Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Ταξίδεψε στην αιωνιότητα ο μεγάλος κλαρινίστας Γιάννης Βασιλόπουλος



Ταξίδεψε στην αιωνιότητα την περασμένη Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011, σε ηλικία 73 χρόνων ο σπουδαίος κλαρινίστας Γιάννης Βασιλόπουλος. Γεννημένος στο Αγρίνιο το 1938, ο Βασιλόπουλος ανήκει σε πολύ μεγάλη οικογένεια μουσικών και θεωρείται ένα από τους σημαντικότερους κλαρινίστες του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού την τελευταία πεντηκονταετία. Έχει συμμετάσχει σε χιλιάδες δημόσιες εκτελέσεις και ηχογραφήσεις τραγουδιών, δημοτικών, λαϊκών και έντεχνων, με τους Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Παπασιδέρη, Τάκη Καρναβά, Γιώργο Νταλάρα, Ελένη Βιτάλη, Γλυκερία, κ.ά. Έγραψε πολλά τραγούδια. Συνεργάστηκε με τους γνωστότερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Β. Τσιτσάνης, Γ. Ζαμπέτας, Χ. Χάλαρης και Σ. Ξαρχάκος (είναι σολίστας στο ντοκιμαντέρ με μουσική του Ξαρχάκου «Η Ελλάδα της Μελίνας). Ταξίδεψε και έπαιξε για τους Έλληνες της Διασποράς στην Αυστραλία, την Ευρώπη και την Αμερική.
Εκτός από τις συμμετοχές σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις, κυκλοφόρησαν αρκετοί δίσκοι στις 45 και 33 στροφές με σόλο του Γιάννη Βασιλόπουλου, από την Κολούμπια, τη Μίνως κ.ά., και, πιο πρόσφατα, από το Ντέφι (Χρυσό κλαρίνο: Αυτοσχεδιασμοί ψυχής).
Ο Γιάννης Βασιλόπουλος είναι ο μουσικός που μετέφερε περήφανα και δημιουργικά την ελληνική παράδοση στη νεότερη εποχή με τα πνευμόνια, τα χείλη και τα δάχτυλά του, συμμετέχοντας ταυτόχρονα στη διαμόρφωση της σύγχρονης λαϊκής μουσικής. Ο Βασιλόπουλος τίμησε τη μεγάλη οικογένεια των τσιγγάνων, αλλά η συνεισφορά του στον τόπο δεν είχε όρια: ήταν για την πατρίδα και για τους Έλληνες σ’ όλο τον κόσμο.
Ως ελάχιστο αφιέρωμα στην μνήμη του, σας παραθέτουμε ένα σπάνιο απόσπασμα από μια από τις λιγοστές του συνεντεύξεις.
«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο το 1939. Ο πατέρας μου και η μάνα Αγρινιώτες. Ο παππούλης μου Γιάννης Βασιλόπουλος από την Κωνσταντινούπολη, ήρθε στην Φιλιππιάδα.
Η γιαγιά μου από το Μεσολόγγι. Τσιγγάνα. Είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Υπηρέτησα φαντάρος στην Τρίπολη. Τα καλύτερα κλαρίνα που άκουγα τότες, ήταν: Ο Χαράλαμπος Μαργέλης, ο Κώστας Φουσκομπούκας ο πατέρας του Αριστείδη Μόσχου, ο Βασίλης Τουρκοβασίλης από την Πρέβεζα, ο Βάγιος Μαλλιάρας και ο Γουρνόπουλος από τη Βουργιά Μεσολογγίου. Οι θείοι μου, Κώστας και Γρηγόρης έπαιζαν κλαρίνο. Ο Χριστόφορος σαντούρι, ο Μήτσος τραγουδούσε μαζί με τον πατέρα μου Γιώργο Βασιλόπουλο, από τα καλύτερα κλαρίνα, με έβγαλαν στην πιάτσα.
