Σα να ήθελαν να μην μπορεί να τους βρει ποτέ κανένας, κάποιοι άνθρωποι σε μια άγνωστη εποχή φώλιασαν στη δυτική πλαγιά της κορυφογραμμής Ζυγός του ορεινού συμπλέγματος του Αρακύνθου (Παναιτωλικό) και κοντά στα νερά του μικρού ποταμού δημιούργησαν χωράφια, μαντριά, σπίτια, εκκλησία και έγραψαν τη δική τους μικρή ιστορία η οποία, αν δεν υπήρχαν ορισμένοι που αγαπάνε το ερημωμένο χωριό τους που λέγεται Ανω Σοχώρια, θα ήταν σήμερα εντελώς ξεχασμένη.
Γράφει ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ο Χρήστος Ευαγγ. Ραυτογιάννης, ο οποίος μπορεί στα 20 χρόνια του να πήρε τα μάτια του από το χωριό για να ζήσει και να προκόψει σε άλλους τόπους, η καρδιά του όμως ποτέ δεν έφυγε από τη γενέτειρά του και από τότε που πήρε σύνταξη, βρίσκονταν διαρκώς στο χωριό.
Το καλοκαίρι με τα δέντρα και τον κήπο και τον καιρό που επιτρεπόταν το κυνήγι, αυτός έπαιρνε το όπλο του και περπατούσε στα μονοπάτια και τις κορφές που οι παλιότεροι απ αυτόν στο χωριό, κι ανάμεσά τους ο πατέρας του Βαγγέλης, κυνήγησαν όχι μόνο για να χορτάσουν τη φαμελιά τους, αλλά και για να ντύσουν και να τα ποδέσουν τα παιδιά τους, και να προικίσουν τα κορίτσια τους.
Σαν περίσσευε κάτι από εισόδημα που είχαν από τα δέρματα των κουναβιών, συμπλήρωναν το ποσό που απαιτείτο να πάρουν ένα καλύτερο όπλο, να παίρνουνε και κανένα λαγό πού και πού και καμιά πέρδικα στις πλαγιές των βουνών.
Ο Χρήστος, που επιμελώς έχει επισκευάσει το παρατημένο πατρικό του, στην κορυφή του χωριού, όταν αφηγείται ιστορίες για τα Ανω Σοχώρια, αρχίζει πάντα από το μεγάλο γεγονός που συνέβη κατά την ημέρα που γεννήθηκε, παραμονές των Χριστουγέννων του 1937. Εκείνη την ημέρα ο πατέρας του είχε καταφέρει μέσα στα βαριά χιόνια που είχαν πνίξει το χωριό να πιάσει δυο κουνάβια στις κουφάλες των δέντρων!
Το όπλο του πατέρα
Η πρώτη του αυτή επιτυχία, δεν συγκίνησε καθόλου τον μπάρμπα Βαγγέλη ο οποίος σαν τον έπιασε στα χέρια του, τον έκανε μαύρο στο ξύλο για την αποκοτιά. Το αποκαρδιωτικό αυτό γεγονός της τιμωρίας δεν αποθάρρυνε τον Χρήστο, ο οποίος συνέχισε να παίρνει πότε κρυφά και πότε φανερά το όπλο, μέχρι που ο πατέρας του σιγουρεύτηκε πως μπορεί να είναι ασφαλής και άρχισε να κυνηγάει συστηματικά μαζί με τους μεγαλύτερους του χωριού.
Το όπλο του πατέρα του ήταν ένα παλιακό εμπροσθογεμές μονόκαννο το οποίο είχε γλιτώσει από τους Γερμανούς, που σαν έφτασαν κάποια στιγμή στο χωριό κατά τη διάρκεια μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης του 1944, ο πατέρας του πρόλαβε να το κρύψει. Το ίδιο εξάλλου έκαναν και οι συγχωριανοί του κι έτσι έσωσαν τα όπλα τους.
Τον μπάρμπα Βαγγέλη όμως δεν τον βόλευε αυτό το παλιακό όπλο και σαν μπόρεσε, πήρε ένα εμπροσθογεμές δίκαννο από το Θέρμο και το οποίο έχει σήμερα ο Χρήστος κρεμασμένο ως οικογενειακό κειμήλιο στο σπίτι του στην Πάτρα.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης δεν ήταν ο μόνος που κυνηγούσε στα Ανω Σοχώρια. Ολοι σχεδόν οι συγχωριανοί του διέθεταν όπλα και πολλές φορές πήγαιναν παρέα στο κυνήγι. Μια φορά μάλιστα εκείνα τα χρόνια, όταν τα χιόνια είχαν πλακώσει το χωριό, είχαν πάει παρέα ο Κωνσταντίνος Τσόλκας, ο Δημήτριος Αγγελάκης, ο Κώστας και ο Σωτήρης Ραυτογιάννης και βάρεσαν πέντε λαγούς! Το γεγονός θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία και γιορτάστηκε δεόντως με κρασί και γλέντι.
