Γράφει ο Ηλίας Α. Μπουμπουρής.
(Ανέκδοτη ομιλία του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου που έγινε το 1990 στην Αθήνα και εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ. ΤΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Στις 9 Νοεμβρίου 2010 απεβίωσε ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος. Στα χαρτιά του εκδότη Σταύρου Πετσόπουλου , ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Άγρα βρέθηκε δακτυλογραφημένο αντίγραφο μιας ανέκδοτης διάλεξης του ποιητή στο Εκθεσιακό Κέντρο Ιλεάνα Τούντα, τον Φεβρουάριο του 1990. Ο Σταύρος Πετσόπουλος εκδίδει και δημοσιεύει την διάλεξη του ποιητή σε μικρό καλαίσθητο και ολιγοσέλιδο έντυπο ( 500 αντίτυπα , εκτός εμπορίου) με τίτλο «ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ , ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ» σαν ευχετήριο , σε συνεργάτες και φίλους των εκδόσεων Άγρα , τα Χριστούγεννα του 2010.
Ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης Κοντογιώργης) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε στην Μέση Εκπαίδευση. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, με τις τάξεις τού ΕΑΜ, ενώ, κατά τη διάρκεια τού Εμφύλιου, συνελήφθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, με την ποιητική συλλογή «Fuga», το 1943. Το έργο του συγκεντρώθηκε στον τόμο «Ποιήματα: 1943 - 1987» («Αγρα»). Όλα τα βιβλία του ποιητή κυκλοφορούν στις εκδόσεις Άγρα.
Η Διάλεξη του ποιητή
Προλογικά θέλω να ευχαριστήσω τους οργανωτές της αποψινής εκδήλωσης κι εσάς που με την παρουσία σας – έκφραση αγάπης και του ενδιαφέροντός σας για την Ποίηση –ήρθατε να τιμήσετε την προσπάθειά μου στον Ποιητικό λόγο.
Ακόμα κάτι: Αφιερώνω την αποψινή μου ομιλία / απαγγελία από την ποίησή μου στη μνήμη του αξέχαστου φίλου Φίλιππου Βλάχου που με τόσο σπάνιο πάθος , για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια φρόντισε για την εκδοτική της παρουσία.
Θ΄ αποφύγω οποιαδήποτε προλογική εισήγηση στην ιδιομορφία της δικής μου ποίησης . Θα ΄μοιαζε αλλιώς να σας υποβάλλω σε μια προετοιμασία με μεταβολικά. Όπως ξέρουμε αυτό είναι παράνομο. Αν κερδίσω την προσοχή σας , αυτό θα είναι μέτρο της δικής σας ευαισθησίας παρά δικό μου κατόρθωμα. Κάτι άλλο όμως: Είναι που θέλω να φορτίσω την ατμόσφαιρα , που θέλω να την ηλεκτρίσω – αυτό ναι – σαν κατάθεση στο άγιο όνομα της Ποίησης ανακαλώντας μερικά από τα έκτυπα της φυσιογνωμίας της και της φυσιολογίας της. Δεν είναι καθόλου απαραίτητος γι΄ αυτό ένας ορισμός της Ποίησης. Οι ορισμοί μάχονται την ανεκλάλητη πολυσημία μιας έννοιας , προσπαθώντας να τη βάλουν στο γύψο. Αυτό δεν μπορεί να γίνει για την Ποίηση. Δεν χωρά σε ορισμούς κάποιας χωρητικότητας εκτός αν , από τα φυσιογνωμικά της επιλέξουμε ό, τι μας βολεύει για τη ισχυροποίηση μιας φιλόδοξης θεωρίας μας που επιδιώκει να νομολογήσει το φαινόμενο της Ποίησης.
