Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Μνήμη Γ. Καραϊσκάκη , Αρχιστρατήγου 184 χρόνια από το θάνατό του

Από την πινακοθήκη σύγχρονης τέχνης Αίτωλοακαρνανίας Χρήστου και Σοφίας ΜΟΣΧΑΝΔΡΕΟΥ, επανεκδόθηκαν το Μάρτιο του 2011, μετά από 175 χρόνια , «Οι Σωζόμενοι Λόγοι» του Σπυρίδωνος Τρικούπη, πατέρα του Χαρίλαου Τρικούπη.  Είχαν εκδοθεί το 1836 στο Παρίσι από τις εκδόσεις Κ.ΕΒΕΡΑΡΤΟΥ,  με την πρωτοβουλία  - και τη  χορηγία θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα - του Πάντια Ράλλη, κάτοικου Λονδίνου,  με την άδεια τού  φίλου του,  Σπυρίδωνος Τρικούπη. (Στο βιβλίο υπάρχουν οι επιστολές που αντάλλαξαν για το θέμα ο Ράλλης με τον Τρικούπη) .

Του Ηλία
Μπουμπουρή                                                                                                                                 eliasb56@otenet.gr

«Οι σωζόμενοι λόγοι» , οκτώ τον αριθμό,  εκφωνήθηκαν από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη  σε εκκλησιαστικές τελετές (κηδείες, μνημόσυνα, επετείους) με αντικείμενο την Ελληνική Επανάσταση , κάποιους από τους ήρωές της και τα μεγάλα γεγονότα. Μεταξύ άλλων,  πέραν του  επικήδειου του Γ. Καραϊσκάκη που εκφωνήθηκε  στις  24 Απριλίου 1827 ,  στη Σαλαμίνα,   σώζεται ο επικήδειος του   Λόρδου Βύρωνα που εκφωνήθηκε  την   Κυριακή του Πάσχα,   6 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι,  ο λόγος του Τρικούπη στη διάρκεια πανηγυρικών  εκδηλώσεων για τη μάχη της Αράχοβας που εκφωνήθηκε στην Αίγινα, στις 24 Νοεμβρίου 1826, ο πανηγυρικός λόγος  για την απελευθέρωση του Μεσολογγίου που εκφωνήθηκε στη μητρόπολη της Αίγινας  ,  στις 8 Μαΐου  του 1829 και άλλοι. Συγχαρητήρια  στους υπεύθυνους της πινακοθήκης Μοσχανδρέου για την πρωτοβουλία τους και  θερμές ευχαριστίες  στον στενό   φίλο ,  εκδότη του εκδοτικού οίκου «ΔΙΑΤΤΩΝ»   και παραδοσιακό τυπογράφο  Ν. Βοζίκη  - που επιμελήθηκε και  τύπωσε το βιβλίο -  για την   ευγενική του προσφορά. Το κείμενο , παρατίθεται στην αρχική του μορφή ,  όπως ακριβώς έχει τυπωθεί και εκδοθεί για την πινακοθήκη Μοσχανδρέου. Ευχαριστίες στον Βραγγιανίτη γιατρό ,ιστοριοδίφη  και φίλο,  Κώστα Τσιώλη ,  για την «πολυτονική» επιμέλεια του κειμένου.

ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟΝ ΑΡΓΧΗΓΟΝ

Τῶν κατὰ  τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων, Γεώργιον Καραϊσκάκην, ἐκφωνηθεὶς  κατὰ τὴν 24 Ἀπριλίου τοῦ 1827 ἔτους, καθ΄ἣν ἡμέραν ἐγένετο  ἡ ἐπικήδειος τελετὴ  ἀντίπεραν τοῦ Πόρου, ὅπου συνῆλθαν ὁ Πρόεδρος καὶ οἱ Πληρεξούσιοι τῆς ἐν  Τροιζῆνι Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, τὰ μέλη τῆς Ἀντικυβερνητικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ φρουρὰ  καὶ μέγα πλῆθος πολιτῶν.
--------------------
Ὄ ρ η   τ ὰ    ἐ ν   Γ ε λ β ο υ ὲ   μ ὴ   κ α τ α β ά τ ω   δ ρ ό σ ο ς   κ α ὶ   μ ὴ   ὑ ε τ ὸ ς      ἐ φ΄   ἡ μ ᾶ ς,   κ α ὶ   ἀ γ ρ α ὶ   ἀ π α ρ χ ῶ ν.  (Βασιλ. Δευτ. Κεφ Α΄.)
Αὐτὰ ὀδυρόμενος ἔλεγεν ὁ Δαυίδ,  ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτόν, καθήμενος εἰς Σεκελέμ, μετὰ τὴν φθορὰν τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἄνθρωπος Ἀμαληκίτης ἀπὸ τὸ σταρτόπεδον τοῦ Σαούλ, ὅλος καταξεσχισμένος καὶ χῶμα ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ ἀνάγγειλε τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν.
     Δροσιά, λέγω καὶ ἐγώ, δροσιὰ καὶ βροχὴ νὰ μὴ πέσουν πλέον περὶ τὸν Φαληρέα, καὶ ἀπαρχὰς νὰ μὴ δώςῃ ἡ γῆ ἐκείνη·  εἰς τὴν γὴν ἐκείνην ἔπεσεν ὁ δυνατός, ὁ  κοῦφος   ὑπὲρ   ἀετοὺς καὶ ὑπὲρ λέοντας κραταιός (*), ὁ δυνατὸς τοῦ ὁποίου ἡ ρομφαία δὲν ἐσκεπάζετο ἀπὸ τὴν θήκην τῆς πρὶν πρῶτον βαφὴ μὲ τὸ αἷμα τῶν φονευμένων, ἢ πρὶν ἀλειφθῇ μὲ τῶν δυνατῶν τὰ παχέα σπλάγχνα. (**)
     Κλαύσατε,  θυγατέρες τῆς  Ῥούμελης (***), τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη, κλαύσατε θυγατέρες τῆς Ῥούμελης,  τὸν θάνατον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, καταταχθεὶς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀδελφῶν σας, ἐλάμπρυνε τὸ αὐχμηρόν πρόσωπόν σας, σᾶς ἔβγαλε τὰ πένθιμα φορέματα, σᾶς ἔνδυσε λαμπρά, καὶ ἔτρεχεν ἀκάματος, τὴν τωρινὴν ἄνοιξιν, εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Ὑμητοῦ, διὰ νὰ κόψῃ ἐκεῖθεν εὔοσμα ἄνθη, καὶ νὰ στεφανώςῃ τὰς παρθενικὰς κεφαλάς σας. Ἀλλὰ  τί προσκαλῶ, μόνον τὰς θυγατέρας τῆς Ῥούμελης εἰς κλαυθμούς; Πῶς νὰ μὴν κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθοῦμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρός;
     Μεταφέρω τὸν νοῦν μου εἰς τὴν πρὸ ἑνὸς χρόνου ἀξιοθρήνητον καὶ τρομερὰν τῆς πατρίδος στιγμήν·  τὸ νέφος βλέπω τοῦ δουλικοῦ σκότους ἐξαπλωμένον ἀπὸ  τὰς ἄλλοτε λαμπρὰς καὶ τότε ζωφομένας κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους, καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας  ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς· τὸ νέφος τοῦτο ἐσκέπαζεν ὡς μαῦρος μανδύας τὸ νεκρικὸν κρεββάτι τῆς Ῥούμελης  μακρὺ καὶ βαθὺ σκοτάδι ἐσύρετο κατόπι τοῦ νεκρικοῦ αὐτοῦ μανδύου καταπυκνωμένον, καὶ ἐφοβέριζε νὰ πέσῃ ὅλον καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Πελοποννήσου, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὴν εἶχεν ἀποσβολωμένην ἡ Αἰγυπτιακή ὁμίχλη.
     Πάντῃ ἐναντίαν τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σκηνῆς ἔχω σκηνὴν σήμερον πρὸ ὀφθαλμῶν μου. Φῶς ἐλευθερίας, φῶς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον ἀπὸ τὰς κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς· τὸ φῶς τοῦτο τῆς ἐλευθερίας καὶ δόξης ἐνυπῆρχεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ρουμελιωτῶν, ἀλλὰ δὲν ἐχύθη εἰς τὴν σκοτισμένην ἐκείνην γῆν παρὰ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς δεξιᾶς τοῦ Καραϊσκάκη. Αὐτός, διασκορπισμένα τὰ παλληκάρια τῆς Ῥούμελης  τῆδε κακεῖσε, ἐκδίκησιν πνέοντα καὶ αἷμα ἐχθρικὸν διψώντα, διότι μολυσμὸς ὑποδουλώσεως δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ αἶμα, τὰ ἐσύναξε καὶ τὰ ὡδήγησε πάλιν εἰς τὸ στάδιον τῆς πολεμικῆς καρτερίας, γινόμενος ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ τρανὸ παράδειγμα, εἰς δεκάμηνον διάστημα, τῆς πολεμικῆς αὐτῆς καρτερίας. Παντοδαπὰς ἐλλείψεις ἔπασχε τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατόπεδον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε διὰ τὰς πολυειδεῖς του κακουχίας καὶ ταλαιπωρίας, ποτὲ δὲν ἐνέδοσεν εἰς ὅσους πειρασμοὺς διὰ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὑπέπεσε· σεμνυόμενος δικαίως εἰς τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Κυβέρνησίς του τὸν ἐτίμησε, ποτὲ δὲν ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ μόνον ἠμποροῦσε νὰ τὸν λαμπρύνη· ἤξευρεν ὅτι τὰ ἔργα μόνα εἶναι ἡ λαμπρότης. Ὅθεν ἄξιος τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος ἐφαίνετο διὰ τῶν ἔργων του· ἄτρομος πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους, ἀτρομώτερος  πολὺ ἐφάνη καθ’ ὃ διάστημα ἦταν ἀρχηγὸς τῶν κατὰ τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων. Τότε εἶχε ψωμὶ καὶ αὐτός, ὅταν εἶχαν καὶ οἱ ἀγαπητοί του Ἕλληνες· ἡ κλίνη του ἦτον κλίνη ἁπλοῦ σταρτιώτου· πρωταγωνιστὴς ἐπαῤῥησιάζετο, καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἀγῶνος ὅλην τὴν ἀπέδιδεν εἰς ἄλλους· ἐνθουσιασμένος διὰ τὴν παλληκαριάν, ὡς παλληκάρι καὶ ὁ ἴδιος, τὴν ἐτιμοῦσεν ὅπου τὴν ἔβλεπε, καὶ τὴν ἀντάμειβε πλουσιοπάροχα· τοὺς γνωστοὺς διὰ τὴν ἀνδρείαν τοὺς κατ΄ ὄνομα,  ὅταν ἐξεσπάθονεν ἐν καιρῷ μάχης, διὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν· ἔβγανε τὰ πιστόλιά του ἀπὸ τὸ ζωνάρι, καὶ μὲ αὐτά, εἰς ἀνταμοιβὴν παλληκαριᾶς, ἐστόλιζε τοῦ παλληκαριοῦ τὴν μέσην· ἔλυε τὴν ζώνην του καὶ ἔδιδεν εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ πολέμου καὶ τὸ ὕστερον νόμισμά του. Ἰδοὺ Ἕλληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγὸν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδού ὅσα ἀπαθανατίζουν τὸν πολεμικόν, καὶ ἀποκαταστένουν τὸν στρατηγόν, ποθητὸν εἰς τὸν σταρτιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του, καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰώνας. Πῶς λοιπὸν ὅλοι νὰ μὴν κλαύσωμεν; πῶς νὰ παρηγορηθοῦμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρός;
     Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του· ἀλλ΄ ἡ τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του, ἡ στιγμή,  ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσω ζῇ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν, καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον  ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχοβαν. Ἀκούσατε στρατιωτικοί, ἀκούσατε πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε φιλλέληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι τὰ τῆς τελευταίας στιγμῆς του. Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (****) τοῦ μεγάλου Στολάρχου τῆς Ἑλλάδος, διὰ νὰ λάβῃ τὴν δυνατὴν ἰατρικήν περιποίησιν· γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπαθὶ καὶ τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν, ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν ἤθελεν ὠφελήσει, καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς·  μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνόν, καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστώτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου Στολάρχου καὶ τοῦ Ἀρχιστρατήγου  τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον· «Μέγα βάρος μὲ ἐπιφόρτισεν ἡ πατρίς μου· μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγώνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου· δὲν μὲ ἔμελλε παρἀ ἡ ζωή· ἰδού  θυσία τῆς πατρίδος  καὶ ἡ ζωή μου· εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω· ἀποθνήσκω· οἱ στρατιῶταί μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἂς μοῦ ἐλευθερώσουν τὰς Ἀθήνας.» Αὐτὰ εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα  εἰς χείρας τοῦ πλάστου του. Τίνος καρδία δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα; Πῶς νὰ μὴν κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθοῦμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει, καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκητάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;
     Ἀλλὰ εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδαν εἶναι πολλὰ δεκτότεραι ἀπὸ τοὺς κλαυθμοὺς αἱ πράξεις ὑπέρ πατρίδος διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν, καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα· ναι· αἱ πράξεις αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζώντας, αὐταί καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι, κατὰ μίμησίν των· αὐταὶ ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες   οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς  στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας Μεγαλειότητος.
     Στρατιῶται τῆς πατρίδος οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρησκόμενοι! στρατιῶται, τοὺς  ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσαις καὶ τόσαις  φοραῖς εἰς τὴν δόξαν, ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε  δι’ ἄλλο μαζή του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθία σας μὲ τὰς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχοβαν καὶ Βελίτζαν, δὲν τοὺς ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ τὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπὸ τοὺς τυράννους σας· κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ῥούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱερὰν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν. Αὐτὸ φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαῤῥησιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γεννῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης  Ἑλλάδος· εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτούς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε· πείναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε· πληγὴ ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τὰ ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν· ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος  ἀπέθανε, καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμα του. Στρατιῶται παρόντες, καὶ ἀπόντες! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει· χθὲς  ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπὸ σᾶς τὰς ἐπιταφίους τιμάς του, ἀπὸ σᾶς τὰς περιμένει, πλὴν τὰς περιμένει ὡς στρατιώτης  ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανὼν ὑπὲρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικὰ ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν. Σταρτιῶται! ἡ ἡχὼ  τῶν ὑστερινῶν λόγων  τοῦ ἀρχηγού Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τάς ἀκοάς μας. « Τελειώσατε, Συστρατιῶται,  λέγει ὁ ἀρχηγός σας,  τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου  τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου».  Σρατιῶται! Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του, σεῖς ἔσθε οἱ ἐκτελεσταὶ τῆς διαθήκης του, αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν  ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του, καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη ἀχνίζει, καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαρέλαβε· τιμήσατε,  στρατιῶται καθ΄ ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε, τὴν μνήμη του· αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλὰ τὸ παράδειγμά του ζῇ· ἀλλὰ τί λέγω τὸ παράδειγμά του ζῇ; αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζή σας, ἀλλὰ ὄχι πλέον πενιχρά, κατεξεσχισμένα καὶ δυσώδη ἐνδυμένος, ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ζοῦσε μαζή σας, αὐτὸς σᾶς παῤῥησιάζεται ἐνδυμένος τὸ χρυσοΰφαντον  φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα, τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην  εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος, αὐτός, Ἕλληνες, αὐτός, καθ΄ ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυθήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν, θέλει σᾶς παῤῥησιασθή τότε ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένος νεφέλην, καὶ ἴρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στύλοι πυρός· ναί, τοιοῦτος θὰ σᾶς παῤῥησιασθῇ, ἐπειδὴ τόση λαμπρότης περιχύνεται μετὰ θάνατον εἰς ὅποιον ἤθελεν ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος· αὐτὸ θέλετε ἀκούσε κείνην τὴν στιγμὴν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλη φωνῇ, ὅ,τι  καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανούς, ἔλεγε· Συστρατιῶται τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου. . .

(*) Ὑπὲρ ἀετοὺς κοῦφοι καὶ ύπὲρ λέοντας ἐκραταιώθησαν(Βασιλ. Δευτ. Κεφ. Α’)
(**) Ἀφ’ αἵματος τραυματιῶν καὶ ἀπὸ στέατος δυνατῶν τόξον Ἰωνάθαν οὐκ ἀπεστράφη κενόν ὀπίσω καὶ ρομφαία Σαοὺλ οὐκ ἀνέκαμψε κενή.(Αὐτόθι)
(***) Θυγατέρες  ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα  ὑμών. (Aὐτόθι)
(****) Τοιαῦται  εἰδήσεις ἦσαν καθ΄ ἣν στιγμὴν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος.
Υ.Γ: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορκίστηκε πρωτοπαλίκαρο στον «νταιφά»  του   Κατσαντώνη, στους Άγιους Ταξιάρχες στο Μάραθο   και ήταν αυτός που έβαλε πρώτος στην μάχη της Σπανορούλας, το 1807 στο Μάραθο,  σκοτώνοντας έτσι το Βελή - Γκέκα  , διαλεχτό του Αλή  και απεσταλμένο του , για την εξόντωση του Κατσαντώνη.