Στη Νεράιδα Δολόπων (Σπινάσα παλαιότερα και έδαφος της Ευρυτανίας πριν ενσωματωθεί στον νομό Καρδίτσας), η υλοτομία είναι μια απασχόληση των κατοίκων της που η αρχή της χάνεται στο χρόνο καθώς όλος ο τόπος γύρω της είναι ένα απέραντο δάσος, από έλατα κυρίως αλλά και άλλα δασικά δέντρα, όπως βελανιδιές, καστανιές, πλατάνια, σφένδαμους.
Το σημαντικότερο δέντρο για την υλοτομία πάντα ήταν ο έλατος, του οποίου το ξύλο εκτός του ότι κάλυπτε τις οικοδομικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής, μπορούσε να «ταξιδεύσει» μακρύτερα μέσω των ποταμών παλαιότερα και με αυτοκίνητα τα τελευταία χρόνια και να συμπληρώσει το αδύναμο εισόδημα των κατοίκων της περιοχής.
Φυσικά οι εποχές που ο καθένας έκοβε ένα δέντρο και προσπαθούσε με αυτό να καλύψει τις ανάγκες του ή να το προωθήσει μόνος του στο εμπόριο είναι πολύ μακρινές γιατί από πολύ νωρίς, από πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ακόμη, οι Νεραϊδιώτες που αποτελούν ένα χωριό μαζί με το διπλανό, τα Σαραντάπορα, είχαν συμπτύξει Δασικό Συνεταιρισμό αλλά και όσο λειτουργούσε το εργοστάσιο ξυλείας στο Δασαρχείο Φουρνά ήταν όλοι ευχαριστημένοι από το δάσος και τη δουλειά που έκαναν με αυτό.
Το εργοστάσιο έκλεισε πριν από δυο δεκαετίες περίπου από πολιτικές αστοχίες και λάθος επιλογές αναφορικά με τη διαχείριση του δασικού πλούτου και το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για όλη την περιοχή καθώς οι περισσότεροι από τους τεχνικούς και τους απλούς δασεργάτες υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα χωριά τους και να αναζητήσουν αλλού μεροκάματα. Έτσι αν και λιγόστεψαν τα μέλη των Δασικών Συνεταιρισμών, αυτοί δεν έσβησαν τελείως και σε κάποια χωριά όπου έχουν μείνει και ορισμένοι νέοι, λειτουργούν ακόμα ικανοποιητικά και κάθε χρόνο παίρνουν το μερίδιό τους από το δάσος.
Τους υλοτόμους της Νεράιδας γνώρισα πριν από λίγες ημέρες σε μια επίσκεψη στο χωριό και δεν έχασα την ευκαιρία να περάσω μια ημέρα μαζί τους στο δάσος, στη θέση Πλατανόρεμα, όνομα που έχει πάρει η περιοχή από το ομώνυμο ρέμα που τρέχει νερό όλο σχεδόν το καλοκαίρι, πάνω από τον οικισμό Μητσέϊκα με τους ωραίους κήπους της οικογένειας Μακρή και προπαντός εκείνους της αειθαλούς κυρά Ειρήνης Μητσάκη.
Οι άντρες του Συνεταιρισμού ήταν δεκαεπτά και είχαν μοιραστεί σε τρείς ομάδες για λόγους ασφάλειας και βεβαίως καλής προόδου του έργου. Είχαν όλοι τα τσεκούρια τους και βεβαίως καμιά δεκαριά αλυσοπρίονα. Εγώ στην αρχή πήγα με την ομάδα που αποτελούσαν ο Κώστας Θάνος ή Τραγαζίκης, μεγαλύτερος απ’ όλους στα χρόνια και ο πιο έμπειρος, ο γιός του Αντώνης, ο Κώστας Μονάντερος που εμπορεύεται και ξυλεία, ο Ηλίας Σπανός και ο Γιώργος Βούλγαρης.
Στη δεύτερη ομάδα που δούλευε λίγο πιο πάνω από την πρώτη ήταν ο Νεκτάριος Βούλγαρης, ο οποίος είναι και ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, ο Φώτης Θάνος, τα αδέρφια Κώστας και Χρήστος Βούλγαρης, ο Νίκος Βούλγαρης, οι Απόστολος και Νικόλαος Χαλάτσης και ο Χρήστος Λιάπης.
