Η Wall Street Journal είναι η μεγαλύτερη οικονομική εφημερίδα του κόσμου και το παρακάτω άρθρο έχει χαρακτηριστεί από έγκριτους δημοσιογραφικούς κύκλους ως τεράστια επιτυχία του Δημάρχου Καρπενησίου
Στις 4 Απριλίου, ένας 77χρονος συνταξιούχος και παππούς πήγε στην Πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα, απέναντι από την Βουλή των Ελλήνων. Ήταν άλλο ένα κανονικό, πολυάσχολο, πρωινό σαν όλα τα άλλα, ώσπου ο άνθρωπος αυτός, σε κοινή θέα, τοποθέτησε ένα όπλο στον κρόταφο του και τράβηξε τη σκανδάλη.
Στο σημείωμα που άφησε, κατηγορούσε την ελληνική κυβέρνηση, την οποία συνέκρινε με τους δοσίλογους που κυβέρνησαν την κατεχόμενη Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακολούθησε ένα κύμα διαδηλώσεων και ταραχών- όχι κάτι το νέο για την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια έχει, κατά μέσο όρο, τρεις διαδηλώσεις καθημερινά- δείγμα πως ο κοινωνικός ιστός της χώρας ίσως έχει αρχίσει να διαλύεται. Καθώς οι Έλληνες θα κληθούν τον επόμενο μήνα να προσέλθουν στις κάλπες για να αναδείξουν την επόμενη κυβέρνησή τους, είναι εύκολο για τους εξωτερικούς παρατηρητές να αναρωτιούνται εάν η χώρα έχει φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Η απάντησή μου είναι όχι: Δεν έχουμε φτάσει και δε θα φτάσουμε.
Οι Έλληνες ζουν τον πέμπτο χρόνο συνεχούς ύφεσης. Από το 2009, το ελληνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί περίπου κατά 20%. Στην Ελλάδα εξελίσσεται ένα πρωτόγνωρο πείραμα στη σύγχρονη οικονομία. Οι ηγέτες προσπαθούν υποτίθεται να εφαρμόσουν μία πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, να περιορίσουν δραστικά τις δημόσιες δαπάνες, να μειώσουν το κόστος εργασίας και να μεταρρυθμίσουν τη δομή του Δημοσίου και της Οικονομίας. Αυτό βεβαίως είναι περισσότερο θεωρητικό: Μισθοί και συντάξεις έχουν μειωθεί δραματικά, αλλά καμία ιδιωτικοποίηση δεν έγινε από το 2009 και οι περισσότεροι νόμοι που στοχεύουν στην κατάργηση προνομίων διαφόρων συντεχνιακών ομάδων ακόμα μένουν «στο ράφι».
Η απογοητευτική όμως πραγματικότητα αυτών των «μεταρρυθμίσεων», αντανακλά μια αλήθεια ακόμη δυσκολότερη για την Ελλάδα: ότι το πρωτεύον πρόβλημά της δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό. Η χώρα μου υποφέρει από βαθιά κρίση ηγεσίας.
Για δεκαετίες, η πολιτική ελίτ, βυθισμένη στη διαφθορά και την προσοδοθηρία, ακολούθησε το δρόμο των αλόγιστων δαπανών και της πατρωνίας. Μέχρι τις αρχές του 2010, ήταν ξεκάθαρο ότι τα δημόσια οικονομικά είχαν φτάσει σε οριακό σημείο, αλλά το δικομματικό σύστημα της χώρας αντιμετώπισε την κρίση με το χειρότερο δυνατό τρόπο.
