Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Παγκόσμια μέρα της Ποίησης Ο Ευρυτανικός Παλμός συμμετέχει στον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας της ποίησης με το παρακάτω άρθρο του συνεργάτη μας, Ηλία Μπουμπουρή


1931: Η «Συνομιλία» του Κωστή Παλαμά με τον νέο-τότε- ποιητή Γιώργο ΣΕΦΕΡΗ με αφορμή την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο «ΣΤΡΟΦΗ».                                
(Του Ηλία Α. Μπουμπουρή  eliasb56@otenet.gr).


Στις 11 Φεβρουαρίου του 1925, μετά από πάμπολλες παλινωδίες, δισταγμούς και ακόμα ουσιαστικά αναποφάσιστος,  ο 25χρονος  Γιώργος Σεφέρης,  αφήνει οριστικά πίσω του τη Γαλλία , τα φοιτητικά του χρόνια, τούς φίλους του, τον πρώτο του μεγάλο έρωτα,  την Ζακλίν  Πουγιολόν, επιβιβάζεται σε πλοίο στη Μασσαλία και μετά από ταξίδι πέντε ημερών, φτάνει στον Πειραιά.
Έξη χρόνια στο Παρίσι, ο Σεφέρης, νοσταλγούσε  πικρά το δικό του Ελληνικό κόσμο. Η Σμύρνη, τα Βουρλά και η Σκάλα δεν υπάρχουν πια  και η Αθήνα διαφέρει πολύ από την πόλη που είχε αφήσει πίσω του, σχεδόν επτά χρόνια νωρίτερα. Παντού υπάρχουν πρόσφυγες, κάθε ανοιχτός χώρος έως τα περίχωρα της Αθήνας και του Πειραιά είναι γεμάτος από προσωρινά αντίσκηνα, γεμάτα σκόνη το καλοκαίρι, έρμαια της βροχής και του αέρα τον χειμώνα. Παντού υπάρχουν τα σημάδια της φτώχειας και της απόγνωσης.
 Πίσω λοιπόν στην Ελλάδα ,μετέωρος ο Σεφέρης, νοσταλγεί την εξαετία στο Παρίσι και δεν συμβιβάζεται με την ιδέα του πατέρα του,  να σταδιοδρομήσει σαν διπλωματικός υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Κωλυσιεργεί, δεν συμμετέχει στις εξετάσεις του Ιανουαρίου του 1926 και οι αναβολές του είναι για αυτόν ένα είδος παθητικής αντίστασης. Υποκύπτει στις πιέσεις και στα όνειρα της οικογένειας και τελικά περνά με επιτυχία τις εξετάσεις, στις 19 και 20 Δεκεμβρίου του 1926 και έτσι εισέρχεται στο διπλωματικό σώμα .
Σημαντική και ενδιαφέρουσα  η  εργασία του  στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά ο Γιώργος Σεφέρης αφήνεται στην όλο και πιο σκληρή και απαιτητική και μοναδική  δουλειά που τον καίει , την ποίηση. Στις αρχές του 1931,ο Σεφέρης ολοκληρώνει τον πρώτο του έργο, εργαζόμενος σκληρά και στο ημερολόγιό του, καταγράφει: « Έφτυσα αίμα, χωρίς υπερβολή, δουλεύοντας δέκα ώρες την ημέρα!»
Αναζητεί ψευδώνυμο για τη δημοσίευση του τόμου και μετά από συνομιλίες κυρίως με την αδερφή του Ιωάννα, ήδη σύζυγο του Κ. Τσάτσου, καταλήγει στο Γιώργος Σεφέρης και έκτοτε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο,  το συνοδεύει και το εικαστικό έμβλημα της γοργόνας με τη διχαλωτή ουρά και τα πτερύγια, που σχεδίασε ο ίδιος. Εξετάζει πιθανές  επιλογές για το όνομα του τίτλου, αλλά ο οριστικός τίτλος φαίνεται ότι προέκυψε από τη δόμηση του τόμου σε τρείς ενότητες, σύμφωνα με την αντιφωνική δομή του χορού της αρχαίας τραγωδίας: η κάθε στροφή καθορίζεται από την αντιστροφή που ακολουθεί.
Η Στροφή, τυπώνεται σε διακόσια αντίτυπα, διανέμεται στα βιβλιοπωλεία στις 25 Μαρτίου του 1931 και ακολούθως θα αποσταλεί και στους κριτικούς. Φροντίζει ο ίδιος-άγνωστος ακόμα στα λογοτεχνικά στέκια, στους κριτικούς και στα βιβλιοπωλεία-  ώστε το βιβλίο να φτάσει και στα χέρια των σημαντικότερων μορφών της λογοτεχνίας, στις αρχές του ’30. Μεταξύ των άλλων το βιβλίο φτάνει στον Καβάφη, στον Δροσίνη, στον Σικελιανό, στον Πάλλη, στον Βλαστό, στον Βάρναλη,  στον 70χρονο τότε  Παλαμά , και άλλους. Οι πωλήσεις περιορισμένες αλλά οι κριτικές   φτάνουν τον Οκτώβριο του ΄31 στις δεκατρείς, αριθμός εντυπωσιακός για ένα άγνωστο και πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή.
