Ο Δήμος Αγράφων, ο Σύλλογος Απανταχού Μαραθιωτών και το Δημοτικό Διαμέρισμα Μαράθου, σας προσκαλούν στις εκδηλώσεις «ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΕΙΑ 2013» στη γενέτειρα του Προεπαναστατικού Ήρωα των Ελλήνων Αντώνη ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ - ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ, στο Μάραθο- Αγράφων – Ευρυτανίας, την Κυριακή της Πεντηκοστής, 23 Ιουνίου 2013.
Τα «ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΕΙΑ» διοργανώνονται προς τιμή του Ήρωα ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ από το 1993, και οι φετινές εκδηλώσεις επικεντρώνονται στην επέτειο των είκοσι χρόνων (1993 – 2013) από την τοποθέτηση του ανδριάντα του ήρωα στην ομώνυμη πλατεία της γενέτειράς του .
1857: Το μνημόσυνο του Κατσαντώνη από τον Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Του Ηλία Α. Μπουμπουρή -eliasb56@otenet.gr
Το μνημόσυνο του Κατσαντώνη, γράφτηκε από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη το 1857, εκδόθηκε -κατά πρώτον- την ίδια χρονιά και εντάσσεται στην ενότητα των πεζών του, με τίτλο «Μνημόσυνα». Το απόσπασμα είναι από το ομώνυμο βιβλίο, που εκδόθηκε σε δεύτερη έκδοση στην Αθήνα, από τον οίκο ΦΕΞΗ, το 1903. Τα «Μνημόσυνα» είναι συλλογή πεζών, συνοδευόμενα από δώδεκα ποιήματα ελεγειακού τόνου και ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους με την τουρκική καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα. Τα ποιήματα προδίδουν τη ρομαντική τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικό στοιχείο. Το κείμενο αποδίδεται όπως ακριβώς έχει δημοσιευτεί το 1857 και ευχαριστούμε θερμά τον Βραγγιανίτη γιατρό και ιστορικό ερευνητή Κώστα Τσιώλη ο οποίος το επιμελήθηκε αναφορικά με το πολυτονικό σύστημα. Στο κείμενο του Βαλαωρίτη διατηρήθηκε επίσης η απόδοση του ονόματος Κατζαντώνης αντί του μεταγενέστερου γενικά αποδεκτού από τους ιστορικούς σε Κατσαντώνης).
Ὁ Κατζαντώνης
Ἀνθηρὰ καὶ ἀειθαλὴς διατηρεῖται πάντοτε ἡ μνήμη τοῦ Κατζαντώνη, πάμπολλοι δὲ τῶν ἐπιβιωσάντων αὐτοῦ ὁμηλίκων ἐνθυμοῦνται ἀκόμη τὴν ἀνέκφραστον τόλμην τοῦ προσώπου του, τὴν εὐκαμψίαν τῶν μελῶν του καὶ τὴν ἀπαραδειγμάτιστον ὠκύτητά του. Ἀπίστευτα καὶ πολυειδῆ εἶναι τὰ τολμήματα τοῦ Κλέφτου τούτου κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὅστις ἔβλεπε πάντοτε καὶ πανταχοῦ ὡς φάσμα ἐνώπιόν του τὸν ἀτρόμητον ἀθλητήν.
Ὁ Βελῆ Γκέκας, Ἀλβανὸς ὑπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Σατράπου, ἐπίφοβος εἰς πάντας, τολμητίας καὶ αἱμοβόρος, εἶχεν ἀποκλειστικῶς ἀφιερωθῆ εἰς τὴν καταδρομὴν τοῦ ἀκαταμαχήτου Κατζαντώνη. Ἀλλὰ καὶ οὗτος δὲν διέφυγεν τὸν θάνατον, φονευθεὶς ὑπὸ τοῦ ἥρωός μας εἰς τὴν ἐν Κρύᾳ Βρύσῃ ἀείμνηστον συμπλοκήν.
