Μια φορά και έναν καιρό, στη μακρινή Κίνα γεννήθηκε ο τελευταίος γιος του Αυτοκράτορα. Ο πατέρας του ήταν ήδη πολύ μεγάλος για παιδιά, αλλά αυτό το παιδί ήταν σίγουρα κάτι ξεχωριστό για την Αυτοκράτειρα. Αυτή, μία μέρα πριν γεννήσει, ονειρεύτηκε το αγόρι της να χειρίζεται με μοναδικό τρόπο το σπαθί, και μετά να φεύγει μακριά.
–«Ώστε έτσι, θα αποκτήσουμε ένα γιο ξιφομάχο» είπε ο Αυτοκράτορας όταν του εξιστόρησε το όνειρο η γυναίκα του. -«Εγώ, θα τον προτιμούσα λόγιο ή ποιητή, ή πάντως οτιδήποτε θα τον κράταγε κοντά μου, είναι βλέπεις το στερνοπαίδι μου», απάντησε η μητέρα του.
Το παιδί μεγαλώνοντας είχε μία μοναδική κλίση που κατέληξε σε δεξιότητα στο σπαθί, και ο πατέρας του, γοητευμένος από αυτή την αρρενωπή, και συνάμα ξεχωριστή άθληση των ευγενών, προσπάθησε να διευκολύνει το γιο του επιλέγοντας για αυτόν τους πιο εξαιρετικούς δασκάλους ξιφασκίας. Σύντομα ο νέος πρίγκηπας, Σεκ το όνομά του, ήταν ήδη ο καλύτερος ξιφομάχος για την ηλικία του. Ο Σεκ για ώρες κάθε μέρα εξασκούσε τη ξιφομαχία με τέτοιο πια τρόπο που μπορούσε να μάχεται ακόμα και στο απόλυτο σκοτάδι. Με μία ματιά καταλάβαινε τον αντίπαλό του, και ανάλογα προσάρμοζε τη τακτική του, και κάποιες φορές διασκέδαζε ξιφομαχώντας με τρεις ή τέσσερεις ταυτόχρονα αντιπάλους για να κάνει τη μάχη πιο ενδιαφέρουσα.
Ωστόσο είχε μία υπεράνθρωπη δεξιότητα σε αυτό το άθλημα, την οποία άρεσε να επιδεικνύει. Ήδη κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ο καλύτερος ξιφομάχος του κράτους και δεχόταν ανοικτά μία μέρα την εβδομάδα όσους στοιχημάτιζαν ότι ήταν καλύτεροι από αυτόν. Συνήθως ήταν πρίγκηπες ή ευγενείς, αλλά αφού τους είχε όλους αυτούς κερδίσει, δεχόταν να ξιφομαχήσει με οποιονδήποτε ήξερε να κρατά καλά το ξίφος. Μετά από χρόνια που παρέμενε αήτητος σε αυτές τις μάχες, έμαθε από έναν ξένο που είχε κερδίσει, ότι κάπου στα μέρη του Βορρά υπάρχει ένας καλόγερος, πολύ δεινός ξιφομάχος, που όλοι τον λέγανε «Δάσκαλο του Ξίφους».
Ο Σεκ μόλις το έμαθε αυτό, δεν μπορούσε πλέον να ησυχάσει. Μέρα και νύχτα σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να γνωρίσει αυτόν τον Δάσκαλο του Ξίφους και να δει ποιος ήταν ο καλύτερος. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει ένα ταξίδι στο Βορρά για να τον αναζητήσει. Οι γονείς του μάταια τον συμβουλεύανε να μην κυνηγήσει κάτι που δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε καν. Ο Σεκ όμως ήταν αποφασισμένος και έτσι με μία μικρή ακολουθία έφυγε από το παλάτι.
