Πάμε για το γουρούνι στο χωριό. Θα έρθεις;», μου είπε την περασμένη εβδομάδα ο καλός φίλος Παναγιώτης Κουτρούμπας από την Καστανιά του Προυσού Ευρυτανίας. Είπα αμέσως ναι, χωρίς να ρωτήσω γιατί γουρούνι πρόκειται, άγριο του δάσους ή ήμερου του σπιτιού…
Ασφαλώς και επρόκειτο για ένα ήμερο γουρούνι που είχε θρέψει τους τελευταίους μήνες η μητέρα του Παναγιώτη, η κυρά Πηνελόπη, στον ειδικά διαμορφωμένο γι’ αυτό χώρο δίπλα στο καλύβι και στα μαντριά με τη λαμαρίνα όπου διατηρεί ακόμη ένα μικρό κοπάδι με κατσίκια στην Τσούκα, ένα ύψωμα δίπλα στο δρόμο που οδηγεί παράλληλα με τον Κρικελοπόταμο προς τα χωριά Πρόδρομος, Ρωσκά, Δομνίστα. Εκεί παλαιότερα όταν ζούσε ακόμη ο άντρας της Θανάσης,
ξεχειμώνιαζαν ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι που το καλοκαίρι το ανέβαζαν στις Γούρνες, ψηλότερα από το χωριό στις πλαγιές του βουνού Τριανταφυλλιά.
Ακόμη, πρέπει να πούμε πως στην νατολική πλαγιά που κορυφή της είναι η Τσούκα, υπήρχαν κάποτε θαλερά αμπέλια που ήταν μαζί με την κτηνοτροφία η κατ’ εξοχήν απασχόληση όχι μόνο των Κουτρουμπαίων, αλλά των περισσότερων συγχωριανών και έβγαζαν ένα εξαιρετικό κόκκινο κρασί το οποίο έφτανε μέσα σε ασκιά ως τη Λαμία και το Αγρίνιο και μακρύτερα ακόμη. Αυτά τα αμπέλια σήμερα θυμίζουν μόνο κάτι ξερά κούτσουρα από τα κλήματα και τούτο οφείλεται όχι φυσικά στην απαξιώση του αμπελιού, αλλά της αδυναμίας όσων απόμειναν μετά το μεγάλο κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης στο χωριό να τα φροντίσουν και βγάλουν πάλι κρασί όπως έκαναν οι πρόγονοί τους.
Η κυρά Πηνελόπη, εκτός από την εγκατάλειψη των αμπελιών, ασφαλώς και δήλωσε αδυναμία και για τη διατήρηση μεγάλου κοπαδιού - το σημερινό αριθμεί πέντε καλομαθημένες κατσίκες - αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε στο να σταματήσει να τρέφει ένα γουρούνι, όπως έκαναν πάντα στο σπίτι της τα περασμένα χρόνια. Τότε βέβαια οι συνήθειες των ανθρώπων ήταν κάπως διαφορετικές απ’ ότι σήμερα και οι συνήθειες άλλες.
Το «γουρούνι της χρονιάς» όπως επικρατούσε να το λένε, ήταν ένα οικόσιτο ζώο που πάνω του η οικογένεια, ανάλογα βέβαια με το μέγεθός του, στήριζε τη διατροφή της για αρκετό καιρό τον χειμώνα και σφάζονταν με ιεροτελεστικό τρόπο τις ημέρες των Χριστουγέννων και το γεγονός ήταν μια γιορτή που εκτός από την οικογένεια συμμετείχαν οι γείτονες και πολλοί συγχωριανοί. Σημειώνουμε, πως από το εκείνο το γουρούνι, δεν πετιόταν τίποτα και αξιοποιούνταν κάθε μέρος του σώματός του και του δέρματός του ακόμη κάθε πόντος.
Η επεξεργασία του κρεάτος εκείνου του γουρουνιού, πολλές φορές κρατούσε δυο και τρεις μέρες και οι νοικοκυρές στην Ευρυτανία έφτιαχναν λουκάνικα με πράσο, μπουμπάρια, πηχτή, τσιγαρίδες και λίπος για τη μαγειρική τους. Κάθε ένα από αυτά τα προϊόντα είχε διαφορετική επεξεργασία και ο τρόπος συντήρησής του βασιζόταν στον καπνό ή της διατήρησής του σε δοχεία μέσα στο ίδιο το επεξεργασμένο λίπος του γουρουνιού.
