιατί είναι και θα συνεχίσει να είναι ο αγαπημένος της ιστορίας γιατί σε αυτόν, ποτέ δεν έχει γι’ αυτή σχόλη και πάντα έχει να καταγράψει κάτι ενδιαφέρον που συμβαίνει. Δείτε στο σώμα της παγκόσμιας ιστορίας τις σελίδες που έγραψαν οι Έλληνες και θα καταλάβετε γιατί λέω κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα εν πάσει περιπτώσει, τα αξιοσημείωτα γεγονότα πυκνά διαδέχονται το ένα το άλλο και στην κάθε σελίδα, πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της, έρχεται μια άλλη καινούργια για να προστεθεί πάνω της και τούτο γίνεται συνέχεια και θα γίνεται νομίζω ώσπου να πάψει να βγαίνει ο ήλιος και θα σταματήσουν να γεννιούνται άνθρωποι.
Την ιστορία την γράφουν οι άνθρωποι και οι άνθρωποι δεν πέφτουν από τον ουρανό, ούτε φυτρώνουν όπως τα κλαριά στο λόγγο. Από το σώμα μιας μάνας βγαίνουν και από τη στοργική αγκαλιά της βλέπουν για πρώτη φορά τον κόσμο κι από την ανάσα της παίρνουν δυνάμεις να πετάξουν μακριά και βαθιά επιθυμία όλων είναι στην αγκαλιά της να σβήσουν μια μέρα. Δεν γίνονται όμως αυτά τα πράγματα κι έτσι, χωρίς πολλά λόγια ο μεγαλύτερος σταθμός στη ζωή κάθε ανθρώπου μετά τη γέννησή του και πριν το θάνατό του, είναι η απώλεια της μάνας.
Έτσι έγινε και στον Μπαλάφα, ο οποίος όπως και ο Κώστας Μπουμπουρής, μια γενιά παλιότερα αυτός και πρίν ο πόλεμος αλλάξει με τραγικό τρόπο την Ελλάδα και στα πρώτα ήρεμα μεταπολεμικά χρόνια ο δεύτερος που χτίζονταν μια άλλη ζωή, έφυγαν από την αγκαλιά της μάνας ή καλύτερα την αποχαιρέτησαν κι έφυγαν μακριά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Η ευχή που τους έδωσαν, τους συνόδεψε σε όλη τη ζωή και τα αποτελέσματα όπως έδειξε η πορεία και των δυο, οι μανάδες τους ψήλωσαν από καμάρι.
Ο Μπαλάφας δεν ευτύχησε να χορτάσει τη μάνα του, γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του και ασφαλώς επηρέασε βαθιά το έργο του, ένα έργο που χαρακτηρίζεται από τον βαθύ ανθρωπιστικό χαρακτήρα του. Πιστεύω δε πως αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης θα έφυγε από αυτόν τον κόσμο με τον καημό γιατί δεν πρόλαβε να έχει μια φωτογραφία της μάνας του, πράγμα που προσπάθησε να καλύψει ή να αναπληρώσει στην πικραμένη ψυχή του φωτογραφίζοντας τις μάνες όλου του κόσμου κάτι το οποίο έκαναν και πολλοί άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες σε κάθε μήκος και πλάτος της γης. Δεν ξέρω, εγώ δεν έχω μιλήσει μαζί του όπως ο Κώστας που έγραψε τη βιογραφία του και μπορεί να μας πεί γι’ αυτό δυο λόγια.
Η μάνα λοιπόν υπήρξε το αγαπημένο θέμα και κάλλιστα μας το επιτρέπει η προσέγγιση του έργου του να πούμε αυτό αθροίζοντας τα άπειρα κλικ που στόχευσαν στο πρόσωπό της, στο σώμα της, στην κίνησή τους και το τοπίο που βρίσκονται. Λέω το τοπίο γιατί ο Μπαλάφας, σχεδόν ποτέ δεν φωτογράφισε τη μάνα έξω από ένα συγκριμένο τοπίο και αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο στοιχείο στο έργο του και το κάνει πιο πολύτιμο ακόμη καθώς αυτό το τοπίο, ελληνικό σε κάθε περίπτωση, είναι που ορίζει το ύφος της μάνας.
Και τι τοπίο είναι αυτό; Μη μακρηγορήσουμε και επαναλάβουμε τα γνωστά, σε μας τους ωριμότερους τουλάχιστον, για την εικόνα της ελληνικής επαρχίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου και κατόπιν στην τραγική δεκαετία του ’40 και τις πιο κοντινές σε όλους μεταπολεμικές δεκαετίες της ελπίδας, της ακμής και της παρακμής που βιώνουμε στις μέρες μας. Τοπίο ελληνικό, όπως πάντα γόνιμο και προκλητικό συνάμα για την ιστορία που όπως προαναφέρθηκε, αρέσκεται να το περιδιαβαίνει και να το προκαλεί και μέσα σε αυτό το τοπίο ο Μπαλάφας τοποθετούσε τις ηρωίδες του, τις πρωταγωνίστριες της ιστορίας. Ακόμη και τα πορτρέτα, ο μεγάλος φωτογράφος καταφέρνει και προβάλλει αυτό το τοπίο, με τη διαφορά όμως ότι αυτή τη φορά πρόκειται για τοπία ψυχής και καρδιάς που περιγράφουν τα μάτια, τα χείλη, οι ρυτίδες, τα σημάδια του προσώπου, τα μαλλιά.
Αυτό το τοπίο ενέπνευσε τον φωτογράφο και το οποίο δεν άλλαξε καθόλου ως σήμερα, καθώς δεν έχει ούτε στο ελάχιστο μειωθεί η δυναμική του. Χωρίς να προκαλώ νομίζω, μπορώ να πω πως στις μέρες μας που οι συνθήκες της ζωής άρχισαν να μοιάζουν με τα μεταπολεμικά χρόνια της Ελλάδας και σε ορισμένα σημεία του ακόμη και με τα χρόνια του Μεσοπολέμου και κατά συνέπεια αποτελεί πεδίο έμπνευσης για κάθε δημιουργό φωτογράφο του μεγέθους του Μπαλάφα αλλά και των άλλων που έργα τους περιέχονται στο βιβλίο του Κώστα, όπως ο Σπύρος Μελετζής, Τάκη Τλούπα, Βούλας Παπαϊωάννου, Δημήτρη Λέτσιου, Δημήτρη Χαρισιάδη καθώς και ορισμένων νέων, όπως του καλού φίλου Τάκη Ντάσιου και να μην το κρύψω και δυο δικές μου. Δεν ξέρω πως θα αντιμετώπιζαν όλοι αυτοί οι μεγάλοι φωτογράφοι το θέμα, τη σύγχρονη μάνα να κυριολεκτούμε και να περιοριστούμε στο θέμα του βιβλίου του Κώστα, αλλά πιστεύω πως με την βαθιά ανθρωπιστική ματιά τους, θα κατάφερναν να δημιουργήσουν μεγάλα, κλασικά φωτογραφικά έργα τα οποία θα εμπνέουν και θα διδάσκουν τις επόμενες γενιές.
Είναι ανεξάντλητο το θέμα της μάνας στην φωτογραφία και επί του προκειμένου, πως την είδε ο Κώστας Μπαλάφας και πιστεύω πως πολλές φορές στο μέλλον θα κληθούμε να μιλήσουμε πάλι γι’ αυτό. Αλλά ας απομακρυνθούμε λίγο από τη σκευή του φωτογράφου και ας σταθούμε δίπλα στον άνθρωπο που δεν φωτογραφίζει τη μάνα και το τοπίο της, αλλά την περιγράφει με το μολύβι στο χαρτί και το έργο του μετριέται με λέξεις και σελίδες.
Ο Κώστας Μπουμπουρής που η πορεία του με τη διαφορά τριάντα χρόνων είναι ίδια με αυτή του Κώστα Μπαλάφα, καταφέρνει και γράφει με αδρύ αλλά συνάμα και τρυφερό λόγο κείμενα για τη μάνα. Τη δική του μάνα, τη Ρανιώ πέθανε δέκα μέρες μόλις μετά τον Κώστα Μπαλάφα αλλά και για πολλές άλλες μανάδες, απ’ όλους τους συνοικισμούς του Μαράθου και όλων των χωριών στα Άγραφα και στον ορεινή πατρίδα. Έτσι καταφέρνει και μας διασώζει σκηνές από ένα κόσμο που κατοικεί πλέον στη μνήμη εμάς των τρανότερων και αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και γιατί όχι, και παράδειγμα.
Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, ο Κώστας μαζί με τις φωτογραφίες του Μπαλάφα και των άλλων μεγάλων φωτογράφων καταφέρνει και κάνει μια διαχρονική αλλά ιδιαίτερα χαρακτηριστική παράθεση, κειμένων, στίχων και τραγουδιών για τη μάνα από έργα μεγάλων λογοτεχνών, ποιητών και δημοτικών τραγουδιών, χρήσιμων για την ανάγνωση των φωτογραφιών.
Με αυτά τα μικρά κείμενα ο Κώστας προσεγγίζει τη μάνα της μεταπολεμικής περιόδου, αυτή που ήταν κορίτσι και ως κορίτσι βίωσε τον πόλεμο και τα δεινά του αλλά μετά, σαν έγινε γυναίκα και μάνα, κλήθηκε αμέσως, να πολεμήσει σε έναν άλλο αγώνα, αυτόν της συνέχειας της γενιάς της και της ανοικοδόμησης της ρημαγμένης πατρίδας και το κατάφερε, όπως το κατάφεραν και η δική της μάνα δίπλα στον στρατιώτη και τον αγωνιστή.
Από αυτή την πλευρά, ο Κώστας Μπουμπουρής φτάνει στο ύψος τον Μπαλάφα και συνδιαλέγεται μαζί του, όχι όπως ο μεγάλος φωτογράφος με φωτογραφίες αλλά με κείμενα που χάρη στη ντοπιολαλιά που ικανοποιητικά χειρίζεται, δίνουν «λόγο» και διατηρούν στην επικαιρότητα και τις φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα. Για το αποτέλεσμα, είμαι σίγουρος πως θα καμαρώνει από εκεί πάνω που βρίσκεται και θα είναι ευχαριστημένος που η επιθυμία του, να κάνει δηλαδή αυτό το έργο ο Μπουμπουρής, έγινε πράξη…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Χρήστος Κίτσιος