Έτσι οι θετικιστές γλωσσολόγοι , όντας δέσμιοι μιας ενοχής να υπηρετήσουν το αντικείμενό τους , θα πουν ότι η Ποίηση είναι ίσως μια γλωσσική διαμαρτυρία , ένα ιδίωμα φορτισμένο από εκτροπές και παραβάσεις της θεσπισμένης γλωσσικής comformite , μιάς συμβατικής επίσημης γλώσσας δέσμιας των κανόνων εκφοράς της . Ωστόσο υπάρχει πράγματι μια ιστορική προσπάθεια του στοχασμού πού είναι προσηλωμένος στο ποιητικό φαινόμενο να δοθεί ένας ορισμός της Ποίησης. Δεν ξέρω γιατί αυτό δεν είναι μάταιο. Διότι για να μπορείς να εποπτεύεις κάτι στον βαθμό που να είναι εφικτό να το ορίσεις μέσα σ΄ έναν μετρικό , ή και όχι τέτοιο , χώρο , χρειάζεται να βγεις έξω απ΄ αυτό , άρα να αποσαφηνίζεις τα όριά του. Προκειμένου για την Ποίηση λοιπόν και προκειμένου να μην παραγραφούν οι όροι της , πρέπει να σταθείς σε κάποια επέκεινα της Ποίησης. Και ποια είναι αυτά? Προς το παρόν , και ενόσω ισχυρές επιφυλάξεις θα μας επιτρέπουν να είμαστε έξω από προκρουστικά εργαστήρια , θα στρέφομε την πλάτη σε κάθε προσπάθεια να δοθεί ένας στεγνός επιστημονικός ορισμός της Ποίησης εφόσον και στο βαθμό που αυτή θα γίνεται για λογαριασμό μιάς θεωρίας και όχι για λογαριασμό της Ποίησης.
Με τον υπερρεαλισμό , όσο με καμιά άλλη τάση , η Ποίηση αποκαλύφτηκε σαν μια υπερτασική μεταγλώσσα που εκβάλλει σε απαστράπτοντες θρόμβους θρασύτητας , ωθώντας σε ακροβασίες πάνω από τα χαώδη βάραθρα της γλώσσας. Μπορούμε μ΄ αυτόν και περισσότερο από κάθε άλλη φορά να πούμε ότι: Η Ποίηση είναι κίνηση για την ελευθερία και για το δικαίωμα της αναδιάταξης των πραγμάτων. Αναπλαστουργεί λοιπόν τον εμπράγματο κόσμο. Είναι η παρέμβαση της φαντασίας στην αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί η φαντασία μας δόθηκε για να ξεπερνάμε το ανέφικτο. Μπορεί και είναι αλήθεια πως η οποιαδήποτε γλώσσα μορφολογεί το αντικείμενό της , μα ειδικά η ποιητική γλώσσα έχει τούτο το μεγαλειώδες και κοσμογονικό : Πέραν του ότι μορφολογεί , παράλληλα ή ουσιαστικότερα οντοποιεί μέσα στο δικό της σύμπαν το αντικείμενό της. Κάτι πολύ εύστοχο που διάβασα κάπου έλεγε πως οι τρόποι της είναι το μοναδικό είδος εγκόσμιας γνώσης του υπερκόσμιου γιατί προσάγει τα απρόσιτα στις αισθήσεις μας και σώζει τα φαινόμενα.
Η Ποίηση είναι λόγος μαινόμενος. Η Ποίηση είναι η πιο ακραία ταχύτητα του πνεύματος στην ωκεάνεια έκταση της έκφρασης , έναρθρης ή εικαστικής. Η Ποίηση , όχημα εκ βαθέων , παραβιάζοντας τα σύνορα του ελεγχόμενου λόγου αναγγέλει τον παφλασμό του θαύματος. Η Ποίηση είναι κληρούχος του θαύματος κι έχει επωμιστεί την ανατομία του. Μα και η γνώση , όσες φορές γιγαντώνεται πέρα από κάποιες κεκορεσμένες συμβατικότητές της , είναι που αγγίζει , μέσω της Ποίησης , το θαύμα. Κάθε που η επιστήμη αναδιπλώνεται και αυτοξεπερνιέται είναι γιατί ανοίγεται προς την Ποίηση. Η Ποίηση εκφράζει την πάλη ανάμεσα στα πάθη και τον λόγο. Τα πάθη πιέζοντας τον λόγο που έτσι βγαίνει παθιασμένος. Ο λόγος πιέζοντας τα πάθη που εκβάλλουν σε λεξιακά νεφελώματα. Η διαλεκτική αυτή τριβή δίνει διέξοδο προς τον σπινθήρα που είναι το ποίημα.