Σε γενικές γραμμές, όλα τα παράγωγα του οικόσιτου γουρουνιού που σφάζονταν τα Χριστούγεννα, δεν αποτελούσαν την κύρια διατροφή της οικογένειας, αλλά ήταν νοστιμιές που έσπαζαν τη μονότονη γεύση των οσπρίων και της φτωχής κατά κανόνα διατροφής του κόσμου εκείνη την εποχή, μεζέδες που έβγαιναν στο τραπέζι όταν το σπίτι είχε επισκέψεις και σε τίποτα γιορτές και χαρές του χειμώνα που σε αυτά τα μέρη ήταν πολύ άχαρος.
Η διατροφή αυτού του γουρουνιού, στηρίζονταν στα κατάλοιπα της αγροτικής παραγωγής, στα υπόλοιπα του τραπεζιού και της επεξεργασίας του γάλακτος, στους καρπούς του δάσους (κάστανα και βελανίδια) και σπανίως το τάϊζαν λίγο καλαμπόκι για να αυξήσει το λίπος που αποτελούσε και το κύριο υλικό στη μαγειρική γιατί το λάδι για αυτά τα μέρη που μιλάμε ήταν απλησίαστο για τα νοικοκυριά εκείνη την εποχή. Το μέγεθος δε του γουρουνιού, αποτελούσε και ένα στοιχείο ανταγωνισμού ανάμεσα στα νοικοκυριά και στοιχείο εκτίμησης για την οικονομική τους επιφάνεια και τη νοικοκυροσύνη.
Αυτά κατά τους περασμένους χρόνους, τότε που τα χωριά ήταν γεμάτα από ενεργό κόσμο και τα χωράφια όλα καλλιεργημένα και υπήρχαν προϊόντα που περίσσευαν ή δεν ήταν κατάλληλα για την κατανάλωσή τους από τους ανθρώπους. Σήμερα και επί του προκειμένου, η κυρά Πηνελόπη, μεγάλωσε το γουρούνι ως τα 70 κιλά με τροφές (πίτουρα και καλαμπόκι) που προμηθεύονταν από την αγορά και τούτο ερμηνεύεται πως κάθε κιλό κρέατος, της στοίχησε λίγο παραπάνω αλλά δεν την απασχόλησε γιατί με αυτό τον τρόπο, διατήρησε την παράδοση και με αφορμή το σφάξιμο, συγκέντρωσε τα περισσότερα παιδιά της στο χωριό και για να γιορταστεί το γεγονός, στρώθηκε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι το Σαββατοκύριακο 22-23 Σεπτέμβρη απ’ όπου δεν έλειψαν και τα όργανα και τα τραγούδια που συνόδεψαν τον εξαιρετικό μουσικό Φώντα Τζοχατζή που μας τίμησε με τις πενιές του
Φυσικά η ιεροτελεστία που ακολουθούσαν άλλες εποχές για το σφάξιμο ενός γουρουνιού δεν τηρήθηκε για τεχνικούς λόγους. Πρώτα - πρώτα σφάχτηκε τρείς μήνες σχεδόν πριν από τα Χριστούγεννα και τούτο για να μη βάλει πολύ λίπος είπε η κυρά Πηνελόπη γιατί της ήταν κρίμα να το πετάξει. Κατά δεύτερον γιατί το γουρούνι την είχε κουράσει καθώς ήταν υποχρεωμένη να κουβαλάει δυο φορές την ημέρα την τροφή του από τα χωριό στην Τσούκα, μια απόσταση που ξεπερνάει το ένα χιλιόμετρο στο πήγαινε και άλλο τόσο στο έλα. Έτσι λοιπόν έκανε το κάλεσμα μέσα στο Σεπτέμβρη και καταφθάσαμε στο χωριό.
