Πάνε χρόνια τώρα, από τότε που άκουσα τούτη την ιστορία. Σε κάποιο χωριό, λέει, ζούσε ‘ένα ανδρόγυνο αρκετά χρόνια παντρεμένο.
Και όλα πήγαιναν καλά, παρόλες τις διαφωνίες και τους μικροκαυγάδες που είχαν πότε – πότε μεταξύ τους. Είχαν αρκετά χωράφια, ζώα και καλό νοικοκυριό. Δεν τους έλειπε τίποτα απ’ το σπιτικό τους. Η κυρά Μάρθα, η σύζυγος, ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, υπάκουη στο σύζυγο της και δεν έλειπε ποτέ τις Κυριακές απ’ την Εκκλησία.
Ο κυρ Θανάσης, ο άνδρας της, καλός νοικοκύρης, πολύ δουλευταράς, όπως λέγανε οι γείτονες, αλλά δεν τα είχε τόσο καλά με τον τακτικό εκκλησιασμό. Πήγαινε στην εκκλησία τις μεγάλες γιορτές, αλλά στη γιορτή του, την μέρα του Αγίου Αθανασίου, ε σ’ αυτή δεν έλειπε ποτέ. Πάντα πρώτος στην Εκκλησία, γιατί όπως έλεγε, ο Μέγας Αθανάσιος, υπήρξε ο πιο λεβέντης άγιος, το παλικάρι της Εκκλησίας του Χριστού! Γι’ αυτό έπρεπε κι αυτός να τον τιμά με την παρουσία του στην εκκλησία, να προσεύχεται σ’ Αυτόν και να τον ευχαριστεί που έχει το όνομά του.
Όμως, ο κυρ Θανάσης σαν δουλευταράς που ήταν, δεν έχανε μέρα που να μην πηγαίνει με τα ζώα του στα χωράφια και να τα φροντίζει απ’ το πρωί ως το βράδυ. Αυτό γινόταν και τις γιορτές κι όλες τις Κυριακές. Η κυρία Μάρθα κάθε φορά του έλεγε:
-Θανάση μου σήμερα είναι Κυριακή και σήμερα είναι μεγάλη γιορτή, πάμε σε παρακαλώ πρώτα στην Εκκλησία και μετά πας στα χωράφια.
Και η απάντηση του κυρ Θανάση ήταν σχεδόν στερεότυπη:
-Γυναίκα προηγούνται τα χωράφια και τα ζώα.
Κι αυτό «το βιολί» βέβαια συνεχίζονταν όλα τα χρόνια. Κάποια Κυριακή όμως, ήταν αρχές του Μάη, που ο καιρός έχει ξαφνικές αλλαγές με μπουρίνια και καταστροφές, η κυρά Μάρθα του λέει:
-Θανάση μου, σήμερα είναι Κυριακή και ο καιρός δεν είναι τόσο καλός, μην πας στα χωράφια πάμε στην Εκκλησία.
-Άσε με ρε γυναίκα μ’ αυτή την Εκκλησία. Εγώ θα πάρω τα ζώα και θα πάω στα χωράφια.
Η γυναίκα του είδε κι απόειδε και ταπεινά μ’ αγάπη του λέει:
-Θανάση μου κάνε πρώτα το σταυρό σου και πες αν θέλει ο Θεός θα πάω και θα γυρίσω καλά το βράδυ.
-Γυναίκα, θέλει δεν θέλει ο Θεός, εγώ θα πάω στα χωράφια. Έχω δουλειές.
Πράγματι ο κυρ Θανάσης ξεκίνησε κεφάτος με τα ζώα του, έφτασε στα χωράφια του και όλα πήγαιναν καλά μέχρι το μεσημέρι. Όμως, που βρέθηκαν ξαφνικά αυτά τα σύννεφα στον ουρανό, που σε λίγο σκοτείνιασε η μέρα; Πως ξέσπασε ύστερα αυτό το δυνατό μπουρίνι; Λες κι άνοιξαν οι ουρανοί να πνίξουν τη γη! Όλα έγιναν μια λίμνη! Σκεπάστηκαν με τα νερά όλα τα χωράφια. Και το ξεροπόταμο που ήταν στην άκρη των χωραφιών, έγινε κι αυτό καταρράκτης και σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του! Μόλις, και με πολλές προσπάθειες κατόρθωσε ο κυρ Θανάσης να γλυτώσει και να πάρει το δρόμο για το σπίτι. Πάνε και τα ζώα, πάνε και τα σπάρτα, πάνε όλα! Όλα έγιναν μια λίμνη, ένα ποτάμι!
Σαν έφτασε αποκαμωμένος, με την ψυχή στο στόμα στο σπίτι του ο κυρ Θανάσης κτυπάει την πόρτα του μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει:
-Ποιος είναι, ρωτάει από μέσα η γυναίκα του.
