Mπορεί η λίμνη για πολλούς και διάφορους λόγους, να μην έχει μπει ακόμη σε κάποιο πρόγραμμα τουριστικής και όχι μόνο αξιοποίησης, εξακολουθεί ωστόσο να εκπλήσσει με το σπουδαίο πλούτο σπάνιων ποικιλιών ψαριών, που ζουν στα νερά της. Προ ετών, όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες του Ε.Π. στην λίμνη, στα δίχτυα ψαράδων, πιάστηκε ένα σπάνιο είδος ψαριού, το λαγόψαρο, ενώ κατά καιρούς έχουν πιαστεί περίεργες βίδρες, τεράστια χέλια αλλά και σπάνια «γαλανίδια», κυρίως στα ρέματα.
Προ ημερών κάτοικοι της περιοχής του Κρυονερίου, Τσούκας, αντίκρισαν με δέος ίσως το μεγαλύτερο ψάρι που βρέθηκε μέχρι τώρα στην λίμνης Κρεμαστών. Πρόκειται για ένα τεράστιο Γουλιανό μήκους, 2 περίπου μέτρων, ο οποίος ζυγίζει πάνω από 100 κιλά(ΦΩΤΟ ΔΙΠΛΑ).
Σύμφωνα με παλιότερες μελέτες, η λίμνη είναι από τις καλύτερες σε ιχθυοπληθυσμό στην Ελλάδα. Τα τελευταία όμως χρόνια, υφίσταται αλόγιστη και ανεξέλεγκτη μόλυνση από διάφορες αιτίες (όπως λύματα κλπ), αλλά και από τις συνεχείς αυξομειώσεις στη στάθμη της λόγω της δραστηριότητας των υδροηλεκτρικών εργοστασίων, γεγονός που δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στα ψάρια που ζουν στον βυθό της. Στη λίμνη που τροφοδοτείται με τα νερά των ποταμών Αχελώου, Μέγδοβα, Αγραφιώτη και Τρικεριώτη, έχουν καταγραφεί πολλά είδη ψαριών με σημαντικότερα την πέστροφα, το γουλιανό, το γριβάδι, το κυπρίνο, το χέλι και την πεταλούδα, που είναι ίσως από τα χειρότερα ψάρια του ιχθυοπληθυσμού της. Παλιότερα στην λίμνη, έχουν πιαστεί από ντόποιους ψαράδες, πέστροφες μέχρι και 45 κιλά, όπως και μεγάλα «στρωσίδια» μέχρι 10 κιλά. Τέτοιο όμως «θεριό» δεν ξαναβρέθηκε στην λίμνη και μάλιστα Γουλιανός.
Γουλιανός
Επιστημονική ονομασία:
Silurus glanis
Το γένος Silurus (κοινώς Γουλιανός), απαντάται στους ποταμούς και τις λίμνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με το πλέον κοινό είδος, το Silurus glanis. Αφθονεί στις λεκάνες των ποταμών Δούναβη, Ντόν και Βόλγα, καθώς και στους παραποτάμους τους. Στην Ελλάδα αυτό το είδος το συναντάμε στις λίμνες και τα ποτάμια της Μακεδονίας, της Θράκης, και της Θεσσαλίας (ΠΆΝΩ ΦΩΤΟ). Είναι το είδος που υπάρχει στον Υγροβιότοπο Άγρα-Βρυττών -Νησιού.
Ο γουλιανός είναι ένα χαρακτηριστικά δύσμορφο και απωθητικό στην εμφάνιση ψάρι με κεφάλι μεγάλο και πλατύ, με στόμα ελαφρά σχισμένο, ανοιχτό προς τα επάνω.
Έχει γύρω από το στόμα έξη σάρκινα προεκτάματα (μουστάκια), δυο μεγάλα στην πάνω σιαγόνα που φθάνουν περίπου το 1/4 του μήκους του σώματος και τέσσερα μικρά στην κάτω σιαγόνα. Στο στόμα ο γουλιανός έχει μικρά πολυάριθμα δόντια.
Στα πτερύγιά του παρατηρούμε ένα αγκάθι σαν βελόνα κοντά στο πολύ μικρό ραχιαίο πτερύγιο και από ένα άλλο στα πλευρικά πτερύγια. Το εδρικό πτερύγιο είναι πολύ μακρύ με στρογγυλά άκρα όπως και το πτερύγιο της ουράς. Η βάση του εδρικού φθάνει μέχρι το ουραίο πτερύγιο.
Το σώμα του γουλιανού είναι σχεδόν κυλινδρικό και ογκώδες. Η ράχη έχει χρώμα σκούρο λαδί ή καφετί με περισσότερες ή λιγότερες κηλίδες, πιο ανοιχτές ή κρεμ στην κοιλιά, με κίτρινα στίγματα στα πλευρά.
Ανάλογα με την θερμοκρασία των νερών και την διατροφή, ο γουλιανός μέσα σε τέσσερα καλοκαίρια ξεπερνάει συνήθως το μισό μέτρο και τα πέντε κιλά βάρος. Στην λίμνη Βεγορίτιδα έχουν αναφερθεί γουλιανοί πάνω από τρία μέτρα και βάρος που ξεπερνούσε τα 300 κιλά. Το αρσενικό είναι πάντα λίγο μεγαλύτερο από της ίδιας ηλικίας θηλυκό.