Μια και τα πράγματα είχαν έτσι, η παρέα που τυχαίνει να είναι όλοι κυνηγοί, βρήκαν την ευκαιρία να πάνε και κυνήγι, ο καθένας σε αυτό που του άρεσε. Ο Παναγιώτης Κουτρούμπας που εκτελούσε και χρέη οικοδεσπότη και είχε και όλες τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας, βγήκε δυο - τρεις φορές κοντά στο χωριό για πουλιά που του αρέσουν, αλλά δεν τον ήθελε η μέρα. Ο αδερφός του Σπύρος μαζί με τον Γιάννη Τσατσαράγκο, μόνιμο κάτοικο του χωριού και πολύ καλό κυνηγό πήγαν για αγριογούρουνα στον Κρικελοπόταμο αλλά χωρίς σκυλί κι αυτοί δεν έκαναν τίποτα. Τέλος, ο Θανάσης Σούμας με το σκύλο του, τον Ράμπο πήγε στον αυχένα της Τρινταφυλλιάς, λίγο πιο πέρα από τον ορεινό συνοικισμό Γούρνες για λαγό και γύρισε κι αυτός άπρακτος. Έτσι όλα έδειχναν πως η μοίρα μας ήταν να απολαύσουμε ήμερο γουρούνι και να αφήσουμε τα κυνήγι για πιο ευνοϊκές μέρες.
Τη σφαγή, η οποία έγινε στην Τσούκα την ανέλαβε ο Θανάσης που στο παρελθόν είχε δουλέψει για αρκετά χρόνια στα σφαγεία των Φιλιατρών και ξεμπέρδεψε σε πολύ λίγο χρόνο. Μια και είχε γεμίσει αίματα, οι υπόλοιποι του αφήσαμε να συνεχίσει και στο γδάρσιμο, στον τεμαχισμό και το τέλος στο λιάνισμα που για ευκολία έγινε στο μεγάλο κρεατόξυλο που έχει ο Βαστάκης στο κρεοπωλείο του. Εκεί η κυρά Πηνελόπη, μοίρασε το κρέας σε τέσσερα μέρη για να τα πάρουν τα παιδιά μαζί τους σαν φύγουν από το χωριό.
Όσον αφορά όμως το τυπικό της σφαγής, τα πρώτα που μπήκαν αμέσως μετά το σφάξιμο στο τηγάνι ήταν το συκώτι και τα γλυκάδια του γουρουνιού και στο τραπέζι πους στρώθηκε, ευχηθήκαμε στην κυρά Πηνελόπη να είναι καλά να θρέψει και του χρόνου ένα γουρούνι, μεγαλύτερο, να είμαστε κι εμείς μεγαλύτερη παρέα και φυσικά να μας θέλει και το κυνήγι…
Ασφαλώς και επρόκειτο για ένα ήμερο γουρούνι που είχε θρέψει τους τελευταίους μήνες η μητέρα του Παναγιώτη, η κυρά Πηνελόπη, στον ειδικά διαμορφωμένο γι’ αυτό χώρο δίπλα στο καλύβι και στα μαντριά με τη λαμαρίνα όπου διατηρεί ακόμη ένα μικρό κοπάδι με κατσίκια στην Τσούκα, ένα ύψωμα δίπλα στο δρόμο που οδηγεί παράλληλα με τον Κρικελοπόταμο προς τα χωριά Πρόδρομος, Ρωσκά, Δομνίστα. Εκεί παλαιότερα όταν ζούσε ακόμη ο άντρας της Θανάσης,
ξεχειμώνιαζαν ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι που το καλοκαίρι το ανέβαζαν στις Γούρνες, ψηλότερα από το χωριό στις πλαγιές του βουνού Τριανταφυλλιά.
Ακόμη, πρέπει να πούμε πως στην νατολική πλαγιά που κορυφή της είναι η Τσούκα, υπήρχαν κάποτε θαλερά αμπέλια που ήταν μαζί με την κτηνοτροφία η κατ’ εξοχήν απασχόληση όχι μόνο των Κουτρουμπαίων, αλλά των περισσότερων συγχωριανών και έβγαζαν ένα εξαιρετικό κόκκινο κρασί το οποίο έφτανε μέσα σε ασκιά ως τη Λαμία και το Αγρίνιο και μακρύτερα ακόμη. Αυτά τα αμπέλια σήμερα θυμίζουν μόνο κάτι ξερά κούτσουρα από τα κλήματα και τούτο οφείλεται όχι φυσικά στην απαξιώση του αμπελιού, αλλά της αδυναμίας όσων απόμειναν μετά το μεγάλο κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης στο χωριό να τα φροντίσουν και βγάλουν πάλι κρασί όπως έκαναν οι πρόγονοί τους.