Γύριζε πόλεις, χωριά, μοναστήρια. Και όσο προχωρούσε στο Βορρά τόσο άκουγε περισσότερο τη φήμη του Δάσκαλου του Ξίφους, ενώ αντίθετα αυτόν κανένας δεν τον γνώριζε. Θύμωσε από αυτό και έκανε σκοπό της ζωής του πλέον να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο Δάσκαλο. «Κάποιος από τους δυο μας είναι ο καλύτερος, και αυτό θα φανεί στη μάχη» σκεφτόταν με την νεανική και κοινωνική του έπαρση. Ώσπου μετά από καιρό, κατάφερε να φτάσει στο μοναστήρι όπου κατοικούσε ο περιβόητος Δάσκαλος του Ξίφους.
Ο Πρίγκηπας διέταξε να παρουσιαστούν όλοι οι καλόγεροι μπροστά του και με έπαρση είπε στους συγκεντρωμένους: «Ποιος από σας είναι ο λεγόμενος Δάσκαλος του Ξίφους;» Κανείς δεν απάντησε. «Πριν βάλω να σας σκοτώσουν, θα μου πείτε ποιος από σας είναι ο Δασκαλος του Ξίφους;», είπε ο Πρίγκηπας με θυμό. Ο πιο ηλικιωμένος καλόγερος με σεβασμό βγήκε μπροστά και είπε: «Συγχωρήστε μας Αξιότιμε Πρίγκηπα, αλλά ανάμεσα μας δεν είναι ο Δάσκαλος» -«Και γιατί δεν είναι εδώ μπροστά, αφού έτσι διέταξα;» Με σκυμμένο το κεφάλι ο γέροντας είπε: «Εξοχότατε, μας είπε ότι δεν έρχεται, γιατί … αυτή την ώρα πίνει το τσάι του».
Ο Πρίγκηπας κατακόκκινος από θυμό είπε στον καλόγερο: «Πήγαινε με στο κελί αυτού του αχρείου αμέσως!» Αυτό ήταν! Ή εγώ ή αυτός, σκέφτηκε. Ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλοπάτια έφτασαν σε ένα συνηθισμένο κελί, όπου στο βάθος του, καθισμένος σταυροπόδι και πίνοντας τσάι ήταν ο Δάσκαλος. Ο Πρίγκηπας ξεκίνησε τη συνομιλία:
-Είσαι εσύ που δεν υπακούς στις εντολές του Γιού του Αυτοκράτορα;
-Φίλε μου, δεν γνωρίζεις ότι κάθε ώρα της μέρας έχει μία χρήση και ένα σκοπό; Τώρα πίνω τσάι. Απάντησε με ήρεμο και γλυκό τρόπο ο Δασκαλος.
-Θα σου δώσω την ευκαιρία να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Βγάλε το ξίφος σου! Λέγοντας αυτό ο Πρίγκηπας έβγαλε το ξίφος του.
-Φίλε μου, δεν έχω διάθεση αυτή τη στιγμή να πολεμήσω. Εξάλλου, ο δυνατότερος πολεμιστής μπορεί να νικάει χωρίς καν να μάχεται!
-Ε άρπα τη λοιπόν! Ο φρενιασμένος Πρίγκηπας σήκωσε το σπαθί του και με δύναμη σημάδεψε το λαιμό του Δάσκαλου.
Τότε πράγμα παράξενο το σπαθί έγινε πολύ βαρύ για να το σηκώνει ο Πρίγκηπας, και καθώς αυτός ήταν ήδη εκτός ισορροπίας, βρέθηκε να πέφτει στο πάτωμα, με το κεφάλι στραμμένο στη Γη, μπροστά στα πόδια του Δάσκαλου. Ο Πρίγκηπας ένιωθε μία ακατανίκητη βαρυτική δύναμη να τον κρατάει κοκκαλωμένο στο έδαφος. Αλλά παράλληλα ένιωθε μία υπέροχη ελαφρότητα στη Ψυχή του τώρα που ήταν δίπλα από τον Δασκαλο.
-Λοιπόν Φίλε μου Πρίγκηπα, για ποιο λόγο ήρθες μέχρι εδώ;
-… Ήρθα… για να σου ζητήσω.. να γίνω… μαθητής σου!