Την τρίτη ομάδα που δούλευε κοντά στο ρέμα σε ένα δύσκολο σημείο ήταν ο Δημήτρης Μακρής με το γιό του Κωνσταντίνο, οι Γιώργος και Νίκος Μητσάκης και ο Κώστας Κόκκινος με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 στο Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού και ο οποίος διατηρεί στο χωριό και πεστροφοτροφείο.
Τους ανέφερα έναν - έναν και ονομαστικά γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι κατά κανόνα μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και πέρα από την υλοτομία ασχολούνται και με άλλες εργασίες, όπως οικοδομές, χωράφια, μελίσσια και συντηρούν μικρά κοπάδια. Αυτοί κρατάνε και ζωντανά τα χωριά και χάρη στην παρουσία τους νιώθουν ασφαλείς και οι γέροντες που είναι και η πλειονότητα των κατοίκων, τόσο στη Νεράιδα όσο και στα Σαραντάπορα. Κι ακόμη, αυτοί είναι που φέτος το χειμώνα που παρά ήταν βαρύς και το χιόνι έφτασε τα δυο μέτρα, κράτησαν ανοιχτό το χωριό φρόντισαν να μη λείψει τίποτα από τους ανήμπορους συγχωριανούς τους όλες τις ημέρες του αποκλεισμού.
Βέβαια, οι σχέση όλων αυτών με το δάσος δεν σταματάει μόνο στην υλοτομία αλλά είναι οι ίδιοι που συνθέτουν μια ισχυρή κυνηγετική ομάδα που κυνηγάει κυρίως αγριογούρουνα που αφθονούν στον τόπο και πουλιά ενώ αρκετοί είναι κι εκείνοι που ψαρεύουν πέστροφες στο Μέγδοβα. Εν ολίγοις, οι άντρες του δασικού συνεταιρισμού Νεράιδας με την παρουσία τους και το έργο τους στο χωριό και την περιοχή φανερώνουν κάπως τη ζωή στα χωριά τα περασμένα χρόνια και αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη για την προστασία του τόπου.
Όσο ήμασταν στο δάσος δεν είχαμε τα περιθώρια να μιλήσουμε για το έργο τους και την μικρή αλλά πολύ σημαντική ιστορία του συνεταιρισμού, ιστορία που χαρακτηρίζει ο κοινός αγώνας μέσα στο δάσος. Αυτό το κάναμε το βράδυ, όταν μετά την ξεκούρασή τους μαζεύτηκαν στην ταβέρνα του Μήτσου Μονάντερου που φημίζεται για τα ψητά και τα κοκορέτσια του και ο οποίος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ασχολείται ακόμη με την ψησταριά και βοηθάει έτσι στο μαγαζί τη νύφη του, Ευανθία που το αναλαμβάνει τα Σαββατοκύριακα που επιστρέφει με τα τρία παιδιά της στο χωριό.
Εκεί στο τραπέζι με τους μεζέδες συγκεντρώθηκαν αρκετοί από τους Νεραιδιώτες και στην κουβέντα συνέβαλαν πολύ με τις αναμνήσεις τους ο Ηλίας Κουσιάνας και ο Κώστας Μονάντερος που μπήκαν στο δάσος από τα παιδικά τους χρόνια, μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και άρχισε πάλι να ζωντανεύει το χωριό και να κλείνει τις πληγές του. Με τα τσεκούρια και τις κόφτρες άρχισαν να ξυλεύουν ένα παρθένο δάσος και τα κουβαλούσαν με τα ζώα μέχρι να αρχίσουν να ανοίγουν οι πρώτοι δρόμοι με μπουλντόζες με συρματόσχοινα. Τότε συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού και φυσικά είχαν στο πλευρό τους το Δασαρχείο Φουρνά καθώς το χωριό ανήκε ακόμη στην Ευρυτανία.