 Η πιο σημαντική απάντηση, με τη μορφή επιστολής  ήρθε στο Σεφέρη από τον μεγάλο άνδρα των ελληνικών γραμμάτων της εποχής , τον Κωστή Παλαμά, επιστολή η οποία δάνεισε και τον υπότιτλο του  άρθρου του «Ευρυτανικού Παλμού». Ο Παλαμάς επαινεί θερμά και ενστικτωδώς, τον γλωσσικό και μετρικό έλεγχο του  ποιητή, αλλά, ευγενώς, κάνει και ορισμένες καίριες παρατηρήσεις. Θαυμάζοντας αυτή την άτυπη-και πρώτη- συνομιλία των δύο μεγάλων ποιητών,  «δίνουμε» στους αναγνώστες του «Παλμού» την  γενναιόδωρη επιστολή του Παλαμά, η οποία τοποθετεί  ουσιαστικά  το Γιώργο Σεφέρη στο ποιητικό γίγνεσθαι της εποχής και είναι η απαρχή της έως σήμερα γνωστής   λογοτεχνικής «γενιάς του ΄30»
Η επιστολή Παλαμά:
Φίλε Κύριε Σεφεριάδη,
Να σας ευχαριστήσω, τόσο αργά πιa, για το στάλσιμο των ποιημάτων του Σεφέρη, δε φτάνει’ καθώς δε θα ‘φτανε, υποθέτω, να σας έγραφα τα ευχαριστήριά μου συνωδευμένα με κανένα πρόχειρο κοπλιμέντο για τους «ωραίους σας» στίχους κτλ. Τη «Στροφή» την πήρα πολλές φορές στα χέρια μου, μ΄ επιθυμία, με περιέργεια, με δυσφορία, με ανησυχία, κατά τη διάθεση της στιγμής που παίζει τόσο ρόλο στις γνώμες μας και στις κριτικές μας, πριν φτάσω σε μια ευχάριστη, σχεδόν -ή και χωρίς το σχεδόν-συμπαθητική συνεννόηση μαζί της. Εκείνο το «σχεδόν» στοχάζομαι πως δεν είναι για να στεναχωρήση. Δε θα γελούσατε, εάν εβλέπατε καμιά εφημερίδα να σας αναφέρη «ο συμπαθής ποιητής κ.Σεφέρης» κτλ. με τη συμπάθεια για χαρακτηριστικό σας γνώρισμα? Το δικό μου σχεδόν είναι κάτι άλλο, και η εντύπωσή μου αγνάντια στο στίχο σας, με κάποια σαν κριτική διάθεση, που πάει  πιο πέρα. Το γενικό τίτλο τους «Στροφή» δεν τον βλέπω δανεισμένο μόνο από το πρώτο ποίημα. Είναι μια στροφή που την κάνει έξαφνα η νέα ποίησή μας στο περπάτημα του χορού της κάπως απότομα, και για να δυσαρεστήση ακόμα όχι μόνο τους έξω από το χορό, μα και τους χορευτές τους ίδιους, όσους, φυσικά, δύσκολα βγαίνουν από τα καθιερωμένα βήματα «ένα  δυο – ένα δυο» κτλ. Ο χορός όμως δεν χαλιέται, εξακολουθεί, μήτε φτωχαίνει, τονώνεται, με τη «Στροφή», όσο κι αν δε μας είναι σαν απαραίτητη η παρουσία της. Τα ποιήματα της «Στροφής» είναι κρυπτογραφικά. Χρειάζονται και κάποιο κλειδί. Δεν το βλέπω. Ανήκω σ΄ εκείνους που το κλειδί τους χρειάζεται, όσο κι αν μερικοί, μπορεί απρόσεκτοι, με βρίσκουν δύσκολο, ή άλλοι, ανόητοι ασφαλώς, με χειροτονούν «ακατάληπτο». Ανακαλύπτω με φρίκη πως τίποτε δε με δένει με το Μαλλαρμέ (σ.σ: Stephane Mallarme, Γάλλος ποιητής, 1842-1898)  και με τους κάθε λογής μαλλαρμισμούς. Έξοχος καλλιτέχνης καθώς είναι, μ΄ ελκύουν τα ποιήματά του, όχι εκείνα που μας μηνάν, αλλά που μας προμηνάνε μονάχα πως έρχεται σε λιγάκι ο υποβλητικός μυστηριακός αντιφραστικός λυρισμός του, και μ΄ όλο το θαυμάσιο σονέττο του στον Πόε (σ.σ: Edgar Allan Poe, Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος, 1809-1849) που μας τονίζει πως ο ποιητής δίνει καινούριο νόημα στις λέξεις της φυλής. Τα ποιήματα του Σεφέρη κρυπτογραφικά τα λέω. Καθώς ο Γκαίτε (σ.