Δύο δημοτικὰ ᾄσματα ἀφιερώθησαν εἰς τὸ ἀναδραγάθημα τοῦτο παρὰ τοῦ ἀνωνύμου καὶ μεγάλου ποιητοῦ ἡμῶν, τοῦ λαοῦ. Ἀλλ΄ οὔτε ἤκουσα, οὔτ΄ ἀνέγνωσα ἕτερον, ἔνθα νὰ ἐξυμνῆται ἄλλος τις τῶν τοσούτων τοῦ ἥρωος ἄθλων.
Πολλάκις τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν τὸν ἠνάγκαζε νὰ εἰσέρχεται εἰς Λευκάδα ὡς εἰς ἄσυλον, καὶ πολλοὶ τῶν φίλων μου ἐνθυμοῦνται αὐτὸν ἀκόμη καθήμενον ἐπὶ τῆς χλόης ἔχοντα εἰς τὸ πλευρόν του τὸν πελώριον Λεπενιώτην καὶ περιστοιχιζόμενον ὑπὸ τῶν συνεταίρων αὐτοῦ λύκων καὶ τίγρεων. Τὰ ὅπλα του ἦσαν πολυτελέστατατα· μαύρη ἐκ τῆς πολυχρονίου τριβῆς ἡ φουστανέλλα, πανταχοῦ του σώματός του ἔλαμπεν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος. Ἀναστήματος μετρίου, τὸ ὄμμα του ἦτο κευρανός. Μέλας, μακρὸς καὶ δασὺς ὁ μύσταξ, ὀφρῦς νεφελώδεις, γλυκεῖα καὶ ἁρμονικωτάτη ἡ φωνή του.
Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ διαμνημονεύσῃ τις ὅτε κατὰ τὸ 1805 καὶ 1806 (Σημείωση συντάκτη: Η συνέλευση της Λευκάδας στην οποία ορίστηκε επικεφαλής του αγώνα ο Κατσαντώνης έγινε το 1807) συνῆλθον εἰς Λευκάδα ἅπαντες οἱ διασημότεροι ἀρματωλοὶ τῆς Αἰτωλίας , τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας ὑπακούοντες εἰς τὴν φωνὴν ἐκείνου, οὗτινος ἐν τῇ καρδίᾳ ἐνεφώλευεν ἔκτοτε ἡ ἰδέα τῆς ἑλληνικῆς ἀνεγέρσεως καὶ ὅστις ἀπήλαυσεν εἴκοσι πέντε περίπου ἔτη μετὰ ταῦτα ἐντὸς ναοῦ ὀρθοδόξου ἐν Ναυπλίῳ βραβεῖον τῆς πρὸς τὸ ἔθνος ἀγάπης του μάχαιραν καὶ μόλυβδον;
Τότε οἱ λεοντόκαρδοι ἐκεῖνοι ἀνεγνώρισαν ὁμοθυμαδὸν τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κατζαντώνη, ἀνακηρύξαντες αὐτὸν πολεμάρχον καὶ παντὸς ἀνδρείου ἀνδρειότερον. Ὠργανίζετο βεβαίως τότε καὶ ὑπεθέλπετο ὑπ΄ ἐξόχων ἀνδρῶν κίνημά τι κατὰ τοῦ Ἀλῆ, ὅστις ἐν Πρεβέζῃ, ὥσπερ ἐλλοχών, παρεφύλλατε καὶ κατασκόπευε πάντα τῶν ἀρματωλῶν τὰ κινήματα.
Ἀλλ΄ὁ Κατζαντώνης ὅστις δὲν εἶχεν μάθει ποτὲ ν΄ἀριθμῇ τοὺς ἐχθρούς του, ὤμνυεν ἐπὶ τῆς σπάθης του ὅτι μόνα τὰ παλληκάρια του ἤθελε σύρῃ αἰχμαλώτους εἰς Λευκάδα τὰς χιλιάδας τῶν Ἀλβανῶν, τὰς ὁποίας, ὁ Βιζίρης ἔντρομος ἐπεσώρευσεν ἐν Ἀμβρακίᾳ.
