Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

ΤΣΑΚΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ (Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου) «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ – ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ‘21»

Ανήκε στην ανυπόταχτη βουνίσια ράτσα των Αγράφων ο καπετάν Τσάκας, που απροσκύνητη εκεί πάνω στις κλεισούρες και τα κορφοβούνια της λεβεντογέννας Ρούμελης, αποτέλεσε «τη μαγιά της λευτεριάς», όπως ονόμασε την κλεφτουριά ο Μακρυγιάννης.
Παιδί αμούστακο ακόμα βγήκε στο κλαρί κι έγινε κλέφτης. Γρήγορα αναδείχτηκε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη πρώτα και του Καραϊσκάκη ύστερα γιατί στην τόλμη του δεν είχε όμοιό του. Μα σαν σκοτώθηκε κι ο Καραϊσκάκης ο Τσάκας ο δεντρόκορμος δεν είχε πια καρδιά για πόλεμο. Και αποσύρθηκε στα αγαπημένα του βουνά, το λατρευτό χωριό του, το Μοναστηράκι. Αρκετά είχε υποφέρει, πενήντα ολόκληρα χρόνια πολεμώντας τους Τούρκους. Κι όταν είδε λευτεριά η πατρίδα μας ο Τσάκας δεν ήταν από κείνους τους αγωνιστές που γύρευαν να δικαιωθούν για την προσφορά τους στον Αγώνα. Έτσι κανένας δεν τον είδε, ούτε στ' Ανάπλι, ούτε στην Αθήνα, ν' ανεβαίνει σκάλες, να φιλεί ποδιές, περίθαλψες και αριστεία να γυρεύει.
Αποτραβηγμένος στ' αγαπημένα του βουνά κατάφερε να οικονομήσει μια στάνη από γιδοπρόβατα και γελάδια που συνεχώς τη μεγάλωνε και από κλέφτης άγριος κι αφίλιωτος του Τούρκου οχτρός, γίνηκε ήμερος τσοπάνης, άβλαβος Πολύφημος και μόνο το πανύψηλο ανάστημά του και η αντρειωμένη του κορμοστασιά θύμιζε τον ξακουστό τον Κλέφτη Τσάκα. Βαρέθηκε όμως τη μοναξιά και στα γεροντικά του χρόνια παντρεύτηκε μια βλαχοπούλα, όμορφη και δροσερή, σαν του Άσπρου τα νερά. Τότε έτυχε να περάσει από τη στάνη του το βασιλικό το ζεύγος, ο Όθωνας και η Αμαλία: Ο υπασπιστής τους κατατόπισε τους βασιλιάδες για τη ζωή του Τσάκα. Τον ζήτησε ο Όθωνας και σε λίγο νά τος μπροστά του ένας θεόρατος ασπρομάλλης γίγαντας με λογκωμένα στήθια, φρύδια και μαλλιά που θύμιζε παμπάλαιο μονοδέντρι που το σκληραίνει η μοναξιά και η ανεμοζάλη.
-Διατί δεν εζητήσατε αμοιβήν δια τας υπηρεσίας σας; τον ρωτά ο Όθωνας. Και ο Τσάκας τ' ανταποκρίνεται αγέρωχα:
-Χαρά στα γονικά που καρτεράνε να δώσουνε ψουμί στα παιδιά τ'ς άμα σκάσουν απ' τα κλάματα. (Αλίμονο στην πατρίδα που τόσο αργά σκέφτηκε να βοηθήσει έναν αγωνιστή).
Ο Όθωνας ξαφνιάστηκε απ' την απόκρισή του και τον ξαναρώτησε:
-Σαν τι χάρη μπορεί να σου κάνει ο βασιλιάς σου που να σ' ευχαριστήσει;
-Να διατάξεις τα όργανα της εξουσίας σου, ν' αφήσουν τον Τσάκα λεύτερο να σέρνει τ' άρματά του που τίμησε τον Αγώνα.
Ο Όθωνας σημείωσε το αίτημα του αγωνιστή. Τού ‘δωσε και το Σταυρό του Σωτήρα.
Η βασίλισσα στο μεταξύ έτρωγε με τα μάτια της μια ολόδροση τριαντάρα βλάχα, μεγαλόσωμη και τσαχπίνα που στεκόταν κι άκουγε.
-Είσαι η κόρη του καπετάνιου; τη ρώτησε κάνοντας πως δεν ξέρει.
Ο Τσάκας μπήκε στη μέση μην αφήνοντας τη βλάχα ν' απαντήσει.
-Ο Θεγός δε μ' χάρ'σει παιδιά και καμιά απ' τις τρεις γ'ναίκες που πήρα˙ η στερνή, η τρίτ' είν' αυτήνη οπ' βλεπ'ς Κυρά βασίλισσα!
-Μα είναι πολύ νέα και την αδίκησες να την πάρης γυναίκα σου, τόσο προχωρημένος στα χρόνια, είπε πονηρά η Αμαλία
-Να σ' πω, Κυρά βασίλισσα, της απαντά ο Τσάκας. αν εν' (είναι) να χαλάης τ' Σαρακοστή, τότε να φας αρνί ή πλακίδα˙ μα αν εν' να φας παλιόγιδα, φάε καλύτερα το ξηρό ψουμάκι σ' νάχεις διάφορου και την ψυχή σ’!
Ο περήφανος καπετάνιος είχε φτάσει στα εκατόν δέκα χρόνια της ζωής του και κάτω δεν τόβαζε. Μια μέρα όμως συνέβη το απρόοπτο που έφερε και το τέλος του.
Κάποια γελάδια του στάλιζαν κάτω από ένα γιγαντόκορμο πλάτανο. Ξαφνικά με το φύσημα του αέρα σπάει ένα ξερό κλωνάρι, πέφτει πάνω σ' ένα βόδι και το σκοτώνει. Θέριεψε απ' το κακό του ο γέρο-Τσάκας. Αρπάζει ένα τσεκούρι και άρχισε να χτυπά νευρικά τον κορμό του πλατάνου για να τον κόψει. Παιδεύτηκε κάμποση ώρα ώσπου τα κατάφερε. Την ώρα όμως που θα έπεφτε ο πλάτανος, δεν πρόφτασε ο γέροντας να απομακρυνθεί και τον πήρε από κάτω. Τον χτύπησε πολύ και άρχισε να βογγά. Τρέξανε οι άλλοι τσοπάνηδες μα πως να παραμερίσουν τέτοιον πλάτανο. Ο γέρος όλο και πιο δυνατά βογγούσε. Ένας τότε απ' τους τσοπάνηδες λέει:
-Μωρέ πως ήταν γραφτό του να πεθάνει ο καημένος!
Τον άκουσε ο γέρο-Τσάκας, σταματάει τα βογγητά, κοιτάει αγριεμένος τον τσοπάνη που μίλησε και του λέει δυνατά:
-Αμ' πως ήθελες να πεθάνω, ορέ ζαγάρ; Ήθελες να μ' έβρ' το βόλι στ'ν καρδιά;
Και τελειώνοντας τη φράση του ξεψύχησε.

Επιμέλεια: Δημήτριος Ι. Γκορόγιας