Εκτός όμως από τους προαναφερόμενους, καλοί κυνηγοί ήταν τα αδέρφια Θόδωρος και Δημήτρης Πριτσούλης, οι Κωνσταντίνος και Γρηγόρης Ασημακούλας, ο ράφτης Δημήτρης Γρανούζης καθώς και ο Λεωνίδας Ασημακούλας, ο οποίος έφερε στο χωριό το 1955, το πρώτο καινούργιο οπισθογεμές δίκαννο.
Αυτός ο άνθρωπος, τον Ιανουάριο του 1963 απείλησε να καταρρίψει κι ένα ελικόπτερο, ο πιλότος του οποίου έχασε τον προορισμό του -πήγαινε στη διπλανή Καταβόρθα να πάρει μια ασθενή- και ψάχνοντας τα χωριά κόντεψε να ρίξει τη χιονισμένη σκεπή του σπιτιού του Λεωνίδα. Από τον θόρυβο που έκανε το σιδερένιο πουλί, ο Λεωνίδας βγήκε από το χαμηλό σπίτι με το όπλο, σημάδεψε το ελικόπτερο και λέγεται πως είπε απειλητικά στον πιλότο να μη κατέβει παρακάτω γιατί θα του την ανάψει! Ο πιλότος, λένε στα Ανω Σοχώρια, πως ήταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης που πήγε ο ίδιος να πάρει την ασθενή από την Καταβόθρα, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο.
Γύρω από την υπόθεση του ελικόπτερου που παραλίγο να προσγειωθεί στα Ανω Σοχώρια, έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη φιλολογία στο χωριό με επίκεντρο βεβαίως τον Λεωνίδα, ο οποίος κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρυτανία, και όχι μόνο, που απείλησε να ρίξει ελικόπτερο με δίκαννο!
Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια, οι περισσότεροι από την παλιά γενιά των Ανωσοχωριτών αποχώρησαν δια παντός από τη μικρή τους πατρίδα και σιγά - σιγά τα όπλα σίγησαν σε έναν τόπο που λόγω των παλιών καλλιεργειών ήταν γεμάτος λαγούς και πουλιά. Οι τελευταίες μπαταριές από εκείνη τη γενιά έπεσαν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90 και μετά τίποτα. Το παράδοξο όμως είναι ότι από τότε που έκλεισε το χωριό, εξαφανίστηκαν σχεδόν όλα τα θηράματα και το γεγονός είναι αψευδής μάρτυρας της κατάρρευσης ενός οικοσυστήματος που απουσιάζουν οι άνθρωποι.
Οσες προσπάθειες κι αν κάνει ο Χρήστος Ραυτογιάννης, με όποιον τρόπο κι αν προσπαθήσει να δηλώσει το «παρών» του σήμερα στα Ανω Σοχώρια, δεν παύει να είναι ο τελευταίος μιας γενιάς που ήξερε να ζει αρμονικά με τη φύση και τον τόπο.
Γράφει ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ο Χρήστος Ευαγγ. Ραυτογιάννης, ο οποίος μπορεί στα 20 χρόνια του να πήρε τα μάτια του από το χωριό για να ζήσει και να προκόψει σε άλλους τόπους, η καρδιά του όμως ποτέ δεν έφυγε από τη γενέτειρά του και από τότε που πήρε σύνταξη, βρίσκονταν διαρκώς στο χωριό.
Το καλοκαίρι με τα δέντρα και τον κήπο και τον καιρό που επιτρεπόταν το κυνήγι, αυτός έπαιρνε το όπλο του και περπατούσε στα μονοπάτια και τις κορφές που οι παλιότεροι απ αυτόν στο χωριό, κι ανάμεσά τους ο πατέρας του Βαγγέλης, κυνήγησαν όχι μόνο για να χορτάσουν τη φαμελιά τους, αλλά και για να ντύσουν και να τα ποδέσουν τα παιδιά τους, και να προικίσουν τα κορίτσια τους.
Σαν περίσσευε κάτι από εισόδημα που είχαν από τα δέρματα των κουναβιών, συμπλήρωναν το ποσό που απαιτείτο να πάρουν ένα καλύτερο όπλο, να παίρνουνε και κανένα λαγό πού και πού και καμιά πέρδικα στις πλαγιές των βουνών.
Ο Χρήστος, που επιμελώς έχει επισκευάσει το παρατημένο πατρικό του, στην κορυφή του χωριού, όταν αφηγείται ιστορίες για τα Ανω Σοχώρια, αρχίζει πάντα από το μεγάλο γεγονός που συνέβη κατά την ημέρα που γεννήθηκε, παραμονές των Χριστουγέννων του 1937. Εκείνη την ημέρα ο πατέρας του είχε καταφέρει μέσα στα βαριά χιόνια που είχαν πνίξει το χωριό να πιάσει δυο κουνάβια στις κουφάλες των δέντρων!
Το όπλο του πατέρα
Η πρώτη του αυτή επιτυχία, δεν συγκίνησε καθόλου τον μπάρμπα Βαγγέλη ο οποίος σαν τον έπιασε στα χέρια του, τον έκανε μαύρο στο ξύλο για την αποκοτιά. Το αποκαρδιωτικό αυτό γεγονός της τιμωρίας δεν αποθάρρυνε τον Χρήστο, ο οποίος συνέχισε να παίρνει πότε κρυφά και πότε φανερά το όπλο, μέχρι που ο πατέρας του σιγουρεύτηκε πως μπορεί να είναι ασφαλής και άρχισε να κυνηγάει συστηματικά μαζί με τους μεγαλύτερους του χωριού.
Το όπλο του πατέρα του ήταν ένα παλιακό εμπροσθογεμές μονόκαννο το οποίο είχε γλιτώσει από τους Γερμανούς, που σαν έφτασαν κάποια στιγμή στο χωριό κατά τη διάρκεια μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης του 1944, ο πατέρας του πρόλαβε να το κρύψει. Το ίδιο εξάλλου έκαναν και οι συγχωριανοί του κι έτσι έσωσαν τα όπλα τους.
Τον μπάρμπα Βαγγέλη όμως δεν τον βόλευε αυτό το παλιακό όπλο και σαν μπόρεσε, πήρε ένα εμπροσθογεμές δίκαννο από το Θέρμο και το οποίο έχει σήμερα ο Χρήστος κρεμασμένο ως οικογενειακό κειμήλιο στο σπίτι του στην Πάτρα.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης δεν ήταν ο μόνος που κυνηγούσε στα Ανω Σοχώρια. Ολοι σχεδόν οι συγχωριανοί του διέθεταν όπλα και πολλές φορές πήγαιναν παρέα στο κυνήγι. Μια φορά μάλιστα εκείνα τα χρόνια, όταν τα χιόνια είχαν πλακώσει το χωριό, είχαν πάει παρέα ο Κωνσταντίνος Τσόλκας, ο Δημήτριος Αγγελάκης, ο Κώστας και ο Σωτήρης Ραυτογιάννης και βάρεσαν πέντε λαγούς! Το γεγονός θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία και γιορτάστηκε δεόντως με κρασί και γλέντι.
Εκτός όμως από τους προαναφερόμενους, καλοί κυνηγοί ήταν τα αδέρφια Θόδωρος και Δημήτρης Πριτσούλης, οι Κωνσταντίνος και Γρηγόρης Ασημακούλας, ο ράφτης Δημήτρης Γρανούζης καθώς και ο Λεωνίδας Ασημακούλας, ο οποίος έφερε στο χωριό το 1955, το πρώτο καινούργιο οπισθογεμές δίκαννο.
Αυτός ο άνθρωπος, τον Ιανουάριο του 1963 απείλησε να καταρρίψει κι ένα ελικόπτερο, ο πιλότος του οποίου έχασε τον προορισμό του -πήγαινε στη διπλανή Καταβόρθα να πάρει μια ασθενή- και ψάχνοντας τα χωριά κόντεψε να ρίξει τη χιονισμένη σκεπή του σπιτιού του Λεωνίδα. Από τον θόρυβο που έκανε το σιδερένιο πουλί, ο Λεωνίδας βγήκε από το χαμηλό σπίτι με το όπλο, σημάδεψε το ελικόπτερο και λέγεται πως είπε απειλητικά στον πιλότο να μη κατέβει παρακάτω γιατί θα του την ανάψει! Ο πιλότος, λένε στα Ανω Σοχώρια, πως ήταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης που πήγε ο ίδιος να πάρει την ασθενή από την Καταβόθρα, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο.
Γύρω από την υπόθεση του ελικόπτερου που παραλίγο να προσγειωθεί στα Ανω Σοχώρια, έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη φιλολογία στο χωριό με επίκεντρο βεβαίως τον Λεωνίδα, ο οποίος κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρυτανία, και όχι μόνο, που απείλησε να ρίξει ελικόπτερο με δίκαννο!
Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια, οι περισσότεροι από την παλιά γενιά των Ανωσοχωριτών αποχώρησαν δια παντός από τη μικρή τους πατρίδα και σιγά - σιγά τα όπλα σίγησαν σε έναν τόπο που λόγω των παλιών καλλιεργειών ήταν γεμάτος λαγούς και πουλιά. Οι τελευταίες μπαταριές από εκείνη τη γενιά έπεσαν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90 και μετά τίποτα. Το παράδοξο όμως είναι ότι από τότε που έκλεισε το χωριό, εξαφανίστηκαν σχεδόν όλα τα θηράματα και το γεγονός είναι αψευδής μάρτυρας της κατάρρευσης ενός οικοσυστήματος που απουσιάζουν οι άνθρωποι.
Οσες προσπάθειες κι αν κάνει ο Χρήστος Ραυτογιάννης, με όποιον τρόπο κι αν προσπαθήσει να δηλώσει το «παρών» του σήμερα στα Ανω Σοχώρια, δεν παύει να είναι ο τελευταίος μιας γενιάς που ήξερε να ζει αρμονικά με τη φύση και τον τόπο.