Πως, πότε και γιατί χτίστηκε το μοναστήρι της Παναγίας (Γενέσιον) στην κρυφή τοποθεσία πάνω από το ρου του Μέγδοβα και αντίκρυ στις ψηλές κορφές των Αγράφων, κανένας ακριβώς δεν γνωρίζει. Κάποια στοιχεία μας μαρτυρούν πως τούτο έγινε στα χρόνια του 16ου αιώνα αλλά δεν γνωρίζουμε ποιοι άνθρωποι το έχτισαν και ποια κοινωνία συγκροτούσαν.
Γράφει ο Ηλίας Προβόπουλος
Στα χρόνια που ακολούθησαν πληθαίνουν ασφαλώς τα στοιχεία για το ρόλο του κατά τις πολεμικές και ειρηνικές εποχές αλλά και πάλι δεν είναι αρκετά καθώς από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα το μοναστήρι ορφανεύει από μοναχούς και οι εκτάσεις που κατείχε στη γύρω περιοχή απαλλοτριώνονται και μοιράζονται στους ντόπιους ξωμάχους. Αυτή η εποχή αχνοφαίνεται ακόμη στη μνήμη λίγων ντόπιων οι οποίοι μιλάνε και για ένα μοναχό, το Συμεών (στη δεκαετία του 1920 – 1930) ενώ προσφάτως εκδηλώνεται κάποιο ενδιαφέρον από ορισμένους μοναχούς για την επανίδρυσή του.
Πέρα απ’ όλα αυτά τα οποία ασφαλώς αφορούν την τοπική ιστορία και πολλούς μάλιστα ενδιαφέρουν, το στοιχείο εκείνο που κράτησε ζωντανή τη μνήμη του Μοναστηριού είναι το πανηγύρι της Παναγίας που γίνεται από την παραμονή της 8ης Σεπτεμβρίου και κρατάει ως αργά το απόγευμα της εορταστικής ημέρας, την ώρα που πέφτει η νύχτα.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του πανηγυριού είναι ότι είναι το τελευταίο του καλοκαιριού και αφορά τους κατοίκους μιας μεγάλης περιοχής, της κοιλάδας του μέσου ρου του ποταμού Μέγδοβα όπου βρίσκονται τα χωριά, Νεράϊδα, Καροπλέσι, Γιαννουσεϊκα, Μολόχα, Κλειτσός, Δάφνη και άλλα καθώς και τα Σαραντάπορα με όλους τους οικισμούς τους και οι κάτοικοι των οποίων εύρισκαν σε αυτό την ευκαιρία να ανταμώσουν, να γιορτάσουν, να επικοινωνήσουν και φυσικά να κανονίσουν τις δουλειές τους ενόψει του χειμώνα.
Σε αυτό το αντάμωμα φυσικά και συμμετείχαν και κάτοικοι από πιο απομακρυσμένες περιοχές, ειδικά των χωριών που βρίσκονται στα ριζά των Αγράφων και παρουσία τους εκεί είχε να κάνει με την πίστη αλλά και για την διεκπεραίωση πολλών υποχρεώσεων που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους με τους κατοίκους της προαναφερόμενης περιοχής η οποία μέχρι κάποιες δεκαετίες πριν αναφέρονταν ως Δήμος Δολόπων και ανήκε στην Ευρυτανία. Ιδιαίτερο δε ρόλο έπαιζε στο αντάμωμα αυτό και διευκόλυνε τους επισκέπτες η μεγάλη στράτα που διέσχιζε την περιοχή και ανέκαθεν ένωνε την Αιτωλία με την Καρδίτσα και περνούσε υποχρεωτικά από το Μέγα Γεφύρι, το οποίο δεν υπάρχει πια εξαιτίας μιας λάθος ενέργειας του ενικού στρατού κατά την περίοδο του εμφυλίου.