-Πολύ ευχαρίστως, είπε χαμογελώντας ο Δασκαλος.
Διασκευή μιας κινέζικης ιστορίας
http://emmkopanakis.blogspot.gr/
–«Ώστε έτσι, θα αποκτήσουμε ένα γιο ξιφομάχο» είπε ο Αυτοκράτορας όταν του εξιστόρησε το όνειρο η γυναίκα του. -«Εγώ, θα τον προτιμούσα λόγιο ή ποιητή, ή πάντως οτιδήποτε θα τον κράταγε κοντά μου, είναι βλέπεις το στερνοπαίδι μου», απάντησε η μητέρα του.
Το παιδί μεγαλώνοντας είχε μία μοναδική κλίση που κατέληξε σε δεξιότητα στο σπαθί, και ο πατέρας του, γοητευμένος από αυτή την αρρενωπή, και συνάμα ξεχωριστή άθληση των ευγενών, προσπάθησε να διευκολύνει το γιο του επιλέγοντας για αυτόν τους πιο εξαιρετικούς δασκάλους ξιφασκίας. Σύντομα ο νέος πρίγκηπας, Σεκ το όνομά του, ήταν ήδη ο καλύτερος ξιφομάχος για την ηλικία του. Ο Σεκ για ώρες κάθε μέρα εξασκούσε τη ξιφομαχία με τέτοιο πια τρόπο που μπορούσε να μάχεται ακόμα και στο απόλυτο σκοτάδι. Με μία ματιά καταλάβαινε τον αντίπαλό του, και ανάλογα προσάρμοζε τη τακτική του, και κάποιες φορές διασκέδαζε ξιφομαχώντας με τρεις ή τέσσερεις ταυτόχρονα αντιπάλους για να κάνει τη μάχη πιο ενδιαφέρουσα.
Ωστόσο είχε μία υπεράνθρωπη δεξιότητα σε αυτό το άθλημα, την οποία άρεσε να επιδεικνύει. Ήδη κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ο καλύτερος ξιφομάχος του κράτους και δεχόταν ανοικτά μία μέρα την εβδομάδα όσους στοιχημάτιζαν ότι ήταν καλύτεροι από αυτόν. Συνήθως ήταν πρίγκηπες ή ευγενείς, αλλά αφού τους είχε όλους αυτούς κερδίσει, δεχόταν να ξιφομαχήσει με οποιονδήποτε ήξερε να κρατά καλά το ξίφος. Μετά από χρόνια που παρέμενε αήτητος σε αυτές τις μάχες, έμαθε από έναν ξένο που είχε κερδίσει, ότι κάπου στα μέρη του Βορρά υπάρχει ένας καλόγερος, πολύ δεινός ξιφομάχος, που όλοι τον λέγανε «Δάσκαλο του Ξίφους».
Ο Σεκ μόλις το έμαθε αυτό, δεν μπορούσε πλέον να ησυχάσει. Μέρα και νύχτα σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να γνωρίσει αυτόν τον Δάσκαλο του Ξίφους και να δει ποιος ήταν ο καλύτερος. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει ένα ταξίδι στο Βορρά για να τον αναζητήσει. Οι γονείς του μάταια τον συμβουλεύανε να μην κυνηγήσει κάτι που δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε καν. Ο Σεκ όμως ήταν αποφασισμένος και έτσι με μία μικρή ακολουθία έφυγε από το παλάτι.
Γύριζε πόλεις, χωριά, μοναστήρια. Και όσο προχωρούσε στο Βορρά τόσο άκουγε περισσότερο τη φήμη του Δάσκαλου του Ξίφους, ενώ αντίθετα αυτόν κανένας δεν τον γνώριζε. Θύμωσε από αυτό και έκανε σκοπό της ζωής του πλέον να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο Δάσκαλο. «Κάποιος από τους δυο μας είναι ο καλύτερος, και αυτό θα φανεί στη μάχη» σκεφτόταν με την νεανική και κοινωνική του έπαρση. Ώσπου μετά από καιρό, κατάφερε να φτάσει στο μοναστήρι όπου κατοικούσε ο περιβόητος Δάσκαλος του Ξίφους.