Διεθνώς, η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ προέβαλε την εικόνα ενός αποτυχημένου κράτους, ενώ στο εσωτερικό της χώρας κατηγορούσε τους ξένους πιστωτές για τα αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας που έπρεπε να λάβει. Εν τω μεταξύ, η Νέα Δημοκρατία έφτασε στο σημείο να καταψηφίσει το πρώτο πακέτο στήριξης από την ΕΕ και το ΔΝΤ και τα συνοδευτικά μέτρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα βάδισε σε αυτό το δρόμο για περίπου δύο χρόνια, με τα δύο κόμματα να μάχονται στην αρένα του ανούσιου λαϊκισμού. Το ΠΑΣΟΚ υπόσχονταν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όταν μιλούσε με τους ξένους δανειστές αλλά στην Ελλάδα καθυστερούσε ή απλώς αποτύγχανε να τις εφαρμόσει. Εν τω μεταξύ η ΝΔ συνέχιζε να αντιτίθεται σε όλες τις μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η κυβέρνηση, και να αναλώνεται σε μια έντονη αντιευρωπαϊκή ρητορική.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Νοέμβρη του 2011, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε δημοψήφισμα για την επόμενη έκτακτη χρηματοδότηση της χώρας από την ΕΕ. Με αφορμή αυτή την κακότεχνη πρόταση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες απείλησαν ανοιχτά ότι θα θέσουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, γεγονός που λειτούργησε αφυπνιστικά για την Αθήνα.
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ανέκρουσαν πρύμναν και συμφώνησαν σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό το Λουκά Παπαδήμο, πρώην αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε αντίθεση όμως με ότι συνέβη στην Ιταλία, όχι μόνο δεν επετράπη στην κυβέρνηση Παπαδήμου να διαλέξει το υπουργικό της συμβούλιο, αλλά της δόθηκε και ιδιαίτερα περιορισμένος χρόνος ζωής λίγων μηνών, με αποτέλεσμα η όποια πιθανότητα σοβαρών μεταρρυθμίσεων να είναι εξ αρχής πολύ χαμηλή.
Τώρα, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από τις πιο κρίσιμες εκλογές στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το μισό εκλογικό σώμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, παραμένει αναποφάσιστο. Η δημοτικότητα των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, και η αθροιστική κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία φαίνεται να απειλείται.Ένας αριθμός από περιθωριακά κόμματα, και της αριστεράς και της δεξιάς, φαίνεται να καταγράφουν σημαντική αύξηση στα ποσοστά τους και για πρώτη φορά ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας αμφισβητείται στην πράξη. Οι Έλληνες εμφανίζονται διχασμένοι μεταξύ αντικρουόμενων και αντιφατικών συναισθημάτων. Η πλειοψηφία επιθυμεί να παραμείνει στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Αλλά η λαϊκή οργή εναντίον των χρηματοδοτών στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο και εναντίον των εντολών που στέλνουν για τη σωτηρία και τα οικονομικά της χώρας είναι ευρεία και διαρκώς αυξανόμενη.
Το αν η Ελλάδα επιζήσει από την κρίση βραχυπρόθεσμα δεν εξαρτάται μόνο από την οικονομική ανάπτυξη ή τη δημοσιονομική πρόοδο. Η ανάταξη της χώρας εξαρτάται από το εάν αναδειχθεί από τις εκλογές του επόμενου μήνα μια ευρωπαϊκή πλειοψηφία. Μόνο μια προ-ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα είναι ικανή να δημιουργήσει ένα συνασπισμό διαρκείας, να χτίσει τη διεθνή εμπιστοσύνη, να εφαρμόσει τους νόμους και να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Οι Έλληνες βρίσκονταν πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Βρεθήκαμε μπροστά σε δραματικά διλλήματα και στο παρελθόν, τη δεκαετία του 20, του 40 και του 70. Ωστόσο, κάθε φορά το ένστικτο και η κοινή λογική των Ελλήνων επικρατούσε. Η Ελληνική κοινωνία έχει τεράστιες δυνατότητες. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα σπαταληθεί, γιατί δε μπορεί να σπαταληθεί. Διακυβεύεται όχι μόνο η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αλλά και η σταθερότητα και ο Ευρωπαϊκός της προσανατολισμός.
Ο μέσος Έλληνας το καταλαβαίνει. Ας ελπίσουμε ότι θα καταφέρει να το κάνει πράξη στις εκλογές της 6ης Μαΐου.