Κι΄ ακόμα θέλω να προσθέσω πως αν η υπέρβαση των ορίων της πραγματικότητας με το χαρακτηριστικό της σταθμητής «βαρείας ύλης» εντάσσεται στις απώτατες και ανύπνωτες αναζητήσεις του ανθρώπου , αν είναι αυτός ο σφυγμός της διάνοιάς του , τότε η Ποίηση ίσως είναι το μόνο όχημα για το ταξίδι ετούτο.
Είναι σχεδόν αδύνατο ν΄ αναπτυχθεί για την Ποίηση ένας λόγος νηφάλιος από την αρχή ως το τέλος. Παραμονεύει το σκίρτημα , η έξαρση , ο ξεκαπίστρωτος έναστρος λόγος , παράδειγμα η παροξυσμική υπερρεαλιστική αποστροφή ενός μεγάλου μας για την Ποίηση , ότι είναι το ανάπτυγμα στίλβοντας ποδηλάτου.
Για την Ποίηση θα λέμε και θα λέμε αιωνίως γιατί , όπως λέει κάπου ο Ρολάν Μπάρτ , όσο το έργο (το ποιητικό και γενικά το λογοτεχνικό) θα είναι μια ερωτική παγίδα , μπορούμε να ελπίζουμε ότι η λογοτεχνία θα υπάρχει πάντα. Άρα , η Ποίηση εκ γενετής έρωτας είναι και θα είναι αναπεπταμένη μέσα στον χώρο και τον χρόνο και στην ανανεούμενη μεταφυσική τους. Και με το αδυσώπητο μεγαλείο του εκφραστικού λόγου. Μά το ανελέητο λεπίδι του ονείρου και της φαντασίας , η τελευταία λέξη για την Ποίηση δεν θα ειπωθεί ποτέ.
Ομιλία στο Εκθεσιακό Κέντρο
Ιλεάνα Τούντα , Φεβρουάριος 1990.
( Ο Ηλίας Μπουμπουρής , ευχαριστεί τον εκδότη Σταύρο Πετσόπουλο και τη Δήμητρα Πιπιλή των εκδόσεων Άγρα , για την ευγενική προσφορά του εντύπου , με την ομιλία του ποιητή)
(Ανέκδοτη ομιλία του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου που έγινε το 1990 στην Αθήνα και εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ. ΤΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Στις 9 Νοεμβρίου 2010 απεβίωσε ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος. Στα χαρτιά του εκδότη Σταύρου Πετσόπουλου , ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Άγρα βρέθηκε δακτυλογραφημένο αντίγραφο μιας ανέκδοτης διάλεξης του ποιητή στο Εκθεσιακό Κέντρο Ιλεάνα Τούντα, τον Φεβρουάριο του 1990. Ο Σταύρος Πετσόπουλος εκδίδει και δημοσιεύει την διάλεξη του ποιητή σε μικρό καλαίσθητο και ολιγοσέλιδο έντυπο ( 500 αντίτυπα , εκτός εμπορίου) με τίτλο «ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ , ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ» σαν ευχετήριο , σε συνεργάτες και φίλους των εκδόσεων Άγρα , τα Χριστούγεννα του 2010.
Ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης Κοντογιώργης) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε στην Μέση Εκπαίδευση. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, με τις τάξεις τού ΕΑΜ, ενώ, κατά τη διάρκεια τού Εμφύλιου, συνελήφθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, με την ποιητική συλλογή «Fuga», το 1943. Το έργο του συγκεντρώθηκε στον τόμο «Ποιήματα: 1943 - 1987» («Αγρα»). Όλα τα βιβλία του ποιητή κυκλοφορούν στις εκδόσεις Άγρα.
Η Διάλεξη του ποιητή
Προλογικά θέλω να ευχαριστήσω τους οργανωτές της αποψινής εκδήλωσης κι εσάς που με την παρουσία σας – έκφραση αγάπης και του ενδιαφέροντός σας για την Ποίηση –ήρθατε να τιμήσετε την προσπάθειά μου στον Ποιητικό λόγο.
Ακόμα κάτι: Αφιερώνω την αποψινή μου ομιλία / απαγγελία από την ποίησή μου στη μνήμη του αξέχαστου φίλου Φίλιππου Βλάχου που με τόσο σπάνιο πάθος , για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια φρόντισε για την εκδοτική της παρουσία.