Ο Πρίγκηπας διέταξε να παρουσιαστούν όλοι οι καλόγεροι μπροστά του και με έπαρση είπε στους συγκεντρωμένους: «Ποιος από σας είναι ο λεγόμενος Δάσκαλος του Ξίφους;» Κανείς δεν απάντησε. «Πριν βάλω να σας σκοτώσουν, θα μου πείτε ποιος από σας είναι ο Δασκαλος του Ξίφους;», είπε ο Πρίγκηπας με θυμό. Ο πιο ηλικιωμένος καλόγερος με σεβασμό βγήκε μπροστά και είπε: «Συγχωρήστε μας Αξιότιμε Πρίγκηπα, αλλά ανάμεσα μας δεν είναι ο Δάσκαλος» -«Και γιατί δεν είναι εδώ μπροστά, αφού έτσι διέταξα;» Με σκυμμένο το κεφάλι ο γέροντας είπε: «Εξοχότατε, μας είπε ότι δεν έρχεται, γιατί … αυτή την ώρα πίνει το τσάι του».
Ο Πρίγκηπας κατακόκκινος από θυμό είπε στον καλόγερο: «Πήγαινε με στο κελί αυτού του αχρείου αμέσως!» Αυτό ήταν! Ή εγώ ή αυτός, σκέφτηκε. Ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλοπάτια έφτασαν σε ένα συνηθισμένο κελί, όπου στο βάθος του, καθισμένος σταυροπόδι και πίνοντας τσάι ήταν ο Δάσκαλος. Ο Πρίγκηπας ξεκίνησε τη συνομιλία:
-Είσαι εσύ που δεν υπακούς στις εντολές του Γιού του Αυτοκράτορα;
-Φίλε μου, δεν γνωρίζεις ότι κάθε ώρα της μέρας έχει μία χρήση και ένα σκοπό; Τώρα πίνω τσάι. Απάντησε με ήρεμο και γλυκό τρόπο ο Δασκαλος.
-Θα σου δώσω την ευκαιρία να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Βγάλε το ξίφος σου! Λέγοντας αυτό ο Πρίγκηπας έβγαλε το ξίφος του.
-Φίλε μου, δεν έχω διάθεση αυτή τη στιγμή να πολεμήσω. Εξάλλου, ο δυνατότερος πολεμιστής μπορεί να νικάει χωρίς καν να μάχεται!
-Ε άρπα τη λοιπόν! Ο φρενιασμένος Πρίγκηπας σήκωσε το σπαθί του και με δύναμη σημάδεψε το λαιμό του Δάσκαλου.
Τότε πράγμα παράξενο το σπαθί έγινε πολύ βαρύ για να το σηκώνει ο Πρίγκηπας, και καθώς αυτός ήταν ήδη εκτός ισορροπίας, βρέθηκε να πέφτει στο πάτωμα, με το κεφάλι στραμμένο στη Γη, μπροστά στα πόδια του Δάσκαλου. Ο Πρίγκηπας ένιωθε μία ακατανίκητη βαρυτική δύναμη να τον κρατάει κοκκαλωμένο στο έδαφος. Αλλά παράλληλα ένιωθε μία υπέροχη ελαφρότητα στη Ψυχή του τώρα που ήταν δίπλα από τον Δασκαλο.
-Λοιπόν Φίλε μου Πρίγκηπα, για ποιο λόγο ήρθες μέχρι εδώ;
-… Ήρθα… για να σου ζητήσω.. να γίνω… μαθητής σου!
-Πολύ ευχαρίστως, είπε χαμογελώντας ο Δασκαλος.
Διασκευή μιας κινέζικης ιστορίας
http://emmkopanakis.blogspot.gr/