Ο Κωνσταντίνος Μάκκας από τον Κρέντη Ευρυτανίας, αναζητώντας τα δύσκολα χρόνια του τόπου μας μια καλύτερη τύχη στη ζωή του, μετανάστευσε το 1969 οικογενειακώς στη μακρινή Αυστραλία όπου ο γιός του Γιώργος ακολούθησε το σχολείο αυτής της μεγάλης χώρας και χάρη των σπουδώ ν που έκανε κατόπιν πάνω στα ηλεκτρονικά, εργάστηκε στο Πολεμικό Ναυτικό αυτής της μεγάλης χώρας που έγινε η δεύτερη πατρίδα του.
Ο Γιώργος όμως ξέχασε όμως ποτέ την πρώτη του πατρίδα, τη φτωχή και ταλαιπωρημένη Ευρυτανία καθώς ο πατέρας του, ο οποίος εργάστηκε στον τομέα της επικοινωνίας των τρένων της Αυστραλίας, διατήρησε κάποιες συνήθειες από το χωριό του Κρέντη, ανάμεσα στις οποίες ήταν να φτιάχνει και το δικό του κρασί. Αγόραζε σταφύλια από την μεγάλη αγορά που ήταν κοντά στο σπίτι τους, μια μικρή μονοκατοικία με κήπο στο Σίδνει και ανέβαζε τον μικρό Γιώργο πάνω στο πατητήρι. Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή του με το κρασί. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό να μυήσει τον Γιώργο στον κόσμο του κρασιού. Ένας μπάρμπας του, ο Κώστας Γούλας είχε εκεί κοντά στο σπίτι τους μια κάβα και ο Γιώργος πήγαινε και τον βοηθούσε όταν είχε χρόνο και αυτός τον έβαζε να δοκιμάζει τα κρασιά που έφερναν οι παραγωγοί. Εκεί διαπίστωσε και τη διαφορά που είχαν τα αυστραλέζικα κρασιά από εκείνο που έκανε ο πατέρας του το οποίο συνήθως κατέληγε να γίνει ξύδι…
Ο Γιώργος δούλευε στο Ναυτικό αλλά στις διακοπές τον έπαιρνε ο μπάμπας του στην κάβα να τον βοηθάει, ιδιαίτερα δε στην περίοδο των Χριστουγέννων που η κατανάλωση σε κρασιά ήταν πολλή μεγάλη και έτσι ήρθε και σε επαφή με το κοινό που συνήθιζε σε αυτή την περίοδο να προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες. Αυτό του έμεινε και μετά από χρόνια που έκανε μια αναθεώρηση στο τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή του, του δόθηκε μια ευκαιρία και έγινε συνέταιρος σε ένα μικρό (200 στρέματα) για τα μέτρα της Αυστραλίας αμπέλι. Αυτό όμως του έδωσε το δικαίωμα προτεραιότητας να γραφτεί στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει οινολογία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευκολίες που προσφέρει το Δημόσιο στους εργαζόμενους.
Έτσι χωρίς να παρατήσει τη δουλειά του σπούδασε οινολογία, μια επιστήμη περιζήτητη στην Αυστραλία που διαθέτει 4.000 οινοποιεία (σημειώνουμε ότι στην Ελλάδα λειτουργούν μόνο 350). Στη σχολή δίδασκαν τα πάντα γύρω από την χημεία του κρασιού και ιδιαίτερα στη γευσιγνωσία του γιατί οι Αυστραλοί δίνουν τεράστια σημασία σε αυτό τον τομέα. Τους έβαζαν μας είπε σε μια αίθουσα και τους έδιναν να δοκιμάσουν 60 είδη, να γράψουν κάτι για αυτό που δοκίμασαν, να ψάξουν μέσα στο κρασί για τη γεύση του, να το καταλάβουν από πού ήρθε, πως έγινε, τι λάθη έχει, τι προβλήματα αντιμετωπίζει και πως αυτά μπορούν να λυθούν. Σιγά - σιγά έγινε οινολόγος και άρχισε να δουλεύει σε οινοποιεία με τη σειρά βέβαια που του έδινε η εμπειρία η οποία για την Αυστραλία είναι σημαντική.