Το πρώτο αλυσοπρίονο θυμάται ο Ηλίας το πήραν το γύρω στο 1970, ένα Dacota ασήκωτο και το χειρίζονταν ο Σπύρος Μπαλτής και ο Βάιος Μπάρμπας. Δεν είχαν ακόμη εξοικειωθεί όλοι με τα μηχανήματα αλλά και για οικονομία στα καύσιμα το αλυσοπρίονο το είχαν μόνο για να ρίχνουν κάτω τα έλατα και τους ρόζους, όσο μεγάλοι και να ήταν τους καθάριζαν με τα τσεκούρια. Τα ξύλα τα έβγαζαν με μουλάρια που είχαν οι ίδιοι οι χωριανοί από το δάσος ενώ στο χώρο της υλοτομίας πήγαιναν μετά γυναίκες και τον καθάριζαν από τα δεύτερα ξύλα και τα κλαδιά. Κυριολεκτικά τον σκούπιζαν και ούτε πως φαίνονταν πως έλειπε ένα δέντρο από το δάσος. Έτσι οι γυναίκες των χωριών έβγαζαν ένα μικρό μεροκάματο, είχαν ασφάλιση στο ΙΚΑ τότε γιατί μισθοδοτούνταν από το Δασαρχείο Φουρνά και παράλληλα εξοικονομούσαν τα ξύλα για τις δουλειές και τη θέρμανση του σπιτιού το χειμώνα.
Εκείνα τα χρόνια λειτουργούσαν ακόμη νεροπρίονα στον Μπεσιώτη ποταμό και ένα στο Μεγαλάκκο, του Θώμου. Στο χωριό επίσης είχαν πριόνια για να βγάζουν σανίδια, κάτι πριόνια όρθια τα οποία τσάκιζαν τον άνθρωπο που τα δούλευε. Τέτοια είχαν ο Δημήτρης Σπανομήτρος και ο Βαγγέλης Μπακογιώργος και έκαναν εξαιρετική δουλειά.
«Εκείνα τα χρόνια, τα δάση της περιοχής ήταν ακόμη παρθένα και παρά την έλειψη μηχανημάτων ήταν πιο εύκολη η ξύλευση ενώ η τιμή του ξύλου συμφέρουσα», λένε οι παλιότεροι. «Σήμερα είναι εντελώς ξεφτιλισμένη και επηρεάζεται πολύ από την τιμή της εισαγόμενης ξυλείας. Δεν γίνεται όμως να μην κόψουμε δέντρα. Έστω και τα 500 κυβικά που μας έδωσαν φέτος, κάτι είναι για μας τούτη μάλιστα την περίοδο της μεγάλης κρίσης».
Εννοείται βέβαια εδώ πως τα παλιότερα χρόνια, μπορεί η τιμή του ξύλου να ήταν μικρότερη αλλά τα χρήματα που εισέπρατταν αυτοί οι αγροτικοί πληθυσμοί ήταν κυριολεκτικά χρυσά γιατί ακόμη λειτουργούσε πλήρως το σύστημα της οικιακής οικονομίας και τα σπίτια δεν αγόραζαν από το εμπόριο τίποτα παραπάνω από τα απαραίτητα. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και δεν μιλάμε μόνο για το ψωμί καθώς έπαψαν να καλλιεργούν σιτάρι ή άλλα προϊόντα, αλλά ο κατακλυσμός από λογής - λογής καταναλωτικά αγαθά εξανεμίζει τα όποια έσοδα έχουν από το δάσος. «Εκείνη η εποχή δύσκολα ξανάρχεται», λένε. «Αν ο μη γένοιτο ξαναγυρίσει, θα ξεκληρίσει πολύ κόσμο μέχρι να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να ζήσουν. Και δεν θα υπάρχουν και οι γέροντες να μας πούνε πως έζησαν τότε και τι αγώνα έκαναν για ένα κομμάτι ψωμί μπομπότα!».