Δυστυχῶς κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας προσεβλήθη ὁ γενναῖος ὑπὸ τῆς φλογιάδος καὶ ἠσθένησε βαρέως. Μόλις εἶχε συνέλθει ὀλίγον, μὴ δυνάμενος νὰ ὑπομείνῃ πλέον τὴν ἀδράνειας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν κατεδίκαζεν ἡ ἀσθένεια, λάθρα ἀνεχώρησε μετὰ τοῦ ἀδερφοῦ αὐτοῦ Γεωργίου, τοῦ ἐπονομαζομένου Χασώτου, εἰς Ἄγραφα, βέβαιος ν΄ἀναλάβῃ τὴν προτέραν ῥώμην, ἅμα ἤθελεν ἀναπνεύσῃ τὸν ἐλεύθερον καὶ καθαρὸν ἀέρα τῶν φιλτάτων αὐτοῦ ὀρέων. Διέμεινεν ἡμέρας τινὰς ἐντὸς μονῆς θεραπευόμενος καὶ περιθαλπτόμενος ὑπὸ τῶν ἁγίων ἐκείνων καλογήρων.
Ἀρματωλοὶ καὶ μοναχοί, ἐλευθερία καὶ θρησκευτικὸν αἴσθημα, ἐχθροὶ τῶν τυράννων καὶ λειτουργοὶ τῆς Θεότητος πρότερον καὶ διαρκούσης τῆς ἑλληνικῆς γιγαντομαχίας ἀπαντῶνται ἀμοιβαίως χειραγωγούμενοι, ἐνθαρρυνόμενοι, βοηθούμενοι.
Ἀλλ΄ὁ Κατζαντώνης, ὅστις ἐγνώριζεν ὅτι τὸ πονηρὸν ὄμμα τοῦ ἀδιαλλάκτου ἐχθροῦ του εἰσέδυε πανταχοῦ, φοβούμενος ἴσως προδοσίαν τινά, ἀσθενὴς ἔτι καὶ πυρέσσων παρῄτησε τὸ ἄσυλόν του καὶ κατέφυγε μετὰ τοῦ Γεωργίου εἴς τι σπήλαιον ἀπόκρυφον καὶ ἄγνωστον τοῖς πάσιν. Εἷς μόνος ἱερεύς(αἰσχύνομαι ἀναμιμνήσκων τὸ κακούργημά του!) εἰσήρχετο εἰς τὸ καταφύγιον ἐκεῖνο, προμηθεύων εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς τὸ ζῇν , καὶ οὗτος ἐπρόδωσε τοὺς δύο ἀδελφούς.
Ἑξήκοντα Ἀλβανοί, ἔχοντες ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰουσοὺφ Ἀράπην, αἴφνης περιεκύκλωσαν τὸ σπήλαιον, οὔτε ἤθελον ἀρκέσῃ ἂν ὁ Κατζαντώνης δὲν ἠσθένει βαρέως. Εἰς τὴν δεινὴν αὐτὴν θέσιν ὁ Γεώργιος ἤρπασεν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν καὶ ἐξῆλθεν τοῦ σπηλαίου φονεύων καὶ τραυματίζων ἀνηλεῶς τοὺς πρώτους Ἀλβανούς, τοὺς ὁποίους ἀπήντησεν. Ἔδραμε πρὸς τὸ ὄρος φέρων πάντοτε τὸ ἱερόν ἐκεῖνο φορτίον καὶ μαχόμενος καὶ ὀπισθοχωρῶν ἐφόνευε καὶ ἄλλους τῶν ἐχθρῶν, μέχρις οὗ ἀσθμαίνων καὶ πληγωμένος ᾐχμαλωτίσθη, μὴ θελήσας νὰ σωθῇ παραιτῶν τὸν γλυκύτατον αὐτοῦ ἀδελφόν.