Θ΄ αποφύγω οποιαδήποτε προλογική εισήγηση στην ιδιομορφία της δικής μου ποίησης . Θα ΄μοιαζε αλλιώς να σας υποβάλλω σε μια προετοιμασία με μεταβολικά. Όπως ξέρουμε αυτό είναι παράνομο. Αν κερδίσω την προσοχή σας , αυτό θα είναι μέτρο της δικής σας ευαισθησίας παρά δικό μου κατόρθωμα. Κάτι άλλο όμως: Είναι που θέλω να φορτίσω την ατμόσφαιρα , που θέλω να την ηλεκτρίσω – αυτό ναι – σαν κατάθεση στο άγιο όνομα της Ποίησης ανακαλώντας μερικά από τα έκτυπα της φυσιογνωμίας της και της φυσιολογίας της. Δεν είναι καθόλου απαραίτητος γι΄ αυτό ένας ορισμός της Ποίησης. Οι ορισμοί μάχονται την ανεκλάλητη πολυσημία μιας έννοιας , προσπαθώντας να τη βάλουν στο γύψο. Αυτό δεν μπορεί να γίνει για την Ποίηση. Δεν χωρά σε ορισμούς κάποιας χωρητικότητας εκτός αν , από τα φυσιογνωμικά της επιλέξουμε ό, τι μας βολεύει για τη ισχυροποίηση μιας φιλόδοξης θεωρίας μας που επιδιώκει να νομολογήσει το φαινόμενο της Ποίησης.
Έτσι οι θετικιστές γλωσσολόγοι , όντας δέσμιοι μιας ενοχής να υπηρετήσουν το αντικείμενό τους , θα πουν ότι η Ποίηση είναι ίσως μια γλωσσική διαμαρτυρία , ένα ιδίωμα φορτισμένο από εκτροπές και παραβάσεις της θεσπισμένης γλωσσικής comformite , μιάς συμβατικής επίσημης γλώσσας δέσμιας των κανόνων εκφοράς της . Ωστόσο υπάρχει πράγματι μια ιστορική προσπάθεια του στοχασμού πού είναι προσηλωμένος στο ποιητικό φαινόμενο να δοθεί ένας ορισμός της Ποίησης. Δεν ξέρω γιατί αυτό δεν είναι μάταιο. Διότι για να μπορείς να εποπτεύεις κάτι στον βαθμό που να είναι εφικτό να το ορίσεις μέσα σ΄ έναν μετρικό , ή και όχι τέτοιο , χώρο , χρειάζεται να βγεις έξω απ΄ αυτό , άρα να αποσαφηνίζεις τα όριά του. Προκειμένου για την Ποίηση λοιπόν και προκειμένου να μην παραγραφούν οι όροι της , πρέπει να σταθείς σε κάποια επέκεινα της Ποίησης. Και ποια είναι αυτά? Προς το παρόν , και ενόσω ισχυρές επιφυλάξεις θα μας επιτρέπουν να είμαστε έξω από προκρουστικά εργαστήρια , θα στρέφομε την πλάτη σε κάθε προσπάθεια να δοθεί ένας στεγνός επιστημονικός ορισμός της Ποίησης εφόσον και στο βαθμό που αυτή θα γίνεται για λογαριασμό μιάς θεωρίας και όχι για λογαριασμό της Ποίησης.
Με τον υπερρεαλισμό , όσο με καμιά άλλη τάση , η Ποίηση αποκαλύφτηκε σαν μια υπερτασική μεταγλώσσα που εκβάλλει σε απαστράπτοντες θρόμβους θρασύτητας , ωθώντας σε ακροβασίες πάνω από τα χαώδη βάραθρα της γλώσσας. Μπορούμε μ΄ αυτόν και περισσότερο από κάθε άλλη φορά να πούμε ότι: Η Ποίηση είναι κίνηση για την ελευθερία και για το δικαίωμα της αναδιάταξης των πραγμάτων. Αναπλαστουργεί λοιπόν τον εμπράγματο κόσμο. Είναι η παρέμβαση της φαντασίας στην αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί η φαντασία μας δόθηκε για να ξεπερνάμε το ανέφικτο. Μπορεί και είναι αλήθεια πως η οποιαδήποτε γλώσσα μορφολογεί το αντικείμενό της , μα ειδικά η ποιητική γλώσσα έχει τούτο το μεγαλειώδες και κοσμογονικό : Πέραν του ότι μορφολογεί , παράλληλα ή ουσιαστικότερα οντοποιεί μέσα στο δικό της σύμπαν το αντικείμενό της. Κάτι πολύ εύστοχο που διάβασα κάπου έλεγε πως οι τρόποι της είναι το μοναδικό είδος εγκόσμιας γνώσης του υπερκόσμιου γιατί προσάγει τα απρόσιτα στις αισθήσεις μας και σώζει τα φαινόμενα.