Η κυρά Πηνελόπη, εκτός από την εγκατάλειψη των αμπελιών, ασφαλώς και δήλωσε αδυναμία και για τη διατήρηση μεγάλου κοπαδιού - το σημερινό αριθμεί πέντε καλομαθημένες κατσίκες - αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε στο να σταματήσει να τρέφει ένα γουρούνι, όπως έκαναν πάντα στο σπίτι της τα περασμένα χρόνια. Τότε βέβαια οι συνήθειες των ανθρώπων ήταν κάπως διαφορετικές απ’ ότι σήμερα και οι συνήθειες άλλες.
Το «γουρούνι της χρονιάς» όπως επικρατούσε να το λένε, ήταν ένα οικόσιτο ζώο που πάνω του η οικογένεια, ανάλογα βέβαια με το μέγεθός του, στήριζε τη διατροφή της για αρκετό καιρό τον χειμώνα και σφάζονταν με ιεροτελεστικό τρόπο τις ημέρες των Χριστουγέννων και το γεγονός ήταν μια γιορτή που εκτός από την οικογένεια συμμετείχαν οι γείτονες και πολλοί συγχωριανοί. Σημειώνουμε, πως από το εκείνο το γουρούνι, δεν πετιόταν τίποτα και αξιοποιούνταν κάθε μέρος του σώματός του και του δέρματός του ακόμη κάθε πόντος.
Η επεξεργασία του κρεάτος εκείνου του γουρουνιού, πολλές φορές κρατούσε δυο και τρεις μέρες και οι νοικοκυρές στην Ευρυτανία έφτιαχναν λουκάνικα με πράσο, μπουμπάρια, πηχτή, τσιγαρίδες και λίπος για τη μαγειρική τους. Κάθε ένα από αυτά τα προϊόντα είχε διαφορετική επεξεργασία και ο τρόπος συντήρησής του βασιζόταν στον καπνό ή της διατήρησής του σε δοχεία μέσα στο ίδιο το επεξεργασμένο λίπος του γουρουνιού.
Σε γενικές γραμμές, όλα τα παράγωγα του οικόσιτου γουρουνιού που σφάζονταν τα Χριστούγεννα, δεν αποτελούσαν την κύρια διατροφή της οικογένειας, αλλά ήταν νοστιμιές που έσπαζαν τη μονότονη γεύση των οσπρίων και της φτωχής κατά κανόνα διατροφής του κόσμου εκείνη την εποχή, μεζέδες που έβγαιναν στο τραπέζι όταν το σπίτι είχε επισκέψεις και σε τίποτα γιορτές και χαρές του χειμώνα που σε αυτά τα μέρη ήταν πολύ άχαρος.
Η διατροφή αυτού του γουρουνιού, στηρίζονταν στα κατάλοιπα της αγροτικής παραγωγής, στα υπόλοιπα του τραπεζιού και της επεξεργασίας του γάλακτος, στους καρπούς του δάσους (κάστανα και βελανίδια) και σπανίως το τάϊζαν λίγο καλαμπόκι για να αυξήσει το λίπος που αποτελούσε και το κύριο υλικό στη μαγειρική γιατί το λάδι για αυτά τα μέρη που μιλάμε ήταν απλησίαστο για τα νοικοκυριά εκείνη την εποχή. Το μέγεθος δε του γουρουνιού, αποτελούσε και ένα στοιχείο ανταγωνισμού ανάμεσα στα νοικοκυριά και στοιχείο εκτίμησης για την οικονομική τους επιφάνεια και τη νοικοκυροσύνη.
