Γράφει ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Δεν ήταν να μείνω αρκετή ώρα στο Σύνταγμα (στη συγκέντρωση των αγανακτισμένων) λόγω πολλών και ποικίλων υποχρεώσεων στη δουλειά και ομολογώ πως δεν ξέρω τι έγινε και τι γίνεται ακόμα…Πέρασα όμως λίγο πριν νυχτώσει και λίγο μετά τη δυνατή βροχή που όπως κατάλαβα αποθάρρυνε αρκετούς να παραβρεθούν. Είδα όμως αρκετό κόσμο μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη και πολλοί (μεταξύ των οποίων και οι κάμερες που βρήκαν «λαυράκι») χάζευαν κάτι λίγους γραφικούς που χτυπούσαν κατσαρόλες και έλεγαν διάφορα σχετικά με την πείνα.
«Αργεντινή, Αργεντινή…» έλεγαν ορισμένοι από το πλήθος που φαντασιώνονται με το παράδειγμα αυτής της χώρας. «Θα γίνει της Αργεντινής» αναπαρήγαγαν εν χορώ κάποιοι άλλοι και έτσι συνεχίζονταν το γαϊτανάκι.
Πλησιάζοντας το σημείο που γίνονταν αυτά τα πράγματα με πολλή χαρά είδα μέσα στο πλήθος ένα καλό φίλο, συνταξιούχο καθηγητή πανεπιστήμιου και δυναμικό πρόεδρο δημόσιας επιχείρησης στο παρελθόν και χαιρετηθήκαμε. Είπαμε στην αρχή κάτι δικά μας για την ορεινή πατρίδα (είμαστε συμπατριώτες από την Ευρυτανία) και η κουβέντα το έφερε στις κατσαρόλες που ακούγαμε.
«Είναι λάθος» μου είπε «να λέμε πως οι κατσαρόλες προήλθαν από την Αργεντινή. Ούτε πάλι είναι έχει και τόσο δημοκρατικό παρελθόν το χτύπημα της κατσαρόλας στις διαδηλώσεις γιατί την πρώτη φορά που έγινε αυτό, ήταν όταν έγινε πρόεδρος της Χιλής ο Αλλιέντε. Τότε η ντόπια αντίδραση και η αστική τάξη της Χιλής που είδε να περιορίζεται ο αρπακτικός ρόλος της, συνεπικουρούμενη από τις χιλιανές και αμερικάνικες υπηρεσίες, προώθησε το κίνημα διαμαρτυρίας κατά του Αλλιέντε που εκφράζονταν με αυτό το θορυβώδη τρόπο. Αυτό το επανέλαβαν κατόπιν στην Αργεντινή όταν χρεοκόπησε η χώρα, αλλά είχε εντελώς άλλο στόχο και γι’ αυτό δεν έχει νόημα να το επαναλαμβάνουμε εδώ γιατί δείχνει τουλάχιστον άγνοια της ιστορίας των λαών και των κινημάτων».
Δεν ήταν να μείνω αρκετή ώρα στο Σύνταγμα (στη συγκέντρωση των αγανακτισμένων) λόγω πολλών και ποικίλων υποχρεώσεων στη δουλειά και ομολογώ πως δεν ξέρω τι έγινε και τι γίνεται ακόμα…Πέρασα όμως λίγο πριν νυχτώσει και λίγο μετά τη δυνατή βροχή που όπως κατάλαβα αποθάρρυνε αρκετούς να παραβρεθούν. Είδα όμως αρκετό κόσμο μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη και πολλοί (μεταξύ των οποίων και οι κάμερες που βρήκαν «λαυράκι») χάζευαν κάτι λίγους γραφικούς που χτυπούσαν κατσαρόλες και έλεγαν διάφορα σχετικά με την πείνα.
«Αργεντινή, Αργεντινή…» έλεγαν ορισμένοι από το πλήθος που φαντασιώνονται με το παράδειγμα αυτής της χώρας. «Θα γίνει της Αργεντινής» αναπαρήγαγαν εν χορώ κάποιοι άλλοι και έτσι συνεχίζονταν το γαϊτανάκι.
Πλησιάζοντας το σημείο που γίνονταν αυτά τα πράγματα με πολλή χαρά είδα μέσα στο πλήθος ένα καλό φίλο, συνταξιούχο καθηγητή πανεπιστήμιου και δυναμικό πρόεδρο δημόσιας επιχείρησης στο παρελθόν και χαιρετηθήκαμε. Είπαμε στην αρχή κάτι δικά μας για την ορεινή πατρίδα (είμαστε συμπατριώτες από την Ευρυτανία) και η κουβέντα το έφερε στις κατσαρόλες που ακούγαμε.
«Είναι λάθος» μου είπε «να λέμε πως οι κατσαρόλες προήλθαν από την Αργεντινή. Ούτε πάλι είναι έχει και τόσο δημοκρατικό παρελθόν το χτύπημα της κατσαρόλας στις διαδηλώσεις γιατί την πρώτη φορά που έγινε αυτό, ήταν όταν έγινε πρόεδρος της Χιλής ο Αλλιέντε. Τότε η ντόπια αντίδραση και η αστική τάξη της Χιλής που είδε να περιορίζεται ο αρπακτικός ρόλος της, συνεπικουρούμενη από τις χιλιανές και αμερικάνικες υπηρεσίες, προώθησε το κίνημα διαμαρτυρίας κατά του Αλλιέντε που εκφράζονταν με αυτό το θορυβώδη τρόπο. Αυτό το επανέλαβαν κατόπιν στην Αργεντινή όταν χρεοκόπησε η χώρα, αλλά είχε εντελώς άλλο στόχο και γι’ αυτό δεν έχει νόημα να το επαναλαμβάνουμε εδώ γιατί δείχνει τουλάχιστον άγνοια της ιστορίας των λαών και των κινημάτων».