Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Η φυλή των Λέμε-Λέμε

Γράφει
ο Γιώργος
Σταυράκης



Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη συνομοταξία ανθρώπων που τους συναντάμε σχεδόν παντού. Η πατρίδα μας εκτός από το μοναδικό κλίμα και τον κλασικό πολιτισμό της, διαθέτει ακόμη και μια άλλη μοναδικότητα. «Τις αυθεντίες γνώσεων». Αυτούς που ονομάζουμε ξερόλες.
Στα ίδια άτομα θα βρείτε το δικαστή, τον οικονομολόγο, το στρατηγό, τον πολιτικό, τον παιδαγωγό. –Συνήθως τους συναντάμε στα Καφενεία και πολλούς άλλους χώρους όπου μηρυκάζουν τα κακώς κείμενα επιδεικνύοντας κιόλας άφθονο (ψευδο)ιδεαλισμό. Με εκπληκτική φοβαροφάνεια και ύφος επιμένουν στη δική τους άποψη ιδεοληπτικά,  χωρίς να δέχονται εύκολα και την άλλη άποψη. Σε κάθε περίπτωση βγάζουν τον εαυτό τους απ’ έξω για την κοινωνική φαυλότητα την οποία υποτίθεται στηλιτεύουν. Τη φυλή των Λέμε-Λέμε την βοηθάει ιδιαίτερα πολύ το μεγάλο περίσσευμα δημοκρατίας και η ελεύθερη διακίνηση «πολτοποιημένων» ιδεών από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δελτία ειδήσεων με πλεόνασμα σχολίων επί σχολίων που φτάνουν σε διάρκεια τη μία ώρα, είναι ένα παράδειγμα.  
 
Οι λεγόμενες αυθεντίες αυτού του τύπου δεν διστάζουν να εκφράσουν την «έγκυρη» γνώμη τους ακόμη απέναντι σε ειδικούς.
Έτσι λοιπόν από τα παράθυρα της TV, το ραδιόφωνο και τον τύπο βλέπουμε τραγουδοποιούς να μιλούν για την κακή παγκοσμιοποίηση και τα μεγάλα λάθη των πολιτικών εντός και εκτός συνόρων.
Βλέπουμε συνδικαλιστές να επιλύουν λεκτικά το συνταξιοδοτικό πρόβλημα και να ψέγουν την όποια Κυβέρνηση που δεν προχωρεί στη λύση του. Επί τριάντα χρόνια με ένα συνεχές λέγε λέγε παρακολουθούμε ατέρμονες συνομιλίες από ειδικούς, και μη, για την κακή παιδεία και το άσυλο. Η παιδεία όμως ακόμη δεν ενηλικιώθηκε. Στις συζητήσεις αποφεύγουμε τον ορθολογισμό και την αναζήτηση της τεκμηριωμένης άποψης. Προτιμούμε τις ατάκες και την επίδειξη πολυγνωσίας για να κερδίσουμε ένα συμπαθές ακροατήριο. Αυτού του τύπου ο ερασιτεχνισμός διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό, αυτό που λέμε «κοινή γνώμη». Κοινωνιολογικά όμως, η κοινή γνώμη θεωρείται σαθρή με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
 Μέσα στη σύγχυση, ένας χυλός ειδήσεων γίνεται αβασάνιστα αποδεκτός με συνέπεια να αποπροσανατολίζει μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.
Η Ελλάδα μοιάζει με απέραντη Βουλή όπου ο καθένας εκφράζει τη δική του «έγκυρη» άποψη, δηλώνει ό,τι επάγγελμα θέλει, και προτείνει πως πρέπει να λειτουργήσει το κόμμα της προτίμησής του ξοδεύοντας έτσι χιλιάδες εργατοώρες. Πολλές δεκάδες τηλεοπτικοί σταθμοί, και εκατοντάδες ραδιοφωνικοί ανά την επικράτεια ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε ένα ατελείωτο πολιτικό, αθλητικό, και κοινωνικό λέμε-λέμε.
Η έμφυτη τάση του Έλληνα για προβολή και αναγνωρισιμότητα σε χώρους έξω από τις δικές του γνώσεις, τη δική του ειδικότητα θα παρέμενε ίσως, μια γραφικότητα αντικείμενο μελέτης (case study) από κοινωνιολόγους, αν περιοριζόταν στην ικανοποίηση της δικής τους ματαιοδοξίας και τόνωσης του «εγώ». Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά όταν η κοινωνία μας συχνά αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τη γνώμη των ειδικών δείχνοντας μια αποδοχή και ευπιστία στο λαϊκισμό που όχι μόνο είναι ανεξήγητη, αλλά, σε κρίσιμα ζητήματα μπορεί να  έχει σοβαρές συνέπειες για το σύνολο της κοινωνίας. Στη συνομοταξία των λέμε-λέμε μπορεί να συνταχθεί και η «βιομηχανία» της διαφήμισης και του μάρκετινγκ.
Αυτοί για να πετύχουν τους στόχους τους δε λένε πολλά.
Με ατάκες και ευφυολογήματα, που όχι σπάνια, προσβάλλουν τη νοημοσύνη του πολίτη κατακλύζουν τα Μ.Μ.Ε. προκειμένου να προωθήσουν προϊόντα τα οποία συχνά είναι αμφίβολης αξίας και χρησιμότητας. Η συχνή επανάληψη της ατάκας ωστόσο, κάνει τη δουλειά της. Εμπεδώνονται στρεβλά κοινωνικά πρότυπα μόδες, τάσεις, και νοοτροπίες.