Η Ποίηση είναι λόγος μαινόμενος. Η Ποίηση είναι η πιο ακραία ταχύτητα του πνεύματος στην ωκεάνεια έκταση της έκφρασης , έναρθρης ή εικαστικής. Η Ποίηση , όχημα εκ βαθέων , παραβιάζοντας τα σύνορα του ελεγχόμενου λόγου αναγγέλει τον παφλασμό του θαύματος. Η Ποίηση είναι κληρούχος του θαύματος κι έχει επωμιστεί την ανατομία του. Μα και η γνώση , όσες φορές γιγαντώνεται πέρα από κάποιες κεκορεσμένες συμβατικότητές της , είναι που αγγίζει , μέσω της Ποίησης , το θαύμα. Κάθε που η επιστήμη αναδιπλώνεται και αυτοξεπερνιέται είναι γιατί ανοίγεται προς την Ποίηση. Η Ποίηση εκφράζει την πάλη ανάμεσα στα πάθη και τον λόγο. Τα πάθη πιέζοντας τον λόγο που έτσι βγαίνει παθιασμένος. Ο λόγος πιέζοντας τα πάθη που εκβάλλουν σε λεξιακά νεφελώματα. Η διαλεκτική αυτή τριβή δίνει διέξοδο προς τον σπινθήρα που είναι το ποίημα.
Κι΄ ακόμα θέλω να προσθέσω πως αν η υπέρβαση των ορίων της πραγματικότητας με το χαρακτηριστικό της σταθμητής «βαρείας ύλης» εντάσσεται στις απώτατες και ανύπνωτες αναζητήσεις του ανθρώπου , αν είναι αυτός ο σφυγμός της διάνοιάς του , τότε η Ποίηση ίσως είναι το μόνο όχημα για το ταξίδι ετούτο.
Είναι σχεδόν αδύνατο ν΄ αναπτυχθεί για την Ποίηση ένας λόγος νηφάλιος από την αρχή ως το τέλος. Παραμονεύει το σκίρτημα , η έξαρση , ο ξεκαπίστρωτος έναστρος λόγος , παράδειγμα η παροξυσμική υπερρεαλιστική αποστροφή ενός μεγάλου μας για την Ποίηση , ότι είναι το ανάπτυγμα στίλβοντας ποδηλάτου.
Για την Ποίηση θα λέμε και θα λέμε αιωνίως γιατί , όπως λέει κάπου ο Ρολάν Μπάρτ , όσο το έργο (το ποιητικό και γενικά το λογοτεχνικό) θα είναι μια ερωτική παγίδα , μπορούμε να ελπίζουμε ότι η λογοτεχνία θα υπάρχει πάντα. Άρα , η Ποίηση εκ γενετής έρωτας είναι και θα είναι αναπεπταμένη μέσα στον χώρο και τον χρόνο και στην ανανεούμενη μεταφυσική τους. Και με το αδυσώπητο μεγαλείο του εκφραστικού λόγου. Μά το ανελέητο λεπίδι του ονείρου και της φαντασίας , η τελευταία λέξη για την Ποίηση δεν θα ειπωθεί ποτέ.
Ομιλία στο Εκθεσιακό Κέντρο
Ιλεάνα Τούντα , Φεβρουάριος 1990.
( Ο Ηλίας Μπουμπουρής , ευχαριστεί τον εκδότη Σταύρο Πετσόπουλο και τη Δήμητρα Πιπιλή των εκδόσεων Άγρα , για την ευγενική προσφορά του εντύπου , με την ομιλία του ποιητή)