Αυτά κατά τους περασμένους χρόνους, τότε που τα χωριά ήταν γεμάτα από ενεργό κόσμο και τα χωράφια όλα καλλιεργημένα και υπήρχαν προϊόντα που περίσσευαν ή δεν ήταν κατάλληλα για την κατανάλωσή τους από τους ανθρώπους. Σήμερα και επί του προκειμένου, η κυρά Πηνελόπη, μεγάλωσε το γουρούνι ως τα 70 κιλά με τροφές (πίτουρα και καλαμπόκι) που προμηθεύονταν από την αγορά και τούτο ερμηνεύεται πως κάθε κιλό κρέατος, της στοίχησε λίγο παραπάνω αλλά δεν την απασχόλησε γιατί με αυτό τον τρόπο, διατήρησε την παράδοση και με αφορμή το σφάξιμο, συγκέντρωσε τα περισσότερα παιδιά της στο χωριό και για να γιορταστεί το γεγονός, στρώθηκε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι το Σαββατοκύριακο 22-23 Σεπτέμβρη απ’ όπου δεν έλειψαν και τα όργανα και τα τραγούδια που συνόδεψαν τον εξαιρετικό μουσικό Φώντα Τζοχατζή που μας τίμησε με τις πενιές του
Φυσικά η ιεροτελεστία που ακολουθούσαν άλλες εποχές για το σφάξιμο ενός γουρουνιού δεν τηρήθηκε για τεχνικούς λόγους. Πρώτα - πρώτα σφάχτηκε τρείς μήνες σχεδόν πριν από τα Χριστούγεννα και τούτο για να μη βάλει πολύ λίπος είπε η κυρά Πηνελόπη γιατί της ήταν κρίμα να το πετάξει. Κατά δεύτερον γιατί το γουρούνι την είχε κουράσει καθώς ήταν υποχρεωμένη να κουβαλάει δυο φορές την ημέρα την τροφή του από τα χωριό στην Τσούκα, μια απόσταση που ξεπερνάει το ένα χιλιόμετρο στο πήγαινε και άλλο τόσο στο έλα. Έτσι λοιπόν έκανε το κάλεσμα μέσα στο Σεπτέμβρη και καταφθάσαμε στο χωριό.
Μια και τα πράγματα είχαν έτσι, η παρέα που τυχαίνει να είναι όλοι κυνηγοί, βρήκαν την ευκαιρία να πάνε και κυνήγι, ο καθένας σε αυτό που του άρεσε. Ο Παναγιώτης Κουτρούμπας που εκτελούσε και χρέη οικοδεσπότη και είχε και όλες τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας, βγήκε δυο - τρεις φορές κοντά στο χωριό για πουλιά που του αρέσουν, αλλά δεν τον ήθελε η μέρα. Ο αδερφός του Σπύρος μαζί με τον Γιάννη Τσατσαράγκο, μόνιμο κάτοικο του χωριού και πολύ καλό κυνηγό πήγαν για αγριογούρουνα στον Κρικελοπόταμο αλλά χωρίς σκυλί κι αυτοί δεν έκαναν τίποτα. Τέλος, ο Θανάσης Σούμας με το σκύλο του, τον Ράμπο πήγε στον αυχένα της Τρινταφυλλιάς, λίγο πιο πέρα από τον ορεινό συνοικισμό Γούρνες για λαγό και γύρισε κι αυτός άπρακτος. Έτσι όλα έδειχναν πως η μοίρα μας ήταν να απολαύσουμε ήμερο γουρούνι και να αφήσουμε τα κυνήγι για πιο ευνοϊκές μέρες.
Τη σφαγή, η οποία έγινε στην Τσούκα την ανέλαβε ο Θανάσης που στο παρελθόν είχε δουλέψει για αρκετά χρόνια στα σφαγεία των Φιλιατρών και ξεμπέρδεψε σε πολύ λίγο χρόνο. Μια και είχε γεμίσει αίματα, οι υπόλοιποι του αφήσαμε να συνεχίσει και στο γδάρσιμο, στον τεμαχισμό και το τέλος στο λιάνισμα που για ευκολία έγινε στο μεγάλο κρεατόξυλο που έχει ο Βαστάκης στο κρεοπωλείο του. Εκεί η κυρά Πηνελόπη, μοίρασε το κρέας σε τέσσερα μέρη για να τα πάρουν τα παιδιά μαζί τους σαν φύγουν από το χωριό.
Όσον αφορά όμως το τυπικό της σφαγής, τα πρώτα που μπήκαν αμέσως μετά το σφάξιμο στο τηγάνι ήταν το συκώτι και τα γλυκάδια του γουρουνιού και στο τραπέζι πους στρώθηκε, ευχηθήκαμε στην κυρά Πηνελόπη να είναι καλά να θρέψει και του χρόνου ένα γουρούνι, μεγαλύτερο, να είμαστε κι εμείς μεγαλύτερη παρέα και φυσικά να μας θέλει και το κυνήγι…