«Η Αυστραλία» μας λέει ο Γιώργος «είναι από τις μεγαλύτερες οινοπαραγωγικές χώρες του κόσμου, με υψηλή κατανάλωση και μεγάλες εξαγωγές στις ΗΠΑ και την Αγγλία. Φτάνουν και ελληνικά κρασιά στην Αυστραλία λέει, αλλά η ποιότητά τους δεν αντέχει μπροστά στα αυστραλέζικα που θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο. Το πλεονέκτημά τους είναι η σταθερή ποιότητα και αυτό έχει να κάνει με τον τύπο παραγωγής αλλά και την προσοχή που δίνει ο οινοποιός και όλο το κύκλωμα παραγωγής κρασιού. Εκεί τα οινοποιεία κάνουν συμβόλαια αλλά βάζουν κάποιο οινολόγο να τα προσέχει συνέχεια και αυτός είναι που θα πει πότε θα γίνει ο τρύγος και όχι ο καλλιεργητής όπως γίνεται στην Ελλάδα».
Με την εμπειρία που απόκτησε στα αυστραλέζικα οινοποιεία ο Γιώργος, παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα και ασχοληθεί με την παραγωγή κρασιού. Η Ελλάδα βεβαίως και δεν του ήταν άγνωστη, καθώς έρχονταν πολύ συχνά και έμεινε τα καλοκαίρια στον Κρέντη κοντά στην γιαγιά του και ήξερε κάπως τον τόπο και τις δυνατότητές του, αλλά δεν γνώριζε το πώς δουλεύουν οι ελληνικές οινοποιίες. Έτσι μετά από δυο χρόνια εργασίας στην οινοποιία Μπουτάρη, εγκαταλείπει την ιδέα να συνεχίσει να εργάζδεται μέσα σε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτόν κλίμα παραγωγής που κυριαρχούν όχι η σωστή παραγωγή κρασίου αλλά ένα σωρό άλλα πράγματα και «πολιτικές» και αποφασίζει να φτιάξει μια δική του οινοποιία την οποία και ονόμασε λόγω της πατρίδας του «Ευρυτανική Οινοποιία».
Η βασική του σκέψη ήταν ότι εφ’ όσον τα οργανωμένα αμπέλια ευδοκιμούσαν σε μια ορεινή πόλη της Αυστραλίας που ζούσε, το Leichardt, θα ευδοκιμούσαν και στην Ευρυτανία. Έτσι ήρθε στη γενέτειρα, στη Φτερόλακα που θεωρεί ότι διαθέτει πολύ καλές συνθήκες για την αμπελουργία. Ο Γιώργος πιστεύει πως η λίμνη Κρεμαστών δεν έχει κάνει κακό στην περιοχή, που λένε οι πολλοί. «Αντιθέτως», λέει, «η λίμνη έχει κάνει πολύ καλο στην περιοχή γιατί έχει αλλάξει το κλίμα από ηπειρωτικό σε μεσογειακό, πράγμα που αποτρέπει τους δρυμείς χειμώνες και τις καταστροφικές συνέπειες των πυκνών χιονοπτώσεων».
