Χρόνια τώρα είχα την επιθυμία και την λαχτάρα, αφού βρεθεί στο χωριό μου, να βρώ το χρόνο και τον τρόπο, να πάρω το γιδοστράτι και ν’ ανεβώ μέσα από πουρνάρια, κέδρα και πανύψηλα έλατα, τριγυρισμένα μέσα σε πλήθος από χαμόκλαδα,
χορτάρια κι αγριολούλουδα, να φτάσω ψηλά στο Κοτρώνι, στο ίσιωμα –στις Κορομηλιές –ως τα ‘κείθε Καλάνια με το κρύο νερό. Δεν είχα τη δύναμη αυτή τη φορά και το χρόνο να σκεφτώ, για ν’ ανέβω ως τα Πνακάκια (Πινακάκια) και να ζήσω εκεί, έστω μια βραδιά τώρα, τα είκοσι μερόνυχτα που έζησα νέος εκεί ως βοσκός με τα οικόσιτα ζώα μου, χωρίς να κατέβω ούτε μια μέρα στο χωριό. Να χαρώ εκεί πάνω, κυριολεκτικά να θαυμάσω, στις αφέγγαρες νύχτες τον κατάσπαρτο –σαν σπαρμένο σιτάρι, μ’ αστέρια ουρανό, που πολλά έβλεπα να φεύγουν και να χάνονται στο απέραντο χάος του ουρανού! Φέτος λοιπόν αποφάσισα και μια αφέγγαρη βραδιά του Αυγούστου, πήρα από το νωρίς το απόγευμα μια κουρελού, μια κουβέρτα, ντύθηκα ανάλογα, έβαλα και τα σπορ υποδήματα (ας τονίσω αυτό τα σπορ υποδήματα, επειδή εκείνη την εποχή-των είκοσι ημερών-δεν είχα ούτε τσαρούχια και φορούσα κουρέλια ρούχα!) πήρα ένα μικρό τσεκούρι και πήρα αργά-αργά το ανηφορικό γιδοστράτι. Ήθελα να φτάσω νωρίς εκεί ψηλά, και έφθασα πριν ο ήλιος ακουμπήσει στη ράχη του βουνού και βασιλέψει. Έκοψα αρκετά λουλούδια, τα έστρωσα καλά, έβαλα μια ίσια πέτρα για μαξιλάρι και λουλούδια πάνω της, άνοιξα πάνω τους την κουρελού και την κουβέρτα που είχα για σκέπασμα. Έφαγα το λίγο ψωμοτύρι που είχα, έκανα το σταυρό μου και ξάπλωσα γρήγορα κοιτάζοντας προς τη Δύση για να μη χάσω το θέαμα που είχα χρόνια να το ζήσω και να το θαυμάσω: Το λυκόφως! Το χρυσαφένιο φως, στον κατακάθαρο ουρανό, μετά τη δύση του ηλίου και πριν το σούρουπο. Και το πρωί, να πεταχτώ όρθιος προς την Ανατολή, πριν ακόμα «σκάσει» η ημέρα, να ‘δω και να θαυμάσω το εξαίσιο θέαμα, το λυκαυγές! Πριν τα πρώτα σπαθίσματα των ακτινών του ηλίου και να φανεί ο ολόχρυσος δίσκος του. Αυτά τα έζησα και φέτος και –ίσως –είναι η τελευταία φορά που τα χάρηκα και τα θαύμασα από το πρόσωπο της γης! Σαν ανέβηκε ολόλαμπρος ο ήλιος και πριν χαλάσω το γιατάκι μου και πάρω το γιδοστράτι της επιστροφής για το χωριό, γονάτισα και μέσα στα άλλα λόγια της προσευχής μου, θυμήθηκα και επανέλαβα τον ψαλμό του Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» Ψαλμός 18,2.
χορτάρια κι αγριολούλουδα, να φτάσω ψηλά στο Κοτρώνι, στο ίσιωμα –στις Κορομηλιές –ως τα ‘κείθε Καλάνια με το κρύο νερό. Δεν είχα τη δύναμη αυτή τη φορά και το χρόνο να σκεφτώ, για ν’ ανέβω ως τα Πνακάκια (Πινακάκια) και να ζήσω εκεί, έστω μια βραδιά τώρα, τα είκοσι μερόνυχτα που έζησα νέος εκεί ως βοσκός με τα οικόσιτα ζώα μου, χωρίς να κατέβω ούτε μια μέρα στο χωριό. Να χαρώ εκεί πάνω, κυριολεκτικά να θαυμάσω, στις αφέγγαρες νύχτες τον κατάσπαρτο –σαν σπαρμένο σιτάρι, μ’ αστέρια ουρανό, που πολλά έβλεπα να φεύγουν και να χάνονται στο απέραντο χάος του ουρανού! Φέτος λοιπόν αποφάσισα και μια αφέγγαρη βραδιά του Αυγούστου, πήρα από το νωρίς το απόγευμα μια κουρελού, μια κουβέρτα, ντύθηκα ανάλογα, έβαλα και τα σπορ υποδήματα (ας τονίσω αυτό τα σπορ υποδήματα, επειδή εκείνη την εποχή-των είκοσι ημερών-δεν είχα ούτε τσαρούχια και φορούσα κουρέλια ρούχα!) πήρα ένα μικρό τσεκούρι και πήρα αργά-αργά το ανηφορικό γιδοστράτι. Ήθελα να φτάσω νωρίς εκεί ψηλά, και έφθασα πριν ο ήλιος ακουμπήσει στη ράχη του βουνού και βασιλέψει. Έκοψα αρκετά λουλούδια, τα έστρωσα καλά, έβαλα μια ίσια πέτρα για μαξιλάρι και λουλούδια πάνω της, άνοιξα πάνω τους την κουρελού και την κουβέρτα που είχα για σκέπασμα. Έφαγα το λίγο ψωμοτύρι που είχα, έκανα το σταυρό μου και ξάπλωσα γρήγορα κοιτάζοντας προς τη Δύση για να μη χάσω το θέαμα που είχα χρόνια να το ζήσω και να το θαυμάσω: Το λυκόφως! Το χρυσαφένιο φως, στον κατακάθαρο ουρανό, μετά τη δύση του ηλίου και πριν το σούρουπο. Και το πρωί, να πεταχτώ όρθιος προς την Ανατολή, πριν ακόμα «σκάσει» η ημέρα, να ‘δω και να θαυμάσω το εξαίσιο θέαμα, το λυκαυγές! Πριν τα πρώτα σπαθίσματα των ακτινών του ηλίου και να φανεί ο ολόχρυσος δίσκος του. Αυτά τα έζησα και φέτος και –ίσως –είναι η τελευταία φορά που τα χάρηκα και τα θαύμασα από το πρόσωπο της γης! Σαν ανέβηκε ολόλαμπρος ο ήλιος και πριν χαλάσω το γιατάκι μου και πάρω το γιδοστράτι της επιστροφής για το χωριό, γονάτισα και μέσα στα άλλα λόγια της προσευχής μου, θυμήθηκα και επανέλαβα τον ψαλμό του Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» Ψαλμός 18,2.