Κώστας Μπακογιάννης , Δήμαρχος Καρπενησίου.
Στις 4 Απριλίου, ένας 77χρονος συνταξιούχος και παππούς πήγε στην Πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα, απέναντι από την Βουλή των Ελλήνων. Ήταν άλλο ένα κανονικό, πολυάσχολο, πρωινό σαν όλα τα άλλα, ώσπου ο άνθρωπος αυτός, σε κοινή θέα, τοποθέτησε ένα όπλο στον κρόταφο του και τράβηξε τη σκανδάλη.
Στο σημείωμα που άφησε, κατηγορούσε την ελληνική κυβέρνηση, την οποία συνέκρινε με τους δοσίλογους που κυβέρνησαν την κατεχόμενη Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακολούθησε ένα κύμα διαδηλώσεων και ταραχών- όχι κάτι το νέο για την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια έχει, κατά μέσο όρο, τρεις διαδηλώσεις καθημερινά- δείγμα πως ο κοινωνικός ιστός της χώρας ίσως έχει αρχίσει να διαλύεται. Καθώς οι Έλληνες θα κληθούν τον επόμενο μήνα να προσέλθουν στις κάλπες για να αναδείξουν την επόμενη κυβέρνησή τους, είναι εύκολο για τους εξωτερικούς παρατηρητές να αναρωτιούνται εάν η χώρα έχει φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Η απάντησή μου είναι όχι: Δεν έχουμε φτάσει και δε θα φτάσουμε.
Οι Έλληνες ζουν τον πέμπτο χρόνο συνεχούς ύφεσης. Από το 2009, το ελληνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί περίπου κατά 20%. Στην Ελλάδα εξελίσσεται ένα πρωτόγνωρο πείραμα στη σύγχρονη οικονομία. Οι ηγέτες προσπαθούν υποτίθεται να εφαρμόσουν μία πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, να περιορίσουν δραστικά τις δημόσιες δαπάνες, να μειώσουν το κόστος εργασίας και να μεταρρυθμίσουν τη δομή του Δημοσίου και της Οικονομίας. Αυτό βεβαίως είναι περισσότερο θεωρητικό: Μισθοί και συντάξεις έχουν μειωθεί δραματικά, αλλά καμία ιδιωτικοποίηση δεν έγινε από το 2009 και οι περισσότεροι νόμοι που στοχεύουν στην κατάργηση προνομίων διαφόρων συντεχνιακών ομάδων ακόμα μένουν «στο ράφι».
Η απογοητευτική όμως πραγματικότητα αυτών των «μεταρρυθμίσεων», αντανακλά μια αλήθεια ακόμη δυσκολότερη για την Ελλάδα: ότι το πρωτεύον πρόβλημά της δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό. Η χώρα μου υποφέρει από βαθιά κρίση ηγεσίας.
Για δεκαετίες, η πολιτική ελίτ, βυθισμένη στη διαφθορά και την προσοδοθηρία, ακολούθησε το δρόμο των αλόγιστων δαπανών και της πατρωνίας. Μέχρι τις αρχές του 2010, ήταν ξεκάθαρο ότι τα δημόσια οικονομικά είχαν φτάσει σε οριακό σημείο, αλλά το δικομματικό σύστημα της χώρας αντιμετώπισε την κρίση με το χειρότερο δυνατό τρόπο.