Αἰωνία αὐτῶν ἡ μνήμη!
Τα «ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΕΙΑ» διοργανώνονται προς τιμή του Ήρωα ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ από το 1993, και οι φετινές εκδηλώσεις επικεντρώνονται στην επέτειο των είκοσι χρόνων (1993 – 2013) από την τοποθέτηση του ανδριάντα του ήρωα στην ομώνυμη πλατεία της γενέτειράς του .
1857: Το μνημόσυνο του Κατσαντώνη από τον Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Του Ηλία Α. Μπουμπουρή -eliasb56@otenet.gr
Το μνημόσυνο του Κατσαντώνη, γράφτηκε από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη το 1857, εκδόθηκε -κατά πρώτον- την ίδια χρονιά και εντάσσεται στην ενότητα των πεζών του, με τίτλο «Μνημόσυνα». Το απόσπασμα είναι από το ομώνυμο βιβλίο, που εκδόθηκε σε δεύτερη έκδοση στην Αθήνα, από τον οίκο ΦΕΞΗ, το 1903. Τα «Μνημόσυνα» είναι συλλογή πεζών, συνοδευόμενα από δώδεκα ποιήματα ελεγειακού τόνου και ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους με την τουρκική καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα. Τα ποιήματα προδίδουν τη ρομαντική τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικό στοιχείο. Το κείμενο αποδίδεται όπως ακριβώς έχει δημοσιευτεί το 1857 και ευχαριστούμε θερμά τον Βραγγιανίτη γιατρό και ιστορικό ερευνητή Κώστα Τσιώλη ο οποίος το επιμελήθηκε αναφορικά με το πολυτονικό σύστημα. Στο κείμενο του Βαλαωρίτη διατηρήθηκε επίσης η απόδοση του ονόματος Κατζαντώνης αντί του μεταγενέστερου γενικά αποδεκτού από τους ιστορικούς σε Κατσαντώνης).
Ὁ Κατζαντώνης
Ἀνθηρὰ καὶ ἀειθαλὴς διατηρεῖται πάντοτε ἡ μνήμη τοῦ Κατζαντώνη, πάμπολλοι δὲ τῶν ἐπιβιωσάντων αὐτοῦ ὁμηλίκων ἐνθυμοῦνται ἀκόμη τὴν ἀνέκφραστον τόλμην τοῦ προσώπου του, τὴν εὐκαμψίαν τῶν μελῶν του καὶ τὴν ἀπαραδειγμάτιστον ὠκύτητά του. Ἀπίστευτα καὶ πολυειδῆ εἶναι τὰ τολμήματα τοῦ Κλέφτου τούτου κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὅστις ἔβλεπε πάντοτε καὶ πανταχοῦ ὡς φάσμα ἐνώπιόν του τὸν ἀτρόμητον ἀθλητήν.
Ὁ Βελῆ Γκέκας, Ἀλβανὸς ὑπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Σατράπου, ἐπίφοβος εἰς πάντας, τολμητίας καὶ αἱμοβόρος, εἶχεν ἀποκλειστικῶς ἀφιερωθῆ εἰς τὴν καταδρομὴν τοῦ ἀκαταμαχήτου Κατζαντώνη. Ἀλλὰ καὶ οὗτος δὲν διέφυγεν τὸν θάνατον, φονευθεὶς ὑπὸ τοῦ ἥρωός μας εἰς τὴν ἐν Κρύᾳ Βρύσῃ ἀείμνηστον συμπλοκήν.