Ο Γιώργος φύτεψε σε ένα μικρό κτήμα που έχει εκεί πέντε ποικιλίες: ασύρτικο και αθήρι από τις ελληνικές και σαντονέ, σοβινιόν και σιράχ λευκό γιατί, «ήθελα να κάνω συνδυασμούς με τα λευκά, το ασύρτικο με το σαντονέ και το αθήρι με το σοβινιόν γιατί πιστεύω πως αυτές οι ποικιλίες ταιριάζουν. Το ασύρτικο λέει το γνώρισα στη Σαντορίνη, το θεωρώ και το θεωρώ μαζί με το αθήρι και το αηδάνι εξαιρετικά σταφύλια. Έχουμε καλές ερυθρές ποικιλίες αλλά νομίζω πως καλύτερες είναι οι λευκές. Έχουμε και άλλες, μοσχοφίλερο, ροδίτη, σαββατιανό. Όλα είναι καλά και έχουν τη θέση τους στην οινολογία».
Όταν σε είδαν οι χωριανοί σου να φτιάχνεις αμπέλι, τι είπαν τον ρωτάω. «Η μόνη ερώτηση», απαντά «ήταν αν ευδοκιμεί εδώ το αμπέλι. Η δική μου απάντηση είναι ότι τα κλήματα ευδοκιμούν παντού και εμείς πρέπει να το φροντίζουμε ανάλογα με τον τόπο. Να τα κλαδεύουμε σωστά, να τα μαζεύουμε όταν πρέπει. Η Ευρυτανία προσφέρεται πολύ για την αμπελουργία και αν φυτέψεις αμπέλι σε σωστό σημείο θα ευδοκιμήσει. Γύρω από τη λίμνη θέλουν μια προσοχή στο ράντισμα γιατί έχει μια υγρασία. Στη Φτερόλακα έχει υγρασία γιατί δεν έχει πρωϊνό ήλιο. Τα δικά μου τα έχω φυτέψει με τον γαλλικό παραδοσιακό τρόπο. Είμαι στον τρίτο χρόνο λέει, αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνουν πολλοί που παρακολουθούν τη δράση μου, είναι ότι για να ωριμάσει το αμπέλι και να καρπίσει θέλει τουλάχιστον έξι χρόνια και αποδίσει πλήρως μετά τον δέκατο χρόνο».
Γι’ αυτό και παίρνει σταφύλια από την Κόρινθο και από την άλλη Ελλάδα και φτιάχνει δυο ειδών κρασιά, λευκό και κόκκινο και το εμφιαλώνει με την ονομασία «Βουνονήσι» παραπέμποντας στην τοποθεσία που είναι τα αμπέλια του, δίπλα δηλαδή στη λίμνη και υπονοόντας σαφώς πως το αμπέλι του είναι σαν ένα νησί μέσα στα βουνά της Ευρυτανίας.
Το κρασί του Γιώργου που κυκλοφορεί και στην συσκευασία του ασκού, διατίθεται σε πολλά καταστήματα του Καρπενησίου καθώς και της υπόλοιπης Ευρυτανίας και στη Βοιωτία και σιγά - σιγά γίνεται αναγνωρίσιμο και το προτιμούν τόσο οι ντόπιοι, όσο και επισκέπτες. Σε αυτό βοηθάει και η υποχώρηση της δυσπιστίας των συμπατριωτών του οι οποίοι πίστευαν πως τα περισσότερα από τα εμφιαλωμένα κρασιά είναι προϊόντα χημείου και όχι φυσικά προϊόντα. Είναι μια προκατάληψη η οποία έχει τις ρίζες της στην κακή ποιότητα πολλών κρασιών, που κυκλοφόρησαν στην περιοχή, μια προκατάληψη όμως που υποχωρεί καθώς από στόμα σε στόμα κυριολεκτικά κυκλοφορεί η φήμη πως το κρασί του Γιώργου Μάκκα είναι καλό, πράγμα που οφείλεται στην εμπειρία και την προσοχή που δίνει ο πρώτος και μοναδικός μέχρι στιγμή επαγγελματίας οινοποιός της Ευρυτανίας ο οποίος επιθυμεί επίσης να γίνει και ένας μεγάλος αμπελουργός κάποια στιγμή που θα μπορέσει να αποκτήσει και να καλλιεργήσει περισσότερα αμπέλια στην περιοχή.
Ο Γιώργος όμως δεν στοχεύει μόνο στην κατάκτηση της αγοράς της Ευρυτανίας με το κρασί του αλλά και να συμβάλλει στην αλλαγή της νοοτροπίας όσον αφορά την γενικότερη προβολή των προιόντων της Ευρυτανίας και των παραγωγικών της δυνατοτήτων και φυσικά επιθυμεί να μην παραμείνει ο μόνος οινοποιός στον τόπο του αλλά να βρεθούν και άλλοι και να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Εκείνο όμως που έχει περισσότερο στο μυαλό του είναι η δημιουργία ενός οινοποιείου το οποίο εκτός από την διάθεση του τοπικού κρασιού θα είναι,όπως και στην Αυστραλία, ένα σημείο προβολής και των υπόλοιπων προϊόντων του τόπου, γεωργικών και κτηνοτροφικών γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά «το κρασί είναι για το φαγητό και αυτό ο κόσμος το αγνοεί. Το κρασί δεν είναι μόνο για το κρασί και έχει γίνει για να τρώει ο άνθρωπος πιο πολύ και να τρώει καλά».
Ένας χώρος δε που πιστεύει πως μπορεί να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο είναι το παλιό σχολείο στο Καρακάσι, χώρο τον οποίο θεωρεί ιδανικό και γύρω από τον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πάμπολλες δραστηριότητες αναψυχής, γευσιγνωσίας και προβολής των τοπικών προϊόντων με κέντρο το κρασί της περιοχής. Ο Γιώργος έχει την πρόταση, είναι και διατιθειμένος να εργαστεί όσο μπορεί, μένει μόνο να τον ακούσουν και οι άλλοι για να γίνει ένα τέτοιο κέντρο στο Καρακάσι και να αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή της περιοχής. Με όχημα, το κρασί της Ευρυτανίας το οποίο σε τίποτα δεν υστερεί από τα υπόλοιπα ελληνικά…
Για όσους θέλουν να δοκιμασουν και να προμηθευτούν τα κρασιά της «Ευρυτανικής Οινοποιίας» μπορούν να απευθυνθούν στον ίδιο τον Γιώργο Μάκκα, τηλ. 6973710137 στο Καρπενήσι.
Ο Γιώργος όμως ξέχασε όμως ποτέ την πρώτη του πατρίδα, τη φτωχή και ταλαιπωρημένη Ευρυτανία καθώς ο πατέρας του, ο οποίος εργάστηκε στον τομέα της επικοινωνίας των τρένων της Αυστραλίας, διατήρησε κάποιες συνήθειες από το χωριό του Κρέντη, ανάμεσα στις οποίες ήταν να φτιάχνει και το δικό του κρασί. Αγόραζε σταφύλια από την μεγάλη αγορά που ήταν κοντά στο σπίτι τους, μια μικρή μονοκατοικία με κήπο στο Σίδνει και ανέβαζε τον μικρό Γιώργο πάνω στο πατητήρι. Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή του με το κρασί. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό να μυήσει τον Γιώργο στον κόσμο του κρασιού. Ένας μπάρμπας του, ο Κώστας Γούλας είχε εκεί κοντά στο σπίτι τους μια κάβα και ο Γιώργος πήγαινε και τον βοηθούσε όταν είχε χρόνο και αυτός τον έβαζε να δοκιμάζει τα κρασιά που έφερναν οι παραγωγοί. Εκεί διαπίστωσε και τη διαφορά που είχαν τα αυστραλέζικα κρασιά από εκείνο που έκανε ο πατέρας του το οποίο συνήθως κατέληγε να γίνει ξύδι…
Ο Γιώργος δούλευε στο Ναυτικό αλλά στις διακοπές τον έπαιρνε ο μπάμπας του στην κάβα να τον βοηθάει, ιδιαίτερα δε στην περίοδο των Χριστουγέννων που η κατανάλωση σε κρασιά ήταν πολλή μεγάλη και έτσι ήρθε και σε επαφή με το κοινό που συνήθιζε σε αυτή την περίοδο να προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες. Αυτό του έμεινε και μετά από χρόνια που έκανε μια αναθεώρηση στο τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή του, του δόθηκε μια ευκαιρία και έγινε συνέταιρος σε ένα μικρό (200 στρέματα) για τα μέτρα της Αυστραλίας αμπέλι. Αυτό όμως του έδωσε το δικαίωμα προτεραιότητας να γραφτεί στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει οινολογία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευκολίες που προσφέρει το Δημόσιο στους εργαζόμενους.
Έτσι χωρίς να παρατήσει τη δουλειά του σπούδασε οινολογία, μια επιστήμη περιζήτητη στην Αυστραλία που διαθέτει 4.000 οινοποιεία (σημειώνουμε ότι στην Ελλάδα λειτουργούν μόνο 350). Στη σχολή δίδασκαν τα πάντα γύρω από την χημεία του κρασιού και ιδιαίτερα στη γευσιγνωσία του γιατί οι Αυστραλοί δίνουν τεράστια σημασία σε αυτό τον τομέα. Τους έβαζαν μας είπε σε μια αίθουσα και τους έδιναν να δοκιμάσουν 60 είδη, να γράψουν κάτι για αυτό που δοκίμασαν, να ψάξουν μέσα στο κρασί για τη γεύση του, να το καταλάβουν από πού ήρθε, πως έγινε, τι λάθη έχει, τι προβλήματα αντιμετωπίζει και πως αυτά μπορούν να λυθούν. Σιγά - σιγά έγινε οινολόγος και άρχισε να δουλεύει σε οινοποιεία με τη σειρά βέβαια που του έδινε η εμπειρία η οποία για την Αυστραλία είναι σημαντική.
«Η Αυστραλία» μας λέει ο Γιώργος «είναι από τις μεγαλύτερες οινοπαραγωγικές χώρες του κόσμου, με υψηλή κατανάλωση και μεγάλες εξαγωγές στις ΗΠΑ και την Αγγλία. Φτάνουν και ελληνικά κρασιά στην Αυστραλία λέει, αλλά η ποιότητά τους δεν αντέχει μπροστά στα αυστραλέζικα που θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο. Το πλεονέκτημά τους είναι η σταθερή ποιότητα και αυτό έχει να κάνει με τον τύπο παραγωγής αλλά και την προσοχή που δίνει ο οινοποιός και όλο το κύκλωμα παραγωγής κρασιού. Εκεί τα οινοποιεία κάνουν συμβόλαια αλλά βάζουν κάποιο οινολόγο να τα προσέχει συνέχεια και αυτός είναι που θα πει πότε θα γίνει ο τρύγος και όχι ο καλλιεργητής όπως γίνεται στην Ελλάδα».
Με την εμπειρία που απόκτησε στα αυστραλέζικα οινοποιεία ο Γιώργος, παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα και ασχοληθεί με την παραγωγή κρασιού. Η Ελλάδα βεβαίως και δεν του ήταν άγνωστη, καθώς έρχονταν πολύ συχνά και έμεινε τα καλοκαίρια στον Κρέντη κοντά στην γιαγιά του και ήξερε κάπως τον τόπο και τις δυνατότητές του, αλλά δεν γνώριζε το πώς δουλεύουν οι ελληνικές οινοποιίες. Έτσι μετά από δυο χρόνια εργασίας στην οινοποιία Μπουτάρη, εγκαταλείπει την ιδέα να συνεχίσει να εργάζδεται μέσα σε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτόν κλίμα παραγωγής που κυριαρχούν όχι η σωστή παραγωγή κρασίου αλλά ένα σωρό άλλα πράγματα και «πολιτικές» και αποφασίζει να φτιάξει μια δική του οινοποιία την οποία και ονόμασε λόγω της πατρίδας του «Ευρυτανική Οινοποιία».
Η βασική του σκέψη ήταν ότι εφ’ όσον τα οργανωμένα αμπέλια ευδοκιμούσαν σε μια ορεινή πόλη της Αυστραλίας που ζούσε, το Leichardt, θα ευδοκιμούσαν και στην Ευρυτανία. Έτσι ήρθε στη γενέτειρα, στη Φτερόλακα που θεωρεί ότι διαθέτει πολύ καλές συνθήκες για την αμπελουργία. Ο Γιώργος πιστεύει πως η λίμνη Κρεμαστών δεν έχει κάνει κακό στην περιοχή, που λένε οι πολλοί. «Αντιθέτως», λέει, «η λίμνη έχει κάνει πολύ καλο στην περιοχή γιατί έχει αλλάξει το κλίμα από ηπειρωτικό σε μεσογειακό, πράγμα που αποτρέπει τους δρυμείς χειμώνες και τις καταστροφικές συνέπειες των πυκνών χιονοπτώσεων».
Ο Γιώργος φύτεψε σε ένα μικρό κτήμα που έχει εκεί πέντε ποικιλίες: ασύρτικο και αθήρι από τις ελληνικές και σαντονέ, σοβινιόν και σιράχ λευκό γιατί, «ήθελα να κάνω συνδυασμούς με τα λευκά, το ασύρτικο με το σαντονέ και το αθήρι με το σοβινιόν γιατί πιστεύω πως αυτές οι ποικιλίες ταιριάζουν. Το ασύρτικο λέει το γνώρισα στη Σαντορίνη, το θεωρώ και το θεωρώ μαζί με το αθήρι και το αηδάνι εξαιρετικά σταφύλια. Έχουμε καλές ερυθρές ποικιλίες αλλά νομίζω πως καλύτερες είναι οι λευκές. Έχουμε και άλλες, μοσχοφίλερο, ροδίτη, σαββατιανό. Όλα είναι καλά και έχουν τη θέση τους στην οινολογία».
Όταν σε είδαν οι χωριανοί σου να φτιάχνεις αμπέλι, τι είπαν τον ρωτάω. «Η μόνη ερώτηση», απαντά «ήταν αν ευδοκιμεί εδώ το αμπέλι. Η δική μου απάντηση είναι ότι τα κλήματα ευδοκιμούν παντού και εμείς πρέπει να το φροντίζουμε ανάλογα με τον τόπο. Να τα κλαδεύουμε σωστά, να τα μαζεύουμε όταν πρέπει. Η Ευρυτανία προσφέρεται πολύ για την αμπελουργία και αν φυτέψεις αμπέλι σε σωστό σημείο θα ευδοκιμήσει. Γύρω από τη λίμνη θέλουν μια προσοχή στο ράντισμα γιατί έχει μια υγρασία. Στη Φτερόλακα έχει υγρασία γιατί δεν έχει πρωϊνό ήλιο. Τα δικά μου τα έχω φυτέψει με τον γαλλικό παραδοσιακό τρόπο. Είμαι στον τρίτο χρόνο λέει, αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνουν πολλοί που παρακολουθούν τη δράση μου, είναι ότι για να ωριμάσει το αμπέλι και να καρπίσει θέλει τουλάχιστον έξι χρόνια και αποδίσει πλήρως μετά τον δέκατο χρόνο».
Γι’ αυτό και παίρνει σταφύλια από την Κόρινθο και από την άλλη Ελλάδα και φτιάχνει δυο ειδών κρασιά, λευκό και κόκκινο και το εμφιαλώνει με την ονομασία «Βουνονήσι» παραπέμποντας στην τοποθεσία που είναι τα αμπέλια του, δίπλα δηλαδή στη λίμνη και υπονοόντας σαφώς πως το αμπέλι του είναι σαν ένα νησί μέσα στα βουνά της Ευρυτανίας.
Το κρασί του Γιώργου που κυκλοφορεί και στην συσκευασία του ασκού, διατίθεται σε πολλά καταστήματα του Καρπενησίου καθώς και της υπόλοιπης Ευρυτανίας και στη Βοιωτία και σιγά - σιγά γίνεται αναγνωρίσιμο και το προτιμούν τόσο οι ντόπιοι, όσο και επισκέπτες. Σε αυτό βοηθάει και η υποχώρηση της δυσπιστίας των συμπατριωτών του οι οποίοι πίστευαν πως τα περισσότερα από τα εμφιαλωμένα κρασιά είναι προϊόντα χημείου και όχι φυσικά προϊόντα. Είναι μια προκατάληψη η οποία έχει τις ρίζες της στην κακή ποιότητα πολλών κρασιών, που κυκλοφόρησαν στην περιοχή, μια προκατάληψη όμως που υποχωρεί καθώς από στόμα σε στόμα κυριολεκτικά κυκλοφορεί η φήμη πως το κρασί του Γιώργου Μάκκα είναι καλό, πράγμα που οφείλεται στην εμπειρία και την προσοχή που δίνει ο πρώτος και μοναδικός μέχρι στιγμή επαγγελματίας οινοποιός της Ευρυτανίας ο οποίος επιθυμεί επίσης να γίνει και ένας μεγάλος αμπελουργός κάποια στιγμή που θα μπορέσει να αποκτήσει και να καλλιεργήσει περισσότερα αμπέλια στην περιοχή.
Ο Γιώργος όμως δεν στοχεύει μόνο στην κατάκτηση της αγοράς της Ευρυτανίας με το κρασί του αλλά και να συμβάλλει στην αλλαγή της νοοτροπίας όσον αφορά την γενικότερη προβολή των προιόντων της Ευρυτανίας και των παραγωγικών της δυνατοτήτων και φυσικά επιθυμεί να μην παραμείνει ο μόνος οινοποιός στον τόπο του αλλά να βρεθούν και άλλοι και να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Εκείνο όμως που έχει περισσότερο στο μυαλό του είναι η δημιουργία ενός οινοποιείου το οποίο εκτός από την διάθεση του τοπικού κρασιού θα είναι,όπως και στην Αυστραλία, ένα σημείο προβολής και των υπόλοιπων προϊόντων του τόπου, γεωργικών και κτηνοτροφικών γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά «το κρασί είναι για το φαγητό και αυτό ο κόσμος το αγνοεί. Το κρασί δεν είναι μόνο για το κρασί και έχει γίνει για να τρώει ο άνθρωπος πιο πολύ και να τρώει καλά».
Ένας χώρος δε που πιστεύει πως μπορεί να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο είναι το παλιό σχολείο στο Καρακάσι, χώρο τον οποίο θεωρεί ιδανικό και γύρω από τον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πάμπολλες δραστηριότητες αναψυχής, γευσιγνωσίας και προβολής των τοπικών προϊόντων με κέντρο το κρασί της περιοχής. Ο Γιώργος έχει την πρόταση, είναι και διατιθειμένος να εργαστεί όσο μπορεί, μένει μόνο να τον ακούσουν και οι άλλοι για να γίνει ένα τέτοιο κέντρο στο Καρακάσι και να αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή της περιοχής. Με όχημα, το κρασί της Ευρυτανίας το οποίο σε τίποτα δεν υστερεί από τα υπόλοιπα ελληνικά…
Για όσους θέλουν να δοκιμασουν και να προμηθευτούν τα κρασιά της «Ευρυτανικής Οινοποιίας» μπορούν να απευθυνθούν στον ίδιο τον Γιώργο Μάκκα, τηλ. 6973710137 στο Καρπενήσι.