Αποβραδίς στο φεγγαρόφωτο του κονακιού ,στο περβάζι κάθονταν τα τσοπανόπουλα και κουβέντιαζαν για τις ομορφιές του βουνού.Κάποια στιγμή ο μεγαλύτερος στην ηλικία είπε:ταχιά ,και πριν βαρέσει ο ήλιος θα πάμε όλοι μαζί ,παρέα με άλλους από άλλες στάνες ψηλά στην Καλιακούδα για να μαζέψουμε τσάγι. Ηρθε καιρός.Την κουβέντα άκουσε ο τσέλιγκας και έδωσε μια μόνο συμβολή:προσοχή εκεί που θα πατάτε τα μονοπάτια είναι στενά στη καλάνα, στη ράχης της καλιακούδας, στο κυπαρρίσι ,στο πλάι κτλ. και όταν θα το μαζεύεται δεν θα το ξεριζώνεται.
Το τσάγι το χρειαζόμαστε και του χρόνου. Θυμήθηκα τα παραπάνω λόγια γιατί πριν 50 χρόνια τα άκουσα κι εγώ. Τα θυμήθηκα όταν διάβασα, αυτές τις μέρες, το παρακάτω κείμενο του Σαρακατσάνου, τ.αντιπροέδρου της Βουλής κ. Νικ.Κατσαρό, για το μάζεμα του τσαγιού. Στην ίδια φάρα με τον Κατσαρό και οι Βλάχοι της Καλιακούδας και άλλων βουνών του τόπου μας. θεώρησα χρήσιμο να δημοσιοποιήσω το κείμενό του για να θυμηθούν οι παλιοί»τα παληά μου χρόνια και καιροί» και να γνωρίζουν οι νέοι πως οι γενιές που πέρασαν φρόντιζαν το περιβάλλον όχι στα λόγια, όπως συνήθως γίνεται σήμερα, αλλά στην πράξη. Τότε δεν υπήρχαν “εργολάβοι” για το μάζεμα του τσαγιού όπως σήμερα. Υπήρχε το αίσθημα του φυλάγματος του περιβάλλοντος στους φτωχούς αλλά περήφανους Ευρυτάνες που, δυστυχώς ,σήμερα φαίνεται να λείπει. Πρόσφατα διάβασα απαγορευτικές για τη βοσκή στο Ελατοδάσος.Μέχρι εδώ τίποτε το παράξενο αν δεν υπήρχε ένα ερώτημα. Βγήκαν απαγορευτικές για το ξερίζωμα του τσαγιού ; Έγινε κάποιος έλεγχος στα αυτοκίνητα που αποβραδίς παίρνουν τους δρόμους της επιστροφής; Οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα τους κυρίως τα πρόβατα δεν καταστρέφουν το περιβάλλον. Υπάρχουν άλλοι. Οι αρμόδιοι ας τολμήσουν να το προστατέψουν όπου και αν υπηρετούν. Πρόσφατα στο γαύρο βρήκα τυποποιημένο τσάγι Καλιακούδας το Κοναάκι.Η τελευταία λέξη με έφερε εκεί που επί 50 χρόνια είχε τη στάνη ο πατέρας Λάμπρος.Από πείρα διαπίστωσα ότι πράγματι ήταν τσάγι Καλιακούδας.Οταν όμως ρώτησα τον κ.Ρ. γιατί όχι πιστοποίη ση δήλωσε άγνοια και ταυτόχρονα προθυμία να κάνει πιστοποίηση.Αν περάσει κάποιος αρμόδιος ασς φροντίσει για την ενημέρωσή του.
Στις αρχές με μέσα περίπου του Αυγούστου ωριμάζει το βουνήσιο τσάι. Τότε γεμίζει κίτρινα λουλούδια. Ευωδιάζουν οι πλαγιές και οι κορυφές των βουνών στις οποίες φυτρώνει. Το βρίσκει κανένας σε υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα στις αλπικές κυρίως περιοχές. Φυτρώνει στα ξεροβούνια. Δεν έχει ανάγκη από πολύ νερό. Του φτάνουν τα νερά της βροχής και όταν ακόμη οι βροχές είναι πολύ λίγες. Έχει το προσόν η πολυετής ρίζα του να μπαίνει πολύ βαθιά στο χώμα και να αρκείται στην υγρασία που βρίσκει εκεί.