Εμάς ποτέ δε μας είπαν «Γύφτους». Επίσημα ντυμένοι έρχονταν και μας έπαιρναν με τα άλογα για τους γάμους και τα πανηγύρια. Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Πρέβεζα, Πάτρα σέβονταν τα όργανα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν προσωπικότητες. Στην Αθήνα ήρθα 18 χρονών. Πρώτο μαγαζί του Δημήτρη Μασούρα στην Ομόνοια «Ο Ευρώτας» μετά με τον Δημήτρη Ζάχο στην Πλατεία Βάθης στην «Ζούγκλα». Αργότερα έπαιξα με τον Κώστα Ρούκουνα στην Ηπείρου, τη Σοφία Κολλητήρη, την Τασία Βέρα, τον Γιώργο Παπασιδέρη, Γιώργο Μεϊντανά και πολλούς άλλους. Μ’ άκουσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και μ’ έβαλε στο δίσκο στην Κολούμπια. Το μεροκάματο 30-60 δραχμές στις αρχές του ’60. Τώρα είμαι πρώτο όνομα και είναι ανάλογο. Είμαι αυτοδίδακτος και όταν εκτελώ το όργανο δίνω την ψυχή μου. Όπως αγαπώ το παιδί μου πιο καλά αγαπώ το όργανο. Ακου να σου πω, εγώ παίζω το ΛΑ κλαρίνο είναι πιο σωστό από το ΝΤΟ δεν το αγριεύει το όργανο, το ΛΑ είναι γλυκό. Το κλαρίνο πο ‘χω το πήρα 100 δραχμές από το σακούλι ενός Βλάχου. Είναι πάνω από 100 χρονών όργανο. Ο άνθρωπος δεν ήξερε τι μου ‘δώσε. Το παν στο κλαρίνο είναι το φύσημα και οι ανάσες.
Το φύσημα πρέπει να ‘ναι ταιριασμένο με τα δάχτυλα, διαφορετικά «αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του». Η ανάσα από τη μύτη μόνη της. Μόνο εγώ να το καταλαβαίνω. Άμα το νιώσει ο ακροατής, πάει χάλασε το κομμάτι. Κάποτε με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης και με πήρε και με πήγε ο Γιάννης ο Πέτσας (κιθάρα). Όταν πήγα στο Στούντιο, ήτανε 30 με 40 μουσικοί και ο Μίκης Θεοδωράκης μου ‘δώσε την παρτιτούρα και λέω του Γιάννη: «Τι μου δίνει εδώ; Μου ‘δώσε μια παρτιτούρα». «Μαέστρο, δε διαβάζει τις νότες», του είπε ο Γιάννης και ο Μίκης ήθελε να με διώξει και όπως κάθησε στο πιάνο του λέω: «Δάσκαλε παίξε και θα το παίξω». Τα ‘χασέ ο Μίκης και γυρίζει και λέει: «Πώς είναι δυνατόν να κρατάει τόσες φωνές στο μυαλό του!» «Ώσπου να πάμε στη Θεσσαλονίκη» μου λέει, «θα σε μάθω μουσική». Εν τω μεταξύ τον πιάσανε – Χούντα ήτανε και δεν είχα την τύχη να προλάβω να διαβάσω μαζί του.
Από μικρός μ’ άρεζε η Βυζαντινή μουσική, παίρνω το όργανο, συγκεντρώνομαι και κατεβάζω αυτά που θέλω και πατάω στους δρόμους της Βυζαντινής μουσικής Ραστ Σαμπάχ Ουσάκ Νέβα Γιαβέντι. Μπορώ να παίζω τα πιο δύσκολα κοντσέρτα, αρκεί να τ’ ακούσω μια φορά. Έχω παίξει κλαρίνο στο δίσκο του Σταύρου Ξαρχάκου «Η Ελλάδα της Μελίνας». Τι άλλο θέλεις! Έχω 3 κορίτσια και 2 αγόρια παντρεμένα και μ’ εγγόνια. Τη γυναίκα μου την έχασα. Μ’ αρέσει το ωραίο ντύσιμο, το βρήκαμε από τη γενιά του πατέρα μας. Είναι παράδοση. Ο άνθρωπος δεν ζει για να γεμίζει την κοιλιά του αλλά για να μοσχοβολάει»…
Καλό ταξίδι κυρ – Γιάννη. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου.