Το 1995, στη Βούλπη και πιο συγκεκριμένα στην τοποθεσία "Νιχάλια" κατασκευάστηκε ένα σύγχρονο για την εποχή εκείνη εργοστάσιο για την παραγωγή δασικής βιομάζας, δυναμικότητας 1200 kg/h. Η μονάδα αυτή, δυστυχώς δεν λειτούργησε συστηματικά ποτέ ή αν θέλετε λειτούργησε δοκιμαστικά βγάζοντας σκόνη κάρβουνα, βιοέλαιο και βιοαέριο.
Από τότε και παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν για την επαναλειτουργία του, το εργοστάσιο παρέμεινε ανενεργό λόγω ελλείψεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό του, με τραγική συνέπεια να κινδυνεύει να καταστραφεί ολοσχερώς. Τα μηχανήματα στο έλεος της φθοράς και της σκουριάς χωρίς κανείς να νοιάζεται για τα χρήματα που έχουν πεταχτεί για την κατασκευή και λειτουργία αυτού του εργοστασίου.
Το ανενεργό πλέον εργοστάσιο της Βούλπης, κατασκευάστηκε με βάσει τις μελέτες από το Εργαστήριο Τεχνολογίας Χημικών Εγκαταστάσεων του ΑΠΘ, για την παραγωγή βιομάζας από την πυρόλυση δασικών παραπροϊόντων κυρίως του συστήματος των αείφυλλων πλατύφυλλων, ρείκι, κουμαριά, φυλίκι, αριά.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ξεκίνησε η κατασκευή αυτής της εργοστασιακής μονάδας πυρόλησης στην περιοχή της Βούλπης, σε Δημόσια δασική έκταση εμβαδού 9,780 στρεμμάτων, που παραχωρήθηκε από το Δασαρχείο Καρπενησίου με την υπ' αριθμ. 1183/25-7-90, Απόφαση του τότε Νομάρχη Ευρυτανίας. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι μετά την εφαρμογή του ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, κύριοι μέτοχοι του εργοστασίου αυτού ήταν ο Δήμος Απεραντίων, ο Δασικός Συνεταιρισμός Βούλπης και η Ένωση Δασικών Συνεταιρισμών Ευρυτανίας ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ Α.Ε.
Το εργοστάσιο ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές στοχεύοντας να γίνει μια βιώσιμη επιχείρηση, που θα έδινε θέσεις εργασίας αλλά και μια τεράστια ανάσα στην τοπική οικονομία. Τα πρώτα δείγματα γραφής ήταν απολύτως θετικά και για ένα συγκεκριμένο διάστημα η εν λόγω βιομηχανία λειτούργησε δοκιμαστικά βγάζοντας σκόνη κάρβουνα, βιοέλαιο και βιοαέριο. Ωστόσο όμως υπήρχε έλλειψη μηχανολογικού εξοπλισμού για την περεταίρω αναβάθμιση της παραγωγικότητας του και επ΄ αυτού δημιουργήθηκε θέμα και αναζητήθηκαν λύσεις για την συνέχεια της λειτουργίας του.
Για το θέμα που προέκυψε, ο Βουλπιώτης Βουλευτής Ευρυτανίας Βασίλης Τσίπρας στις 29-6-2001, κατάθεσε στον αρμόδιο Υπουργό Γεωργίας σχετική ερώτηση, ζητώντας να πληροφορηθεί επισήμως από την κυβέρνηση τι θα γίνει με το εργοστάσιο και αν αυτό έχει παρόν και μέλλον. Εκ μέρους του Υπουργού, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, απάντησε στις 25-7-2001, ο Υφυπουργός Γεωργίας Φ. Χατζημιχάλης, ενημερώνοντας τον Ευρυτάνα Βουλευτή ότι «το εργοστάσιο στη Βούλπη, πέρα από κάποιο χρονικό διάστημα που λειτούργησε δοκιμαστικά, στην συνέχεια σταμάτησε, λόγω ελλείψεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό του». Ωστόσο ο Υφυπουργός, αφήνοντας να εννοηθεί ότι στη σημαντική αυτή μονάδα πυρόλησης δεν θα μπει λουκέτο, πριν καν αυτή λειτουργήσει, γνωστοποιούσε στον κ. Τσίπρα ότι «γίνονται προσπάθειες απ΄ τους μετόχους (Δήμος Απεραντίων - Δασικός Συνεταιρισμός Βούλπης - Ένωση Δασικών Συνεταιρισμών Ευρυτανίας ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ Α.Ε.) να καλυφθούν οι ελλείψεις ώστε το εργοστάσιο να λειτουργήσει κανονικά».