Εκείνη την εποχή οργανώνονταν από τα παιδιά της στάνης εξορμήσεις στους τσαγιότοπους για το μάζεμα του. Μερικές φορές το έβρισκαν πολύ κοντά στη στάνη τους. Τις περισσότερες κάποιες ώρες μακριά. Στο Μπεημπουνάρ του Βερμίου, που είχαμε τη στάνη μας, το είχαμε πολύ μακριά. Έπρεπε να πάμε στο λιβάδι Γκιώνα, στην περιφέρεια του χωριού Ερμακιά Εορδαίας για να το βρούμε και να το μαζέψουμε η και πιο πέρα ακόμη, στο βουνό Καμπίτσιος, στη κτηματική περιοχή του λιβαδιού Κουζλούκι. Από την Γκιώνα απείχαμε 1,5 περίπου ώρα και από το Καμπίτσιο περίπου 2 ώρες.
Όλα τα παιδιά σ’ αυτές τις μακρινές διαδρομές έπαιρναν μαζί τους και τα τρόφιμα τους για το μεσημεριανό τους γεύμα. Κάποια παιδιά πήγαιναν καβάλα στα γαϊδουράκια τους. Τα άλογα ποτέ δεν περίσσευαν γι’ αυτά. Ο πολύωρος ποδαρόδρομος δεν τα κούραζε. Ήταν πολύ εξασκημένα. Όλη την ημέρα ήταν στο πόδι. Πρωί, μεσημέρι, και απόγευμα το παιχνίδι πήγαινε κΓ ερχόταν ασταμάτητα. Τι ήταν γι’ αυτά μια διαδρομή δυο η τριών ωρών; Μια συνηθισμένη μέρα και τίποτε παραπάνω, μια χαρούμενη εκδρομή με συνομήλικους. Κατά το μάζεμα απλωνόταν η παρέα σ’ όλη την πλαγιά. Βαδίζοντας προς την κορυφή ο ένας σε μια απόσταση από τον διπλανό «ξύριζαν» όλη την πλαγιά μαζεύοντας το τσάι που έβρισκαν μπροστά τους. Και όταν έφταναν στη κρυφή ακολουθούσε η κάθοδος από άλλο σημείο των πλαγιών του βουνού για να μαζέψουν ότι έβρισκαν. Στη συνέχεια άλλαζαν διαδρομές και βουνοπλαγιές αν χρειαζόταν και γέμιζαν τους τρουβάδες τους, άλλα έδεναν με σκοινί τις πολλές «χεριές» και τις έριχναν στην πλάτη τους. Σταματούσαν το μάζεμα όταν τελείωνε το τσάι και όταν τους ήταν αρκετό εκείνο που μάζεψαν.
Κατά το μάζεμα ήταν πολύ προσεχτικά. Φρόντιζαν να μην ξεριζώνουν τις τσαγιές. Έκοβαν το κλωνάρι του τσαγιού χωρίς να τις θίξουν. Τις χρειάζονταν και την επόμενη χρονιά!
Οι Σαρακατσιάνοι μάζευαν το τσάι για να το χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους. Γι’ αυτό ήταν ολιγαρκείς κατά το μάζεμα. Δεν μάζευαν τσάι για να το πουλήσουν. Ήταν αυτό ντροπή να το κάνουν. Μάζευαν όμως τσάι και για τις οικογένειες της στάνης, που δεν είχαν τη δυνατότητα να μαζέψουν, γιατί είχαν μικρά παιδιά η δεν είχαν καθόλου.
Τσάι μάζευαν και οι βοσκοί που είχαν τα κοπάδια τους σε περιοχές που είχαν τσάι.
Αυτοί ήταν το πρόβλημα μας. Το μάζευαν και προτού ωριμάσει καλά ακόμη, ξέροντας ότι κάποτε θα πάμε εμείς, η ακρίδα όπως μας έλεγαν οι βοσκοί.
Το «φυλάγαμε» εμείς κατά κάποιο τρόπο το τσάι, παρακολουθώντας την ωρίμανση του, με κάποιες «αδιάφορες» τάχα επισκέψεις για να μην μας υποψιάζονται για τις προθέσεις μας, αλλά οι βοσκοί το είχαν κάθε μέρα στα πόδια τους.
Απογοητευτήκαμε πολλές φορές γιατί φθάσαμε «κατόπιν εορτής». Αλλά είχαν μείνει και τσαγιές αμάζευτες. Κάποιες από αυτές είχαν και μερικά κλωνάρια που δεν είχαν μαζευτεί. Και με λίγο τρέξιμο και ψάξιμο περισσότερο δεν γυρίζαμε στη στάνη με άδεια χέρια.
Όμορφη ήταν η επιστροφή στη στάνη. Θορυβώντας για να μας προσέξουν οι μεγάλοι, με γέλια και πειράγματα ανάμεσα μας, επιδεικνύαμε τους καρπούς των κόπων μας και εισπράτταμε τις επιδοκιμασίες των μεγάλων για το κατόρθωμα μας να έχουμε γεμάτους τους τρουβάδες και κάποιες χεριές τσάι δεμένες μια με την άλλη στην πλάτη μας.
Το τσάγι το χρειαζόμαστε και του χρόνου. Θυμήθηκα τα παραπάνω λόγια γιατί πριν 50 χρόνια τα άκουσα κι εγώ. Τα θυμήθηκα όταν διάβασα, αυτές τις μέρες, το παρακάτω κείμενο του Σαρακατσάνου, τ.αντιπροέδρου της Βουλής κ. Νικ.Κατσαρό, για το μάζεμα του τσαγιού. Στην ίδια φάρα με τον Κατσαρό και οι Βλάχοι της Καλιακούδας και άλλων βουνών του τόπου μας. θεώρησα χρήσιμο να δημοσιοποιήσω το κείμενό του για να θυμηθούν οι παλιοί»τα παληά μου χρόνια και καιροί» και να γνωρίζουν οι νέοι πως οι γενιές που πέρασαν φρόντιζαν το περιβάλλον όχι στα λόγια, όπως συνήθως γίνεται σήμερα, αλλά στην πράξη. Τότε δεν υπήρχαν “εργολάβοι” για το μάζεμα του τσαγιού όπως σήμερα. Υπήρχε το αίσθημα του φυλάγματος του περιβάλλοντος στους φτωχούς αλλά περήφανους Ευρυτάνες που, δυστυχώς ,σήμερα φαίνεται να λείπει. Πρόσφατα διάβασα απαγορευτικές για τη βοσκή στο Ελατοδάσος.Μέχρι εδώ τίποτε το παράξενο αν δεν υπήρχε ένα ερώτημα. Βγήκαν απαγορευτικές για το ξερίζωμα του τσαγιού ; Έγινε κάποιος έλεγχος στα αυτοκίνητα που αποβραδίς παίρνουν τους δρόμους της επιστροφής; Οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα τους κυρίως τα πρόβατα δεν καταστρέφουν το περιβάλλον. Υπάρχουν άλλοι. Οι αρμόδιοι ας τολμήσουν να το προστατέψουν όπου και αν υπηρετούν. Πρόσφατα στο γαύρο βρήκα τυποποιημένο τσάγι Καλιακούδας το Κοναάκι.Η τελευταία λέξη με έφερε εκεί που επί 50 χρόνια είχε τη στάνη ο πατέρας Λάμπρος.Από πείρα διαπίστωσα ότι πράγματι ήταν τσάγι Καλιακούδας.Οταν όμως ρώτησα τον κ.Ρ. γιατί όχι πιστοποίη ση δήλωσε άγνοια και ταυτόχρονα προθυμία να κάνει πιστοποίηση.Αν περάσει κάποιος αρμόδιος ασς φροντίσει για την ενημέρωσή του.
Στις αρχές με μέσα περίπου του Αυγούστου ωριμάζει το βουνήσιο τσάι. Τότε γεμίζει κίτρινα λουλούδια. Ευωδιάζουν οι πλαγιές και οι κορυφές των βουνών στις οποίες φυτρώνει. Το βρίσκει κανένας σε υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα στις αλπικές κυρίως περιοχές. Φυτρώνει στα ξεροβούνια. Δεν έχει ανάγκη από πολύ νερό. Του φτάνουν τα νερά της βροχής και όταν ακόμη οι βροχές είναι πολύ λίγες. Έχει το προσόν η πολυετής ρίζα του να μπαίνει πολύ βαθιά στο χώμα και να αρκείται στην υγρασία που βρίσκει εκεί.
Εκείνη την εποχή οργανώνονταν από τα παιδιά της στάνης εξορμήσεις στους τσαγιότοπους για το μάζεμα του. Μερικές φορές το έβρισκαν πολύ κοντά στη στάνη τους. Τις περισσότερες κάποιες ώρες μακριά. Στο Μπεημπουνάρ του Βερμίου, που είχαμε τη στάνη μας, το είχαμε πολύ μακριά. Έπρεπε να πάμε στο λιβάδι Γκιώνα, στην περιφέρεια του χωριού Ερμακιά Εορδαίας για να το βρούμε και να το μαζέψουμε η και πιο πέρα ακόμη, στο βουνό Καμπίτσιος, στη κτηματική περιοχή του λιβαδιού Κουζλούκι. Από την Γκιώνα απείχαμε 1,5 περίπου ώρα και από το Καμπίτσιο περίπου 2 ώρες.
Όλα τα παιδιά σ’ αυτές τις μακρινές διαδρομές έπαιρναν μαζί τους και τα τρόφιμα τους για το μεσημεριανό τους γεύμα. Κάποια παιδιά πήγαιναν καβάλα στα γαϊδουράκια τους. Τα άλογα ποτέ δεν περίσσευαν γι’ αυτά. Ο πολύωρος ποδαρόδρομος δεν τα κούραζε. Ήταν πολύ εξασκημένα. Όλη την ημέρα ήταν στο πόδι. Πρωί, μεσημέρι, και απόγευμα το παιχνίδι πήγαινε κΓ ερχόταν ασταμάτητα. Τι ήταν γι’ αυτά μια διαδρομή δυο η τριών ωρών; Μια συνηθισμένη μέρα και τίποτε παραπάνω, μια χαρούμενη εκδρομή με συνομήλικους. Κατά το μάζεμα απλωνόταν η παρέα σ’ όλη την πλαγιά. Βαδίζοντας προς την κορυφή ο ένας σε μια απόσταση από τον διπλανό «ξύριζαν» όλη την πλαγιά μαζεύοντας το τσάι που έβρισκαν μπροστά τους. Και όταν έφταναν στη κρυφή ακολουθούσε η κάθοδος από άλλο σημείο των πλαγιών του βουνού για να μαζέψουν ότι έβρισκαν. Στη συνέχεια άλλαζαν διαδρομές και βουνοπλαγιές αν χρειαζόταν και γέμιζαν τους τρουβάδες τους, άλλα έδεναν με σκοινί τις πολλές «χεριές» και τις έριχναν στην πλάτη τους. Σταματούσαν το μάζεμα όταν τελείωνε το τσάι και όταν τους ήταν αρκετό εκείνο που μάζεψαν.
Κατά το μάζεμα ήταν πολύ προσεχτικά. Φρόντιζαν να μην ξεριζώνουν τις τσαγιές. Έκοβαν το κλωνάρι του τσαγιού χωρίς να τις θίξουν. Τις χρειάζονταν και την επόμενη χρονιά!
Οι Σαρακατσιάνοι μάζευαν το τσάι για να το χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους. Γι’ αυτό ήταν ολιγαρκείς κατά το μάζεμα. Δεν μάζευαν τσάι για να το πουλήσουν. Ήταν αυτό ντροπή να το κάνουν. Μάζευαν όμως τσάι και για τις οικογένειες της στάνης, που δεν είχαν τη δυνατότητα να μαζέψουν, γιατί είχαν μικρά παιδιά η δεν είχαν καθόλου.
Τσάι μάζευαν και οι βοσκοί που είχαν τα κοπάδια τους σε περιοχές που είχαν τσάι.
Αυτοί ήταν το πρόβλημα μας. Το μάζευαν και προτού ωριμάσει καλά ακόμη, ξέροντας ότι κάποτε θα πάμε εμείς, η ακρίδα όπως μας έλεγαν οι βοσκοί.
Το «φυλάγαμε» εμείς κατά κάποιο τρόπο το τσάι, παρακολουθώντας την ωρίμανση του, με κάποιες «αδιάφορες» τάχα επισκέψεις για να μην μας υποψιάζονται για τις προθέσεις μας, αλλά οι βοσκοί το είχαν κάθε μέρα στα πόδια τους.
Απογοητευτήκαμε πολλές φορές γιατί φθάσαμε «κατόπιν εορτής». Αλλά είχαν μείνει και τσαγιές αμάζευτες. Κάποιες από αυτές είχαν και μερικά κλωνάρια που δεν είχαν μαζευτεί. Και με λίγο τρέξιμο και ψάξιμο περισσότερο δεν γυρίζαμε στη στάνη με άδεια χέρια.
Όμορφη ήταν η επιστροφή στη στάνη. Θορυβώντας για να μας προσέξουν οι μεγάλοι, με γέλια και πειράγματα ανάμεσα μας, επιδεικνύαμε τους καρπούς των κόπων μας και εισπράτταμε τις επιδοκιμασίες των μεγάλων για το κατόρθωμα μας να έχουμε γεμάτους τους τρουβάδες και κάποιες χεριές τσάι δεμένες μια με την άλλη στην πλάτη μας.