Τα χρόνια πάνω – κάτω που απέκτησα το δικαίωμα του εκλέγειν – ενηλικιώθηκα δηλαδή και από εκεί πέρα η ζωή ήταν υποτίθεται στα χέρια μου, έκλεισε και το δημοτικό σχολείο του χωριού μου και από τότε και πέρα το επισκεπτόμουν μόνο κάθε φορά που λειτουργούσε ως εκλογικό τμήμα της Κοινότητας Μεγάλης Κάψης Φθιώτιδας.
Το σχολείο ήταν πέτρινο, της σειράς «Συγγρού» που στις αρχές του περασμένου αιώνα στόλισε πολλά χωριά της Ελλάδας και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο μετά την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο χωριό – τα μόνα που γλύτωσαν από τη φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί ανήμερα της Παναγίας το 1944- και τελευταία ανακαινίστηκε και έτσι θα έχει μερικά χρόνια ζωής ακόμα μπροστά του. Σημειωτέον, κατά την περίοδο της Αντίστασης λειτούργησε ως αναρρωτήριο και τα υπόστεγά του ως μαγειρεία των ανταρτών.
Φυσικά ως ανακαινισμένο κτίριο δεν πρόκειται να στεγάσει τίποτα, ούτε ως εκλογικό κέντρο δεν λειτουργεί πλέον ενώ φαίνεται ιδιαίτερα χλωμό να αξιοποιηθεί από το νέο Δήμο Μακρακώμης. Έτσι το πλέον βέβαιο είναι πως σε μερικά χρόνια καθώς θα ακολουθήσει τη μοίρα των έρημων κτηρίων που δεν τα ζεσταίνει καμιά ανάσα ανθρώπων,θα αρχίσει να καταρρέει πάλι και τότε είναι πολύ πιθανόν να μην βρεθούν τα σχετικά κονδύλια που θα απαιτηθούν να μείνει όρθιο. Πολύ πιθανό είναι επίσης να μη υπάρχει κανένας εν ζωή απ’ όσους κάθισαν στα θρανία του και όσοι θα γνωρίζουν κάτι θα είναι από τις αφηγήσεις των παλαιότερων.
Η σιδερένια πόρτα που βλέπουμε στη φωτογραφία στη μέση του τοίχου με τους κισσούς είναι αρκετά νεώτερη και αντικατέστησε το 1970 μια βαριά ξύλινη που είχε σαπίσει –το ίδιο έγινε και με τα μεγάλα παράθυρα στην ανατολική του πλευρά- και διατηρεί ακόμα το ίδιο χρώμα γιατί απλά δεν λειτουργούσε και κανένας δεν το σκέφτονταν.
Αυτή την πόρτα διάβαινα επί έξι χρόνια (και πρωί και απόγευμα τότε) και πέρασα με άριστα όλες τις τάξεις και το ίδιο άριστα πήρα και το απολυτήριό μου. Εν ολίγοις, αυτή ήταν η πρώτη μετά του σπιτιού μου μεγάλη πόρτα διάβηκα στη ζωή και τη θεωρώ την πιο σπουδαία και από πολλές άλλες που ακολούθησαν κι ας ήταν μεγαλύτερες.
Συχνά-πυκνά σκέφτομαι πως αν την σπρώξω κάποια μέρα θα ξαναβρεθώ πίσω στην εποχή που πήγαινα σχολείο αλλά εκείνο που με θέλγει περισσότερο είναι να γίνει κάπως και να την ανοίξω πάλι με ένα απολυτήριο των πέντε τώρα στο χέρι και να ξανοιχτώ στη ζωή πάλι από την αρχή αλλά η εποχή των θαυμάτων έχει φαίνεται οριστικά απέλθει στο επέκεινα...
Το σχολείο ήταν πέτρινο, της σειράς «Συγγρού» που στις αρχές του περασμένου αιώνα στόλισε πολλά χωριά της Ελλάδας και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο μετά την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο χωριό – τα μόνα που γλύτωσαν από τη φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί ανήμερα της Παναγίας το 1944- και τελευταία ανακαινίστηκε και έτσι θα έχει μερικά χρόνια ζωής ακόμα μπροστά του. Σημειωτέον, κατά την περίοδο της Αντίστασης λειτούργησε ως αναρρωτήριο και τα υπόστεγά του ως μαγειρεία των ανταρτών.
Φυσικά ως ανακαινισμένο κτίριο δεν πρόκειται να στεγάσει τίποτα, ούτε ως εκλογικό κέντρο δεν λειτουργεί πλέον ενώ φαίνεται ιδιαίτερα χλωμό να αξιοποιηθεί από το νέο Δήμο Μακρακώμης. Έτσι το πλέον βέβαιο είναι πως σε μερικά χρόνια καθώς θα ακολουθήσει τη μοίρα των έρημων κτηρίων που δεν τα ζεσταίνει καμιά ανάσα ανθρώπων,θα αρχίσει να καταρρέει πάλι και τότε είναι πολύ πιθανόν να μην βρεθούν τα σχετικά κονδύλια που θα απαιτηθούν να μείνει όρθιο. Πολύ πιθανό είναι επίσης να μη υπάρχει κανένας εν ζωή απ’ όσους κάθισαν στα θρανία του και όσοι θα γνωρίζουν κάτι θα είναι από τις αφηγήσεις των παλαιότερων.
Η σιδερένια πόρτα που βλέπουμε στη φωτογραφία στη μέση του τοίχου με τους κισσούς είναι αρκετά νεώτερη και αντικατέστησε το 1970 μια βαριά ξύλινη που είχε σαπίσει –το ίδιο έγινε και με τα μεγάλα παράθυρα στην ανατολική του πλευρά- και διατηρεί ακόμα το ίδιο χρώμα γιατί απλά δεν λειτουργούσε και κανένας δεν το σκέφτονταν.
Αυτή την πόρτα διάβαινα επί έξι χρόνια (και πρωί και απόγευμα τότε) και πέρασα με άριστα όλες τις τάξεις και το ίδιο άριστα πήρα και το απολυτήριό μου. Εν ολίγοις, αυτή ήταν η πρώτη μετά του σπιτιού μου μεγάλη πόρτα διάβηκα στη ζωή και τη θεωρώ την πιο σπουδαία και από πολλές άλλες που ακολούθησαν κι ας ήταν μεγαλύτερες.
Συχνά-πυκνά σκέφτομαι πως αν την σπρώξω κάποια μέρα θα ξαναβρεθώ πίσω στην εποχή που πήγαινα σχολείο αλλά εκείνο που με θέλγει περισσότερο είναι να γίνει κάπως και να την ανοίξω πάλι με ένα απολυτήριο των πέντε τώρα στο χέρι και να ξανοιχτώ στη ζωή πάλι από την αρχή αλλά η εποχή των θαυμάτων έχει φαίνεται οριστικά απέλθει στο επέκεινα...