Η κουβέντα με τους υλοτόμους της Νεράιδας δεν είχε τέλος καθώς οι μνήμες τους ήταν ατέλειωτες και οι συγκρίσεις των παλαιών εποχών με τη σημερινή εξαιρετικά ενδιαφέρουσες από όλες τις πλευρές. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για το δάσος και τη δουλειά τους αλλά η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ και το πρωί έπρεπε να σηκωθούν χαράματα να μπουν στο δάσος και να προχωρήσουν τη δουλειά πριν αρχίσει να καίει ο ήλιος. « Άλλη φορά, το χειμώνα δίπλα στο τζάκι», είπαν «θα πούμε περισσότερα»…
Το σημαντικότερο δέντρο για την υλοτομία πάντα ήταν ο έλατος, του οποίου το ξύλο εκτός του ότι κάλυπτε τις οικοδομικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής, μπορούσε να «ταξιδεύσει» μακρύτερα μέσω των ποταμών παλαιότερα και με αυτοκίνητα τα τελευταία χρόνια και να συμπληρώσει το αδύναμο εισόδημα των κατοίκων της περιοχής.
Φυσικά οι εποχές που ο καθένας έκοβε ένα δέντρο και προσπαθούσε με αυτό να καλύψει τις ανάγκες του ή να το προωθήσει μόνος του στο εμπόριο είναι πολύ μακρινές γιατί από πολύ νωρίς, από πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ακόμη, οι Νεραϊδιώτες που αποτελούν ένα χωριό μαζί με το διπλανό, τα Σαραντάπορα, είχαν συμπτύξει Δασικό Συνεταιρισμό αλλά και όσο λειτουργούσε το εργοστάσιο ξυλείας στο Δασαρχείο Φουρνά ήταν όλοι ευχαριστημένοι από το δάσος και τη δουλειά που έκαναν με αυτό.
Το εργοστάσιο έκλεισε πριν από δυο δεκαετίες περίπου από πολιτικές αστοχίες και λάθος επιλογές αναφορικά με τη διαχείριση του δασικού πλούτου και το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για όλη την περιοχή καθώς οι περισσότεροι από τους τεχνικούς και τους απλούς δασεργάτες υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα χωριά τους και να αναζητήσουν αλλού μεροκάματα. Έτσι αν και λιγόστεψαν τα μέλη των Δασικών Συνεταιρισμών, αυτοί δεν έσβησαν τελείως και σε κάποια χωριά όπου έχουν μείνει και ορισμένοι νέοι, λειτουργούν ακόμα ικανοποιητικά και κάθε χρόνο παίρνουν το μερίδιό τους από το δάσος.
Τους υλοτόμους της Νεράιδας γνώρισα πριν από λίγες ημέρες σε μια επίσκεψη στο χωριό και δεν έχασα την ευκαιρία να περάσω μια ημέρα μαζί τους στο δάσος, στη θέση Πλατανόρεμα, όνομα που έχει πάρει η περιοχή από το ομώνυμο ρέμα που τρέχει νερό όλο σχεδόν το καλοκαίρι, πάνω από τον οικισμό Μητσέϊκα με τους ωραίους κήπους της οικογένειας Μακρή και προπαντός εκείνους της αειθαλούς κυρά Ειρήνης Μητσάκη.
Οι άντρες του Συνεταιρισμού ήταν δεκαεπτά και είχαν μοιραστεί σε τρείς ομάδες για λόγους ασφάλειας και βεβαίως καλής προόδου του έργου. Είχαν όλοι τα τσεκούρια τους και βεβαίως καμιά δεκαριά αλυσοπρίονα. Εγώ στην αρχή πήγα με την ομάδα που αποτελούσαν ο Κώστας Θάνος ή Τραγαζίκης, μεγαλύτερος απ’ όλους στα χρόνια και ο πιο έμπειρος, ο γιός του Αντώνης, ο Κώστας Μονάντερος που εμπορεύεται και ξυλεία, ο Ηλίας Σπανός και ο Γιώργος Βούλγαρης.
Στη δεύτερη ομάδα που δούλευε λίγο πιο πάνω από την πρώτη ήταν ο Νεκτάριος Βούλγαρης, ο οποίος είναι και ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, ο Φώτης Θάνος, τα αδέρφια Κώστας και Χρήστος Βούλγαρης, ο Νίκος Βούλγαρης, οι Απόστολος και Νικόλαος Χαλάτσης και ο Χρήστος Λιάπης.