Στην Ελλάδα εκτός από το είδος Sίlurus glanis το κοινό είδος γουλιανού, υπάρχει και το ενδημικό είδος Silurus aristotelis (κοινώς γλανίδι).
Μελετήθηκε συστηματικά για πρώτη φορά το 1856 από τον Ελβετό φυσιοδίφη J. L. R. Agassiz ο οποίος χρησιμοποίησε στην επιστημονική ονομασία του είδους, το όνομα του μεγάλου φιλοσόφου της αρχαιότητας Αριστοτέλη που το είχε περιγράψει πρώτος στα συγγράμματά του.
Απαντάται αποκλειστικά στον Αχελώο και στους παραποτάμους του. Ξεχωρίζει εύκολα από το κοινό είδος διότι έχει δύο μόνον ζεύγη «μουστάκια», ένα μεγάλο και ένα μικρό (δηλ. συνολικά 4 ενώ ο κοινός έχει 6 - τρία ζεύγη).
Ο γουλιανός είναι ιδιαίτερα αρπακτικό ψάρι. Καταβροχθίζει κάθε είδος υδρόβιου ζώου, μικρά και μεγάλα ψάρια, καραβίδες του γλυκού νερού, βατράχια, καθώς επίσης αρουραίους και ποντίκια. Κατά την διάρκεια της ημέρας καταφεύγει σε κρυψώνες και με τον ερχομό της νύχτας αρχίζει την αναζήτηση τροφής παραμένοντας δραστήριος σε όλη την διάρκειά της.
Ο γουλιανός εμφανίζεται πολύ αρπακτικός και με μεγάλη όρεξη, μετά την περίοδο αναπαραγωγής και σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού.
Με την έναρξη της ψυχρής περιόδου σταματάει την αναζήτηση τροφής και μεταπίπτει σε ένα είδος χειμέριας νάρκης, παραμένοντας σε βαθιά, καλά προφυλαγμένα σημεία, τα μεν νεαρά άτομα ομαδικά, ενώ τα μεγαλύτερα μεμονωμένα.
Ο γουλιανός αναπαράγεται την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου και σε κάθε περίπτωση όχι κάτω από τους 18° C θερμοκρασίας των νερών, γεγονός που σημαίνει ότι σε λίμνες βορειοτέρων περιοχών, η περίοδος αναπαραγωγής μπορεί να μετατοπισθεί προς τον Ιούλιο ακόμη και Αύγουστο.
Ο αριθμός των αυγών που αποθέτει ένα θηλυκό άτομο έχει υπολογισθεί ότι φθάνει τα 30.000 ανά κιλό σωματικού βάρους. Τα ανοιχτού κιτρίνου χρώματος αυγά, τοποθετούνται σε ένα είδος «φωλιάς».
Η επώαση διαρκεί 3-10 ημέρες, αναλόγως της θερμοκρασίας των νερών και στο διάστημα αυτό το αρσενικό αναλαμβάνει την φύλαξη των αυγών. Μετά την εκκόλαψη, τα μήκους 6-8 χιλιοστών λεκιθοφόρα ιχθύδια, κατά τις πρώτες ημέρες στερεώνονται με τα συλληπτικά τους όργανα και παραμένουν ακίνητα στο χείλος της «φωλιάς».
Μετά την απορρόφηση του λεκιθικού σάκκου, τα ατελή ιχθύδια αρχίζουν την αναζήτηση ζωοπλαγκτού για την διατροφή τους. Μετά από 3-4 εβδομάδες, τα νεαρά ιχθύδια φθάνουν τα 3-4 εκατοστά μήκος, ενώ στο τέλος του πρώτου καλοκαφιού τα 20 εκατοστά περίπου και βάρος 250 – 300 γραμμάρια.
Ο γουλιανός είναι ψάρι με μέτριες έως ελάχιστες απαιτήσεις σε οξυγόνο και αυτός είναι ο λόγος που προτιμάει λίμνες και ποτάμια με μαλακό, αμμώδη ή λασπώδη, πυθμένα.
Είναι πολύ μακρόβιο ψάρι και φθάνει τα 60 χρόνια αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι εφ' όσον υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να ξεπεράσει άνετα αυτή την ηλικία.
Πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε μία ιδιότητα του γουλιανού: Στο πλάσμα του αίματός του υπάρχει μια εξαιρετικά δηλητηριώδης ουσία, η οποία μπορεί να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα, εάν εισαχθεί στην κυκλοφορία του αίματος ενός ανθρώπου δηλ. παρεντερικά. Κάτι τέτοιο είναι εύκολο να συμβεί σε περίπτωση ύπαρξης ανοιχτών τραυμάτων στα χέρια ή σε άλλο σημείο του σώματος, κατά τον χειρισμό του ψαριού.
Η ουσία αυτή καταστρέφεται με τον βρασμό ή το ψήσιμο και είναι τελείως ακίνδυνη κατά την πέψη.
Τα αυγά του γουλιανού χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός είδους χαβιαριού, ενώ η νηκτική του κύστη για την παρασκευή εξαιρετικής ποιότητας ιχθυόκολλας.
Στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι περιζήτητο ψάρι για το γευστικό κρέας του το οποίο μαγειρεύεται με διάφορες συνταγές.