Δύο δημοτικὰ ᾄσματα ἀφιερώθησαν εἰς τὸ ἀναδραγάθημα τοῦτο παρὰ τοῦ ἀνωνύμου καὶ μεγάλου ποιητοῦ ἡμῶν, τοῦ λαοῦ. Ἀλλ΄ οὔτε ἤκουσα, οὔτ΄ ἀνέγνωσα ἕτερον, ἔνθα νὰ ἐξυμνῆται ἄλλος τις τῶν τοσούτων τοῦ ἥρωος ἄθλων.
Πολλάκις τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν τὸν ἠνάγκαζε νὰ εἰσέρχεται εἰς Λευκάδα ὡς εἰς ἄσυλον, καὶ πολλοὶ τῶν φίλων μου ἐνθυμοῦνται αὐτὸν ἀκόμη καθήμενον ἐπὶ τῆς χλόης ἔχοντα εἰς τὸ πλευρόν του τὸν πελώριον Λεπενιώτην καὶ περιστοιχιζόμενον ὑπὸ τῶν συνεταίρων αὐτοῦ λύκων καὶ τίγρεων. Τὰ ὅπλα του ἦσαν πολυτελέστατατα· μαύρη ἐκ τῆς πολυχρονίου τριβῆς ἡ φουστανέλλα, πανταχοῦ του σώματός του ἔλαμπεν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος. Ἀναστήματος μετρίου, τὸ ὄμμα του ἦτο κευρανός. Μέλας, μακρὸς καὶ δασὺς ὁ μύσταξ, ὀφρῦς νεφελώδεις, γλυκεῖα καὶ ἁρμονικωτάτη ἡ φωνή του.
Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ διαμνημονεύσῃ τις ὅτε κατὰ τὸ 1805 καὶ 1806 (Σημείωση συντάκτη: Η συνέλευση της Λευκάδας στην οποία ορίστηκε επικεφαλής του αγώνα ο Κατσαντώνης έγινε το 1807) συνῆλθον εἰς Λευκάδα ἅπαντες οἱ διασημότεροι ἀρματωλοὶ τῆς Αἰτωλίας , τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας ὑπακούοντες εἰς τὴν φωνὴν ἐκείνου, οὗτινος ἐν τῇ καρδίᾳ ἐνεφώλευεν ἔκτοτε ἡ ἰδέα τῆς ἑλληνικῆς ἀνεγέρσεως καὶ ὅστις ἀπήλαυσεν εἴκοσι πέντε περίπου ἔτη μετὰ ταῦτα ἐντὸς ναοῦ ὀρθοδόξου ἐν Ναυπλίῳ βραβεῖον τῆς πρὸς τὸ ἔθνος ἀγάπης του μάχαιραν καὶ μόλυβδον;
Τότε οἱ λεοντόκαρδοι ἐκεῖνοι ἀνεγνώρισαν ὁμοθυμαδὸν τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κατζαντώνη, ἀνακηρύξαντες αὐτὸν πολεμάρχον καὶ παντὸς ἀνδρείου ἀνδρειότερον. Ὠργανίζετο βεβαίως τότε καὶ ὑπεθέλπετο ὑπ΄ ἐξόχων ἀνδρῶν κίνημά τι κατὰ τοῦ Ἀλῆ, ὅστις ἐν Πρεβέζῃ, ὥσπερ ἐλλοχών, παρεφύλλατε καὶ κατασκόπευε πάντα τῶν ἀρματωλῶν τὰ κινήματα.
Ἀλλ΄ὁ Κατζαντώνης ὅστις δὲν εἶχεν μάθει ποτὲ ν΄ἀριθμῇ τοὺς ἐχθρούς του, ὤμνυεν ἐπὶ τῆς σπάθης του ὅτι μόνα τὰ παλληκάρια του ἤθελε σύρῃ αἰχμαλώτους εἰς Λευκάδα τὰς χιλιάδας τῶν Ἀλβανῶν, τὰς ὁποίας, ὁ Βιζίρης ἔντρομος ἐπεσώρευσεν ἐν Ἀμβρακίᾳ.