Την τρίτη ομάδα που δούλευε κοντά στο ρέμα σε ένα δύσκολο σημείο ήταν ο Δημήτρης Μακρής με το γιό του Κωνσταντίνο, οι Γιώργος και Νίκος Μητσάκης και ο Κώστας Κόκκινος με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 στο Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού και ο οποίος διατηρεί στο χωριό και πεστροφοτροφείο.
Τους ανέφερα έναν - έναν και ονομαστικά γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι κατά κανόνα μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και πέρα από την υλοτομία ασχολούνται και με άλλες εργασίες, όπως οικοδομές, χωράφια, μελίσσια και συντηρούν μικρά κοπάδια. Αυτοί κρατάνε και ζωντανά τα χωριά και χάρη στην παρουσία τους νιώθουν ασφαλείς και οι γέροντες που είναι και η πλειονότητα των κατοίκων, τόσο στη Νεράιδα όσο και στα Σαραντάπορα. Κι ακόμη, αυτοί είναι που φέτος το χειμώνα που παρά ήταν βαρύς και το χιόνι έφτασε τα δυο μέτρα, κράτησαν ανοιχτό το χωριό φρόντισαν να μη λείψει τίποτα από τους ανήμπορους συγχωριανούς τους όλες τις ημέρες του αποκλεισμού.
Βέβαια, οι σχέση όλων αυτών με το δάσος δεν σταματάει μόνο στην υλοτομία αλλά είναι οι ίδιοι που συνθέτουν μια ισχυρή κυνηγετική ομάδα που κυνηγάει κυρίως αγριογούρουνα που αφθονούν στον τόπο και πουλιά ενώ αρκετοί είναι κι εκείνοι που ψαρεύουν πέστροφες στο Μέγδοβα. Εν ολίγοις, οι άντρες του δασικού συνεταιρισμού Νεράιδας με την παρουσία τους και το έργο τους στο χωριό και την περιοχή φανερώνουν κάπως τη ζωή στα χωριά τα περασμένα χρόνια και αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη για την προστασία του τόπου.
Όσο ήμασταν στο δάσος δεν είχαμε τα περιθώρια να μιλήσουμε για το έργο τους και την μικρή αλλά πολύ σημαντική ιστορία του συνεταιρισμού, ιστορία που χαρακτηρίζει ο κοινός αγώνας μέσα στο δάσος. Αυτό το κάναμε το βράδυ, όταν μετά την ξεκούρασή τους μαζεύτηκαν στην ταβέρνα του Μήτσου Μονάντερου που φημίζεται για τα ψητά και τα κοκορέτσια του και ο οποίος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ασχολείται ακόμη με την ψησταριά και βοηθάει έτσι στο μαγαζί τη νύφη του, Ευανθία που το αναλαμβάνει τα Σαββατοκύριακα που επιστρέφει με τα τρία παιδιά της στο χωριό.
Εκεί στο τραπέζι με τους μεζέδες συγκεντρώθηκαν αρκετοί από τους Νεραιδιώτες και στην κουβέντα συνέβαλαν πολύ με τις αναμνήσεις τους ο Ηλίας Κουσιάνας και ο Κώστας Μονάντερος που μπήκαν στο δάσος από τα παιδικά τους χρόνια, μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και άρχισε πάλι να ζωντανεύει το χωριό και να κλείνει τις πληγές του. Με τα τσεκούρια και τις κόφτρες άρχισαν να ξυλεύουν ένα παρθένο δάσος και τα κουβαλούσαν με τα ζώα μέχρι να αρχίσουν να ανοίγουν οι πρώτοι δρόμοι με μπουλντόζες με συρματόσχοινα. Τότε συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού και φυσικά είχαν στο πλευρό τους το Δασαρχείο Φουρνά καθώς το χωριό ανήκε ακόμη στην Ευρυτανία.