Διεθνώς, η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ προέβαλε την εικόνα ενός αποτυχημένου κράτους, ενώ στο εσωτερικό της χώρας κατηγορούσε τους ξένους πιστωτές για τα αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας που έπρεπε να λάβει. Εν τω μεταξύ, η Νέα Δημοκρατία έφτασε στο σημείο να καταψηφίσει το πρώτο πακέτο στήριξης από την ΕΕ και το ΔΝΤ και τα συνοδευτικά μέτρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα βάδισε σε αυτό το δρόμο για περίπου δύο χρόνια, με τα δύο κόμματα να μάχονται στην αρένα του ανούσιου λαϊκισμού. Το ΠΑΣΟΚ υπόσχονταν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όταν μιλούσε με τους ξένους δανειστές αλλά στην Ελλάδα καθυστερούσε ή απλώς αποτύγχανε να τις εφαρμόσει. Εν τω μεταξύ η ΝΔ συνέχιζε να αντιτίθεται σε όλες τις μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η κυβέρνηση, και να αναλώνεται σε μια έντονη αντιευρωπαϊκή ρητορική.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Νοέμβρη του 2011, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε δημοψήφισμα για την επόμενη έκτακτη χρηματοδότηση της χώρας από την ΕΕ. Με αφορμή αυτή την κακότεχνη πρόταση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες απείλησαν ανοιχτά ότι θα θέσουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, γεγονός που λειτούργησε αφυπνιστικά για την Αθήνα.
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ανέκρουσαν πρύμναν και συμφώνησαν σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό το Λουκά Παπαδήμο, πρώην αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε αντίθεση όμως με ότι συνέβη στην Ιταλία, όχι μόνο δεν επετράπη στην κυβέρνηση Παπαδήμου να διαλέξει το υπουργικό της συμβούλιο, αλλά της δόθηκε και ιδιαίτερα περιορισμένος χρόνος ζωής λίγων μηνών, με αποτέλεσμα η όποια πιθανότητα σοβαρών μεταρρυθμίσεων να είναι εξ αρχής πολύ χαμηλή.
Τώρα, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από τις πιο κρίσιμες εκλογές στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το μισό εκλογικό σώμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, παραμένει αναποφάσιστο. Η δημοτικότητα των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, και η αθροιστική κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία φαίνεται να απειλείται.Ένας αριθμός από περιθωριακά κόμματα, και της αριστεράς και της δεξιάς, φαίνεται να καταγράφουν σημαντική αύξηση στα ποσοστά τους και για πρώτη φορά ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας αμφισβητείται στην πράξη. Οι Έλληνες εμφανίζονται διχασμένοι μεταξύ αντικρουόμενων και αντιφατικών συναισθημάτων. Η πλειοψηφία επιθυμεί να παραμείνει στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Αλλά η λαϊκή οργή εναντίον των χρηματοδοτών στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο και εναντίον των εντολών που στέλνουν για τη σωτηρία και τα οικονομικά της χώρας είναι ευρεία και διαρκώς αυξανόμενη.
Το αν η Ελλάδα επιζήσει από την κρίση βραχυπρόθεσμα δεν εξαρτάται μόνο από την οικονομική ανάπτυξη ή τη δημοσιονομική πρόοδο. Η ανάταξη της χώρας εξαρτάται από το εάν αναδειχθεί από τις εκλογές του επόμενου μήνα μια ευρωπαϊκή πλειοψηφία. Μόνο μια προ-ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα είναι ικανή να δημιουργήσει ένα συνασπισμό διαρκείας, να χτίσει τη διεθνή εμπιστοσύνη, να εφαρμόσει τους νόμους και να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Οι Έλληνες βρίσκονταν πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Βρεθήκαμε μπροστά σε δραματικά διλλήματα και στο παρελθόν, τη δεκαετία του 20, του 40 και του 70. Ωστόσο, κάθε φορά το ένστικτο και η κοινή λογική των Ελλήνων επικρατούσε. Η Ελληνική κοινωνία έχει τεράστιες δυνατότητες. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα σπαταληθεί, γιατί δε μπορεί να σπαταληθεί. Διακυβεύεται όχι μόνο η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αλλά και η σταθερότητα και ο Ευρωπαϊκός της προσανατολισμός.
Ο μέσος Έλληνας το καταλαβαίνει. Ας ελπίσουμε ότι θα καταφέρει να το κάνει πράξη στις εκλογές της 6ης Μαΐου.
Κώστας Μπακογιάννης , Δήμαρχος Καρπενησίου.