Δυστυχῶς κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας προσεβλήθη ὁ γενναῖος ὑπὸ τῆς φλογιάδος καὶ ἠσθένησε βαρέως. Μόλις εἶχε συνέλθει ὀλίγον, μὴ δυνάμενος νὰ ὑπομείνῃ πλέον τὴν ἀδράνειας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν κατεδίκαζεν ἡ ἀσθένεια, λάθρα ἀνεχώρησε μετὰ τοῦ ἀδερφοῦ αὐτοῦ Γεωργίου, τοῦ ἐπονομαζομένου Χασώτου, εἰς Ἄγραφα, βέβαιος ν΄ἀναλάβῃ τὴν προτέραν ῥώμην, ἅμα ἤθελεν ἀναπνεύσῃ τὸν ἐλεύθερον καὶ καθαρὸν ἀέρα τῶν φιλτάτων αὐτοῦ ὀρέων. Διέμεινεν ἡμέρας τινὰς ἐντὸς μονῆς θεραπευόμενος καὶ περιθαλπτόμενος ὑπὸ τῶν ἁγίων ἐκείνων καλογήρων.
Ἀρματωλοὶ καὶ μοναχοί, ἐλευθερία καὶ θρησκευτικὸν αἴσθημα, ἐχθροὶ τῶν τυράννων καὶ λειτουργοὶ τῆς Θεότητος πρότερον καὶ διαρκούσης τῆς ἑλληνικῆς γιγαντομαχίας ἀπαντῶνται ἀμοιβαίως χειραγωγούμενοι, ἐνθαρρυνόμενοι, βοηθούμενοι.
Ἀλλ΄ὁ Κατζαντώνης, ὅστις ἐγνώριζεν ὅτι τὸ πονηρὸν ὄμμα τοῦ ἀδιαλλάκτου ἐχθροῦ του εἰσέδυε πανταχοῦ, φοβούμενος ἴσως προδοσίαν τινά, ἀσθενὴς ἔτι καὶ πυρέσσων παρῄτησε τὸ ἄσυλόν του καὶ κατέφυγε μετὰ τοῦ Γεωργίου εἴς τι σπήλαιον ἀπόκρυφον καὶ ἄγνωστον τοῖς πάσιν. Εἷς μόνος ἱερεύς(αἰσχύνομαι ἀναμιμνήσκων τὸ κακούργημά του!) εἰσήρχετο εἰς τὸ καταφύγιον ἐκεῖνο, προμηθεύων εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς τὸ ζῇν , καὶ οὗτος ἐπρόδωσε τοὺς δύο ἀδελφούς.
Ἑξήκοντα Ἀλβανοί, ἔχοντες ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰουσοὺφ Ἀράπην, αἴφνης περιεκύκλωσαν τὸ σπήλαιον, οὔτε ἤθελον ἀρκέσῃ ἂν ὁ Κατζαντώνης δὲν ἠσθένει βαρέως. Εἰς τὴν δεινὴν αὐτὴν θέσιν ὁ Γεώργιος ἤρπασεν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν καὶ ἐξῆλθεν τοῦ σπηλαίου φονεύων καὶ τραυματίζων ἀνηλεῶς τοὺς πρώτους Ἀλβανούς, τοὺς ὁποίους ἀπήντησεν. Ἔδραμε πρὸς τὸ ὄρος φέρων πάντοτε τὸ ἱερόν ἐκεῖνο φορτίον καὶ μαχόμενος καὶ ὀπισθοχωρῶν ἐφόνευε καὶ ἄλλους τῶν ἐχθρῶν, μέχρις οὗ ἀσθμαίνων καὶ πληγωμένος ᾐχμαλωτίσθη, μὴ θελήσας νὰ σωθῇ παραιτῶν τὸν γλυκύτατον αὐτοῦ ἀδελφόν.
Αἰωνία αὐτῶν ἡ μνήμη!