Το πρώτο αλυσοπρίονο θυμάται ο Ηλίας το πήραν το γύρω στο 1970, ένα Dacota ασήκωτο και το χειρίζονταν ο Σπύρος Μπαλτής και ο Βάιος Μπάρμπας. Δεν είχαν ακόμη εξοικειωθεί όλοι με τα μηχανήματα αλλά και για οικονομία στα καύσιμα το αλυσοπρίονο το είχαν μόνο για να ρίχνουν κάτω τα έλατα και τους ρόζους, όσο μεγάλοι και να ήταν τους καθάριζαν με τα τσεκούρια. Τα ξύλα τα έβγαζαν με μουλάρια που είχαν οι ίδιοι οι χωριανοί από το δάσος ενώ στο χώρο της υλοτομίας πήγαιναν μετά γυναίκες και τον καθάριζαν από τα δεύτερα ξύλα και τα κλαδιά. Κυριολεκτικά τον σκούπιζαν και ούτε πως φαίνονταν πως έλειπε ένα δέντρο από το δάσος. Έτσι οι γυναίκες των χωριών έβγαζαν ένα μικρό μεροκάματο, είχαν ασφάλιση στο ΙΚΑ τότε γιατί μισθοδοτούνταν από το Δασαρχείο Φουρνά και παράλληλα εξοικονομούσαν τα ξύλα για τις δουλειές και τη θέρμανση του σπιτιού το χειμώνα.
Εκείνα τα χρόνια λειτουργούσαν ακόμη νεροπρίονα στον Μπεσιώτη ποταμό και ένα στο Μεγαλάκκο, του Θώμου. Στο χωριό επίσης είχαν πριόνια για να βγάζουν σανίδια, κάτι πριόνια όρθια τα οποία τσάκιζαν τον άνθρωπο που τα δούλευε. Τέτοια είχαν ο Δημήτρης Σπανομήτρος και ο Βαγγέλης Μπακογιώργος και έκαναν εξαιρετική δουλειά.
«Εκείνα τα χρόνια, τα δάση της περιοχής ήταν ακόμη παρθένα και παρά την έλειψη μηχανημάτων ήταν πιο εύκολη η ξύλευση ενώ η τιμή του ξύλου συμφέρουσα», λένε οι παλιότεροι. «Σήμερα είναι εντελώς ξεφτιλισμένη και επηρεάζεται πολύ από την τιμή της εισαγόμενης ξυλείας. Δεν γίνεται όμως να μην κόψουμε δέντρα. Έστω και τα 500 κυβικά που μας έδωσαν φέτος, κάτι είναι για μας τούτη μάλιστα την περίοδο της μεγάλης κρίσης».
Εννοείται βέβαια εδώ πως τα παλιότερα χρόνια, μπορεί η τιμή του ξύλου να ήταν μικρότερη αλλά τα χρήματα που εισέπρατταν αυτοί οι αγροτικοί πληθυσμοί ήταν κυριολεκτικά χρυσά γιατί ακόμη λειτουργούσε πλήρως το σύστημα της οικιακής οικονομίας και τα σπίτια δεν αγόραζαν από το εμπόριο τίποτα παραπάνω από τα απαραίτητα. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και δεν μιλάμε μόνο για το ψωμί καθώς έπαψαν να καλλιεργούν σιτάρι ή άλλα προϊόντα, αλλά ο κατακλυσμός από λογής - λογής καταναλωτικά αγαθά εξανεμίζει τα όποια έσοδα έχουν από το δάσος. «Εκείνη η εποχή δύσκολα ξανάρχεται», λένε. «Αν ο μη γένοιτο ξαναγυρίσει, θα ξεκληρίσει πολύ κόσμο μέχρι να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να ζήσουν. Και δεν θα υπάρχουν και οι γέροντες να μας πούνε πως έζησαν τότε και τι αγώνα έκαναν για ένα κομμάτι ψωμί μπομπότα!».
Η κουβέντα με τους υλοτόμους της Νεράιδας δεν είχε τέλος καθώς οι μνήμες τους ήταν ατέλειωτες και οι συγκρίσεις των παλαιών εποχών με τη σημερινή εξαιρετικά ενδιαφέρουσες από όλες τις πλευρές. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για το δάσος και τη δουλειά τους αλλά η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ και το πρωί έπρεπε να σηκωθούν χαράματα να μπουν στο δάσος και να προχωρήσουν τη δουλειά πριν αρχίσει να καίει ο ήλιος. « Άλλη φορά, το χειμώνα δίπλα στο τζάκι», είπαν «θα πούμε περισσότερα»…