Το πανηγύρι αυτό, όσο θυμούνται και οι παλαιότεροι της περιοχής δεν σταμάτησε ποτέ να γίνεται εκτός από ένα – δυο από τα χρόνια του Εμφυλίου που σφοδρά ταλαιπώρησε όλα τα χωριά των Αγράφων. Στα παλαιότερα χρόνια ξεκινούσε από το απόγευμα της παραμονής όπου το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν το γλέντι και το ψήσιμο των ζωντανών που κατά κάποιο τρόπο ήταν και παραμένει ένα μέσο συναγωνισμού μεταξύ των κτηνοτρόφων για το ποιος θα ψήσει το μεγαλύτερο και βεβαίως και καλύτερα γιατί η κριτική επιτροπή η οποία απαρτίζεται από τους ντόπιους είναι αυστηρή και τις συνέπειες μιας κακής φήμης κανένας δεν ήθελε να τις φορτωθεί μέχρι το επόμενο πανηγύρι που θα μπορούσε να αποδείξει το αντίθετο.
Στα αιγοπρόβατα εξάλλου στηρίζονταν πάντα η οικονομία της περιοχής και λιγότερο στη γεωργία. Σε αυτό βοηθούσε πολύ και η χλωρίδα που αποτελείτε από δρυς κυρίως και πουρνάρια και άλλους θάμνους ειδικά στην θεόρατη και δύσκολη πλαγιά απέναντι από το χωριό Νεράϊδα που καλείται Φλίτσιος και ήταν φυσικά ο παράδεισος των κατσικιών.
Αυτά ήταν το καμάρι των ντόπιων και η χλιμάρα τους. Χλιμάρα έλεγαν και λένε την κατάσταση εκείνη μιας πολυμελούς οικογένειας ή ενός νοικοκυριού το οποίο ζει πάντα με το άγχος της ανεπάρκειας ή οποία δεν θεραπεύεται με τίποτα. Όση δουλειά και να τράβαγαν οι άνθρωποι, υπήρχε ένα όριο που δεν τους άφηνε να δούμε άσπρη μέρα και βέβαια να χορτάσουν από μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί) αφού το σταρένιο ήταν τόσο λίγο και οι νοικοκυρές το έβγαζαν στην άκρη για να κάνουν τα πρόσφορα της εκκλησίας.
Έτσι πορεύτηκαν οι κάτοικοι της περιοχής και σαν άλλαξαν τα πράγματα, εδώ και τριάντα πάνω κάτω χρόνια οι περισσότεροι πήραν τα μάτια τους και έφυγαν, άλλοι για τον κάμπο και άλλοι μακρύτερα, στην Αθήνα και στις ξένες χώρες μετανάστες.
Η νοσταλγία όμως για την μικρή τους πατρίδα ποτέ δεν έσβησε και κάθε καλοκαίρι επιστρέφουν στα χωριά τους, πολλοί φτιάχνουν ακόμα κήπους, φροντίζουν κάπως τα παρατημένα καρποφόρα δέντρα και αρκετοί μένουν μέχρι αργά το φθινόπωρο να μαζέψουν τα καρύδια και τα κάστανα από τα περιβόλια τους.
Οι περισσότεροι όμως μένουν στα χωριά μέχρι της Παναγίας (στις 8 Σεπτεμβρίου) για να ζήσουν με τους συγχωριανούς που κατοικούν μόνιμα στα χωριά, για άλλη μια φορά το πανηγύρι που ξεκίνησαν, άγνωστο πότε οι πρόγονοί τους και τους το άφησαν με την υποχρέωση να το συνεχίσουν μέχρι ν’ αλλάξει για πάντα ο κόσμος – αν έρθει ποτέ αυτή η ώρα…
Φέτος μάλιστα που το πανηγύρι έπεφτε μεσοβδόμαδα και πολλοί από τον κάμπο και τις πόλεις δεν μπόρεσαν να πάνε, ούτε πάλι εξαιτίας των αλλαγών που επέφερε ο «Καλλικράτης» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και έπαψε το φαινόμενο να σπαταλούν οι τοπικοί επίσημοι πολύτιμο χρόνο σε χαιρετισμούς και ρηχή προπαγάνδα, το πανηγύρι ήρθε επιτέλους στα ίσια του και έμοιαζε πολύ με εκείνα που γίνονταν πριν από πολλά χρόνια.
Τούτο φάνηκε ιδιαίτερα στα πρόσωπα των ανθρώπων που χάραζε κάπως πιο βαθιά η εποχή της λιτότητας που ζούμε και της αβεβαιότητας που επικρατεί. Κάποιες φιγούρες επίσης, τόσο από κάποιους γέροντες αλλά και πολλές ηλικιωμένες γυναίκες που δεν άλλαξαν θαρρείς καθόλου στο πέρασμα των χρόνου τόνιζαν ακόμη περισσότερο το χρώμα μιας εποχής που ενώ πιστεύαμε πως πέρασε ανεπιστρεπτί, να’ την πάλι μπροστά μας.
Στο κλίμα αυτό κινήθηκε η ορχήστρα που έπαιξε παλιά αλλά και καινούργια τραγούδια και χόρεψαν με τη σεμνότητα που υπαγορεύει πλέον η ελαφριά τσέπη, οι μερακλήδες και παρέες που ήθελαν μέχρι αργά το απόγευμα.
Εκείνο όμως που πάλι έδειξε πως ο παραδοσιακός χαρακτήρας του πανηγυριού παραμένει ακόμα ζωντανός ήταν οι ψησταριές που έστησαν οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι κάτω από τα πλατάνια. Παλιότερα ξεκινούσαν να ψήνουν τα σφάγια από το βράδυ της παραμονής σε μακριές ξύλινες σούβλες. Πήγαιναν εκεί αποβραδίς, άναβαν φωτιές με ξύλα βελανιδιάς, έριχναν κανένα κρεατάκι στα κάρβουνα και με τσίπουρο, ούζο και κρασί άρχιζαν το γλέντι με τα «όργανα» που έπαιζαν οι συγχωριανοί τους μέχρι την ώρα που άρχιζε το πρωί ο παπάς τη λειτουργία. Τότε σταματούσαν και έβγαζαν τα ψητά από τις σούβλες να τα λιανίσουν και να τα πουλήσουν και μετά άρχιζαν πάλι το γλέντι ως το απόγευμα.
Ήταν άλλες βέβαια οι αντοχές των ανθρώπων και άλλες οι συνήθειές τους στη διασκέδαση και το γλέντι. Ο μπάρμπα Γιάννης Καραμέτος (1924) μας αφηγήθηκε πως στα νιάτα του το διήμερο του πανηγυριού, το πέρναγε χορεύοντας. Το ίδιο έκαναν και οι περισσότεροι χωριανοί αφού σε αυτό τον τόπο όλοι είχαν το χορό μέσα τους και σε τούτο τους βοηθούσε το γεγονός πως ο ίδιος τόπος έβγαζε και καλούς μουσικούς, σαν τους Τσιτσιμπαίους, τον Γιώργο Λυρίτση και βγάζει ακόμα, όπως τον Γιώργο Σούφλα από το Καροπλέσι και άλλους.
Από εκείνην την εποχή έμεινε η νοσταλγία για τα παλιά χρόνια και φυσικά οι ψησταριές που δίνουν το ξεχωριστό χρώμα στο πανηγύρι και αποτελούν για τους κτηνοτρόφους μια ευκαιρία να βγάλουν μερικά χρήματα από τα ζωντανά τους χωρίς να παρεμβάλλεται ο έμπορος ή ο χασάπης. Και τούτο βέβαια κάνουν με εξαιρετική συνέπεια και προσοχή γιατί όπως προαναφέρθηκε οι κριτές στο ψήσιμο αλλά και αυτοί που θα καταναλώσουν είναι οι συγχωριανοί τους και πρέπει να προσέχουν πολύ.
Από την παλιά εποχή ως τα σήμερα σαφώς και έχουν γίνει κάποιες σημαντικές αλλαγές, όπως οι σούβλες που από ξύλινες έγιναν σιδερένιες ή ότι το ηλεκτρικό μοτεράκι απάλλαξε τον μάρτυρα που ψήνονταν επί ώρες πάνω από τη θράκα αλλά η ουσία της ψησταριάς παραμένει η ίδια και το σημαντικότερο, η φροντίδα και το ψήσιμο του σφαχτού, πράγματα για τα οποία ξεχώριζαν και ακόμα ξεχωρίζουν όλοι οι κτηνοτρόφοι στο Μέγδοβα.