Δυστυχώς από τότε δεν υπήρξε συνέχεια σε μια μικρή αλλά πολύ σημαντική για την τοπική μας οικονομία εργοστασιακή μονάδα που θα μπορούσε να δώσει άλλες προοπτικές ανάπτυξης στην Δυτική Ευρυτανία. Δυστυχώς κανένας από τους μετόχους δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες, να επαναλειτουργήσει στην ουσία το εργοστάσιο αυτό, που θα μπορούσε υπό κατάλληλες προϋποθέσεις να μετατραπεί σε ένα πραγματικό αναπτυξιακό πυλώνα για μια ολόκληρη περιοχή. Δυστυχώς ΚΑΝΕΝΑΣ, από τους πολιτικούς του τόπου μας αλλά και τους Αυτοδιοικητικούς, δεν φρόντισε επί της ουσίας ούτε για την επαναλειτουργία του, ούτε φυσικά και για την τύχη αυτής της Μονάδας, που έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος της φθοράς και του χρόνου. Μηχανήματα πολλών χιλιάδων ευρώ, έχουν κυριολεκτικά σκουριάσει και κανείς δεν ενδιαφέρεται να περισώσει ότι απέμεινε από αυτό το συγκρότημα, που κατασκευάστηκε από χρήματα του Ελληνικού λαού, από τις τσέπες των Ευρυτάνων. Θεωρούμε ότι θα μπορούσαν οι μέτοχοι να εντάξουν το εργοστάσιο αυτό σε κάποιο πρόγραμμα τουλάχιστον συντήρησης και γιατί όχι σε ένα προγραμματισμένο στρατηγικό σχεδιασμό για την ομαλή επαναλειτουργία του, σε μια εποχή μάλιστα που η ζήτηση των παραπροϊόντων από την επεξεργασία του δασικού μας πλούτου, είναι πολύ μεγάλη καθότι το πετρέλαιο είναι πλέον απαγορευτικό για όλους. Ελπίζουμε για το μείζον αυτό θέμα να υπάρξει ξεχωριστό ενδιαφέρον από κάθε αρμόδιο και να βρεθεί η καλύτερη λύση.
Λίγα λόγια για την μονάδα πυρόλυσης δασικής βιομάζας
στη Βούλπη Ευρυτανίας, δυναμικότητας 1200 kg/h.
Η βιομάζα εδώ και αρκετά χρόνια αποτελεί μια από τις ελπιδοφόρες εναλλακτικές λύσεις για την υποκατάσταση ποσοστού των συμβατικών καυσίμων η οποία θα συμβάλλει στη μείωση των αερίων ρύπων σε επιθυμητά επίπεδα (Συνθήκη Kyoto). Ως βιομάζα θεωρούνται τα παραπροϊόντα της επεξεργασίας δασικού πλούτου, γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ενεργειακών καλλιεργειών, βιομηχανιών επεξεργασίας τροφίμων, κτηνοτροφικών μονάδων κτλ. Η βιομάζα είναι διαθέσιμη σε μεγάλες ποσότητες, αλλά το ενεργειακό περιεχόμενό της είναι σχετικά χαμηλό σε σχέση με αυτό των ορυκτών καυσίμων. Η θερμοχημική μετατροπή της βιομάζας μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή βιοαέριου, βιοντίζελ και στερεού υπολείμματος.
Το ΕΤΧΕ (Εργαστήριο Τεχνολογίας Χημικών Εγκαταστάσεων) του ΑΠΘ δραστηριοποιήθηκε από το 1979, στον τομέα αυτόν και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της πυρόλυσης /αεριοποίησης βιομάζας. Η ομάδα του ΕΤΧΕ, το 1993 ανέλαβε την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη της μονάδας πυρόλυσης δασικής βιομάζας στη Βούλπη Ευρυτανίας, δυναμικότητας 1200 kg/h.
Στο εργαστήριο ETXE μελετήθηκε η πυρόλυση δασικών παραπροϊόντων κυρίως του συστήματος των αείφυλλων πλατύφυλλων (ρείκι, κουμαριά, φυλίκι, αριά), που είναι άφθονα στην Ελλάδα και στην συγκεκριμένη περιοχή και αποκτήθηκε εμπειρία από παροχή τεχνικής υποστήριξης για την ανάπτυξη μιας επιδεικτικής μονάδας πυρόλυσης δασικής βιομάζας στην Ευρυτανία. Ακολούθησαν εργαστηριακές μελέτες πυρόλυσης γεωργικών παραπροϊόντων, όπως κλαδεμάτων ελιάς και πυρηνόξυλου και απορριμμάτων εκκοκκιστηρίων βάμβακος. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έγινε συλλογή δεδομένων που αφορούν την απόδοση σε προϊόντα της πυρόλυσης, διαφόρων ειδών βιομάζας, σε σχέση με την θερμοκρασία πυρόλυσης (στην περιοχή 250-600οC). Στα δεδομένα αυτά έγινε προσαρμογή, κατά προσέγγιση και αποφασίστηκε όπως το πλήρες φάσμα των προϊόντων της πυρόλυσης να είναι το ΡΕΙΚΙ (ERICA ARBOREA), το ΦΥΛΙΚΙ (PHILLYREA MEDIA), η ΚΟΥΜΑΡΙΑ (ARBUTUS UNEDO), η ΑΡΙΑ (QUERCUS ILEX), ο ΚΟΡΜΟΣ ΕΛΙΑΣ και το ΠΥΡΗΝΟΞΥΛΟ.