-Άνοιξέ μου κυρά μου, είπε αδύναμα. Αν θέλει ο Θεός, εγώ είμαι κι έπεσε εξαντλημένος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα.
Και όλα πήγαιναν καλά, παρόλες τις διαφωνίες και τους μικροκαυγάδες που είχαν πότε – πότε μεταξύ τους. Είχαν αρκετά χωράφια, ζώα και καλό νοικοκυριό. Δεν τους έλειπε τίποτα απ’ το σπιτικό τους. Η κυρά Μάρθα, η σύζυγος, ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, υπάκουη στο σύζυγο της και δεν έλειπε ποτέ τις Κυριακές απ’ την Εκκλησία.
Ο κυρ Θανάσης, ο άνδρας της, καλός νοικοκύρης, πολύ δουλευταράς, όπως λέγανε οι γείτονες, αλλά δεν τα είχε τόσο καλά με τον τακτικό εκκλησιασμό. Πήγαινε στην εκκλησία τις μεγάλες γιορτές, αλλά στη γιορτή του, την μέρα του Αγίου Αθανασίου, ε σ’ αυτή δεν έλειπε ποτέ. Πάντα πρώτος στην Εκκλησία, γιατί όπως έλεγε, ο Μέγας Αθανάσιος, υπήρξε ο πιο λεβέντης άγιος, το παλικάρι της Εκκλησίας του Χριστού! Γι’ αυτό έπρεπε κι αυτός να τον τιμά με την παρουσία του στην εκκλησία, να προσεύχεται σ’ Αυτόν και να τον ευχαριστεί που έχει το όνομά του.
Όμως, ο κυρ Θανάσης σαν δουλευταράς που ήταν, δεν έχανε μέρα που να μην πηγαίνει με τα ζώα του στα χωράφια και να τα φροντίζει απ’ το πρωί ως το βράδυ. Αυτό γινόταν και τις γιορτές κι όλες τις Κυριακές. Η κυρία Μάρθα κάθε φορά του έλεγε:
-Θανάση μου σήμερα είναι Κυριακή και σήμερα είναι μεγάλη γιορτή, πάμε σε παρακαλώ πρώτα στην Εκκλησία και μετά πας στα χωράφια.
Και η απάντηση του κυρ Θανάση ήταν σχεδόν στερεότυπη:
-Γυναίκα προηγούνται τα χωράφια και τα ζώα.
Κι αυτό «το βιολί» βέβαια συνεχίζονταν όλα τα χρόνια. Κάποια Κυριακή όμως, ήταν αρχές του Μάη, που ο καιρός έχει ξαφνικές αλλαγές με μπουρίνια και καταστροφές, η κυρά Μάρθα του λέει:
-Θανάση μου, σήμερα είναι Κυριακή και ο καιρός δεν είναι τόσο καλός, μην πας στα χωράφια πάμε στην Εκκλησία.
-Άσε με ρε γυναίκα μ’ αυτή την Εκκλησία. Εγώ θα πάρω τα ζώα και θα πάω στα χωράφια.
Η γυναίκα του είδε κι απόειδε και ταπεινά μ’ αγάπη του λέει:
-Θανάση μου κάνε πρώτα το σταυρό σου και πες αν θέλει ο Θεός θα πάω και θα γυρίσω καλά το βράδυ.
-Γυναίκα, θέλει δεν θέλει ο Θεός, εγώ θα πάω στα χωράφια. Έχω δουλειές.
Πράγματι ο κυρ Θανάσης ξεκίνησε κεφάτος με τα ζώα του, έφτασε στα χωράφια του και όλα πήγαιναν καλά μέχρι το μεσημέρι. Όμως, που βρέθηκαν ξαφνικά αυτά τα σύννεφα στον ουρανό, που σε λίγο σκοτείνιασε η μέρα; Πως ξέσπασε ύστερα αυτό το δυνατό μπουρίνι; Λες κι άνοιξαν οι ουρανοί να πνίξουν τη γη! Όλα έγιναν μια λίμνη! Σκεπάστηκαν με τα νερά όλα τα χωράφια. Και το ξεροπόταμο που ήταν στην άκρη των χωραφιών, έγινε κι αυτό καταρράκτης και σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του! Μόλις, και με πολλές προσπάθειες κατόρθωσε ο κυρ Θανάσης να γλυτώσει και να πάρει το δρόμο για το σπίτι. Πάνε και τα ζώα, πάνε και τα σπάρτα, πάνε όλα! Όλα έγιναν μια λίμνη, ένα ποτάμι!
Σαν έφτασε αποκαμωμένος, με την ψυχή στο στόμα στο σπίτι του ο κυρ Θανάσης κτυπάει την πόρτα του μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει:
-Ποιος είναι, ρωτάει από μέσα η γυναίκα του.
-Άνοιξέ μου κυρά μου, είπε αδύναμα. Αν θέλει ο Θεός, εγώ είμαι κι έπεσε εξαντλημένος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα.