Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Δημήτριος Κανούτος (Βουτύρο 1906 – Καρπενήσι 1994): Ο Δάσκαλος, ο Ιεροψάλτης, ο Τραγουδιστής, ο Άνθρωπος

 Αφορμή για το παρόν άρθρο στάθηκε μια τιμητική πλακέτα που παρατήρησα στο δεξιό αναλόγιο του Ι.Ν. της Αγίας Τριάδας Καρπενησίου, καθώς και κάποιες ηχογραφήσεις τραγουδιών, για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. Αναζήτησα πληροφορίες από την εγγονή του, Ευθυμία Κουτσοθεοδώρου, η οποία πολύ ευγενικά ανταποκρίθηκε. Τα στοιχεία που παραθέτουμε προέρχονται από βιογραφικό σημείωμα που άφησε ο ίδιος το 1992 περίπου.
                                                                    Αναστάσιος Ηλιόπουλος


Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ

«Γεννήθηκα το Σεπτέμβριο του 1906 στο Βουτύρο Ευρυτανίας από τον Φίλιππο Κανούτο και την Ελένη το γένος Γεωργίου Ιωακείμ. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, όπως οι περισσότερες τότε άλλωστε, ο πατέρας μου ήταν κτίστης και η μητέρα μου νοικοκυρά. Είχα άλλα τέσσερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, την Αμαλία, την Αικατερίνη, τον Κώστα και το Γιώργο.
Τελείωσα το Δημοτικό σχολείο στο χωριό μου, το Ελληνικό σχολείο (Σχολαρχείο όπως λεγόταν τότε) και το Γυμνάσιο στο Καρπενήσι. Έπειτα πήγα στο στρατό, από όπου απολύθηκα με το βαθμό του επιλοχία. Για καλή μου τύχη, το 1927 το μονοτάξιο Διδασκαλείο Καστοριάς, με διευθυντή τον αλησμόνητο Θεόδωρο Κάστανο, έρχεται για δύο χρόνια στο Καρπενήσι. Δίνω εξετάσεις και μεταξύ 300 υποψηφίων εισέρχομαι 16ος. Τελειώνω το διδασκαλείο το 1929. Οι διορισμοί τότε ήταν πολύ δύσκολοι. Από το 1929 ως το 1934 παραμένω αδιόριστος. Εργαζόμουν στα κτήματα που είχε η οικογένεια, έκοβα ξύλα για το σπίτι, πήγαινα σε πανηγύρια και βοηθούσα τους καφετζήδες, που στήνανε πρόχειρα καφε-νεία, για να βγάλω λίγα χρήματα. Όλη η οικογένεια ζούσε με πολλές στερήσεις.

Στο ψαλτήρι ο κ. Κανούτος με τον Παν. Πανογιώργο, καθηγητή Μουσικής, τον
Κ. Μπαλατσιά και τον Λάμπρο Ανδρεάκη, εφημέριο σήμερα Αγίου Αθνασίου Πολυδρόσου.


Στις 23 Μαρτίου 1934 διορίζομαι δάσκαλος στο Παλαιοκάτουνο Ευρυτανίας. Την ίδια ημέρα ορκίζομαι στο γραφείο του τότε Επιθεωρητού Δημοτικών σχολείων Ευρυτανίας, Κων-σταντίνου Δραγώτη. Η χαρά μου είναι απερίγραπτη. Μετά από πέντε χρόνια αναμονής θα εξασκούσα το επάγγελμα που επιθυμούσα. Οι συνθήκες που αντιμετώπισα στο χωριό ήταν αντίθετες από τις προσδοκίες μου: ο πληθυσμός ήταν διασκορπισμένος σε πολλά σημεία και αυτό δυσχέραινε την πρόσβαση και την επικοινωνία. Είχε βέβαια αρκετά παιδιά, τα οποία όμως, λόγω της πολύχρονης απουσίας δασκάλου, είχαν ξεμάθει από διάβασμα και γράμματα. Δυσκολεύτηκα πολύ να τα μαζέψω και να πείσω τις οικογένειές τους να τα στείλουν στο σχολείο. Εκτός από δάσκαλο το Παλαιοκάτουνο εκείνη την εποχή δεν είχε ούτε παπά. Μόλις την επόμενη χρονιά, ήρθε ιερεύς ο π. Βασίλειος Χαραλάμπου Νταλλής. Γίναμε αχώριστοι, μαζί σε κάθε γάμο, βάπτιση και κηδεία, σε όλες τις εκκλησιαστικές τελετές. Την επόμενη χρονιά, το 1936, μετατίθεμαι στον Κάτω Μαραθιά Ευρυτανίας. Το Δεκέμβριο του 1939 παντρεύομαι την Ζωή Βασιλείου Μάρκου, από το Μαραθιά, με την οποία απέκτησα δύο παιδιά, το Βασίλη και την Ελένη.
Στο μεταξύ, το 1940 κηρύσσεται ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, όποτε και με καλούν για επιστράτευση. Με την κατάρρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση, επιστρέφω στο Καρπενήσι στις 23 Απριλίου του 1942. Αρχίζει το μαρτύριο του Ελληνικού λαού από τους κατακτητές του. Στο Καρπενήσι εγκαθίσταται η Ιταλική Αστυνομία, από την οποία έπρεπε οι δημόσιοι υπάλληλοι να περάσουν για να πληρωθούν. Δεν τολμούσε να πλησιάσει κανείς, οπότε όλα τα χρόνια της κατοχής εργάστηκα στο σχολείο αμισθί. Δεν άφησα τους μαθητές μου χωρίς γράμματα, ενώ ελάχιστα σχολεία παρέμειναν ανοιχτά. Τα δύσκολα χρόνια, 1947 και 1948, του αδελφοκτόνου πολέμου, παίρνω μετάθεση για ένα χρόνο και βρίσκομαι στην Κάρυστο της Ευβοίας και έτσι γλιτώνω. Ο γαμπρός μου, άντρας της αδελφής μου Αικατερίνης, Σταύρος Γεροντογιάννης, επίσης δάσκαλος, επειδή αρνείται να φύγει, τον σκοτώνουν.
Στη συνέχεια, υπηρέτησα στους Γοργιανάδες Ευρυτανίας και μετά, ως Διευθυντής, στο πρώτο Δημοτικό σχολείο Καρπενησίου, από όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 1969. Εν τω μεταξύ, εγκαθίσταμαι με την οικογένειά μου στο Καρπενήσι, από το 1952».
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΟΥΤΟΣ

                         Με τον κ. Παν. Βλάχο 
Ήταν αυτοδίδακτος γνώστης του βιολιού, το οποίο έπαιζε μόνο σε οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, ενώ τραγουδούσε πολύ ωραία. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ηχογραφήθηκε από τον Σπύρο Περιστέρη το 1959, τον οποίον συνόδεψε και καθοδήγησε κατά την περιοδεία του στην Ευρυτανία, ιδίως στα χωριά του Δήμου Καρπενησίου και Ποταμιάς. Τα δέκα αυτά τραγούδια που διασώθηκαν στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και πρόκειται να εκδοθούν σύντομα, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία της εύστροφης και ευλύγιστης φωνής του, της βαθειάς και ανεπιτήδευτής του τέχνης.
Όλη του τη ζωή έψαλλε στην εκκλησία. Γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής, πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του, όπου τον χρειάζονταν, με χαρά. Παραλλήλως, υπηρετούσε ως έφορος και γραμματέας του Συλλόγου Ευγένιος ο Αιτωλός για πολλά χρόνια.
Από την αρχή της εγκατάστασής του στο Καρπενήσι ως το θάνατό του, για περισσότερο από 40 χρόνια, έψαλλε στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας Καρπενησίου ως πρωτοψάλτης, χωρίς να αμείβεται, σε κάθε Θεία Λειτουργία, εσπερινό, γάμο αλλά και σε όλες τις εξόδιους ακολουθίες των συμπολιτών του. Γι’ αυτόν το λόγο, τιμώντας τη συνολική προσφορά του, το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού, έχει αναρτήσει την προρρηθείσα τιμητική πλακέτα στο δεξιό αναλόγιο, «εις μνημόσυνον αιώνιον…». Υπήρξε ακούραστος συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Νικολάου, από την πρώτη κιόλας στιγμή πού ο τελευταίος ήρθε στο Καρπενήσι. Μαζί επισκέπτονταν όλα τα χωριά της Ευρυτανίας, τα οποία ο Σεβασμιώτατος, σαν καινούργιος Επίσκοπος ήθελε να γνωρίσει και να λειτουργήσει στις εκκλησίες τους.
Μια άγνωστη πτυχή της ζωής του ήταν ότι γνώριζε σε μεγάλο βαθμό τα βότανα και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, τα οποία δεν παρέλειπε να μαζεύει κάθε χρόνο από την περιοχή, να τα αποξηραίνει και να τα χρησιμοποιεί τόσο ο ίδιος και οι συγγενείς του, όσο και όποιος φίλος ή γνωστός τα είχε ανάγκη.
Και όλα αυτά πάντοτε με κέφι, χαρά και όρεξη για τη ζωή, παρ’ όλα τα χρόνια που είχε στην πλάτη του. Εξωστρεφής, δεν έχανε ευκαιρία να διασκεδάζει τον περίγυρό του με τα ανέκδοτά του, πολλά εκ των οποίων μάλιστα προέρχονταν από διάφορα χωριά της Ευρυτανίας. Αγαπούσε τους συμπολίτες του, στους οποίους αναφερόταν πάντα με αγάπη κι έτσι κατόρθωνε να διατηρεί φιλίες και γνωριμίες ετών.
Κοιμήθηκε, πλήρης ημερών, την 31 Οκτωβρίου 1994, σε ηλικία 88 ετών χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα υγείας. Μόλις δύο μήνες μετά το θάνατο της γυναίκας του. Καλός σύζυγος, πατέρας και παππούς, θα ψάλλει τώρα στο ουράνιο Θυσιαστήριο με τη φωνή που τόσους ανέπαυε. Εμείς, η νεώτερη γενιά, τον ευχαριστούμε…
Η εγγονή του
Ευθυμία Κουτσοθεοδώρου