σ: Johann Wolfgang von Goethe, Γερμανός συγγραφέας, ποιητής  και πολιτικός, θεωρείται ο βάρδος της Γερμανικής λογοτεχνίας, 1749-1832) τα ήθελε’    το ξέρουμε πως το λέει ρητά και στους στίχους του και στην πρόζα του. Έξω από τις απαιτήσεις της λεγόμενης ευκολίας (αχ! αυτή η ευκολία και στην αισθητική και στην παιδαγωγική, καθώς ξεμυτίζει, με απελπίζει) για να ευχαριστηθή κανείς  από τον ποιητή, πρέπει,  ν΄ απασχοληθή  μ΄ εκείνον, να απορήση, να ζητήση, και με κάποια προσπάθειαν, ανάλογα ν΄ ανταμειφθή. «Μοχθείν ανάγκη» θα  είναι κάποιος νόμος της αισθητικής. Όσο κι αν δεν ημπορεί να νοηθή απόλυτα και ανεξαίρετα η κριτική του Γκαίτε (τώρα θυμούμαι πως ο γνωστός σου υποθέτω, Pierre Lasserre, {σ.σ: Γάλλος κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος και δοικιμιογράφος,1867-1930} επικρίνοντας κάποτες δυσκολοπάτητες προεξοχές του Claudel, {σ.σ: Γάλλος ποιητής και διπλωμάτης , 1868-1955} αγωνίζεται να μας πείση πως οι κορυφαίοι της παγκόσμιας ποιήσεως  έχουν πάντα κάτι εύκολο προσιτό), εγώ πιστεύω πως η κριτική του Γκαίτε, αυτή είναι η σωστή και άξια της οξυδερκείας του και της καθολικότητας του πνεύματός του. Το ποίημα αίνιγμα το θέλει. Αλλ΄ εδώ είναι μια λεπτότατη σημαντική διαφορά. Το αίνιγμα χρειάζεται τη λύση του, που θα είναι τότε ανάλογα με την προσδοκία του  η ανταμοιβή περισσή. Αλλά χρειάζεται να βοηθήση οπωσδήποτε και ο ποιητής το συνεργαζόμενο αναγνώστη του ή ακροατή του. Όμως τα πράγματα με τον καιρό εξελίσσονται, βγαίνουν από τα όριά τους. Οι αριστοκρατικοί στιχοπλέχτες της φυλής του Σεφέρη και τη  βοήθεια αυτή δεν την θεωρούν απαραίτητη. Είναι σα να μη ζητούν ψήφους. Η ποίηση έχει χίλιους τρόπους να δηλωθή,  πρωτεική.  Φτάνει πάντα στους ποιητές της τελευταίας ώρας -και ίσως όλων των ωρών- ολίγων μετρημένων, ομότιμων και κοντινών, η διάγνωση κ΄ η εκτίμηση. Νομίζω πως υπάρχει στην ποιητική τέχνη μια αλήθεια καθολική και απαράβατη. Η pure poesie (σ.σ: καθαρή ποίηση) του Bremond  (σ.σ: Γάλλος καθηγητής, λογοτέχνης, φιλόσοφος και θεολόγος, 1865-1933) και των ημερών μας έχει την προτεραιότητά της   πολυσύνθετη κ΄ η ιδέα αυτή•  τη βλέπω από άλλες γωνιές και άλλες απόψεις. Αλλά purete (σ.σ: καθαρότητα) δεν μπορεί να είναι παρά ό,τι   με συγκινεί, και οι maitres, οι διδάσκαλοι, οι υπογραμμοί, δεν μπορεί να είναι, παρά ποιηταί purs, καθαροί.
Δοξάζω πως την ποιητική γλώσσα που μας σαγηνεύει, την αποτελούν οι δυο πλατύστερνοι γενικώτατοι παράγοντες: το συνηθισμένο και το ασυνήθιστο,  σε συμπλέγματα τεχνικά δυσκολοχώριστα΄ ή, καλύτερα, το παραδομένο και το απαράδοτο. Με το παραδομένο, μοναχικό, μας φοβερίζει ο κίνδυνος του πατημένου, του ξεθωριασμένου΄  με το απαράδοτο, αζευγάρωτο, ακατάδεχτο, μας παραστέκει η φοβέρα του ασύλληπτου, του ακατανόητου. Χωρίς να υποτιμήσω τη χάρη του απλού και του ξάστερου στίχου, μήτε αστόχαστα ν΄ αδιαφορήσω μπροστά στην αστρόφεγγη λάμψη του νυχτωμένου σκοταδερού στίχου –από την προσεχτικήν ανάγνωση του στίχου του Σεφέρη, φτάνω στο συμπέρασμα πως ο ποιητής αυτός βρίσκει το στοιχείο του στο απαράδοτο. Τα εκφραστικά του μέσα, εικόνες, υποβολές, υπαινιγμοί, σύμβολα, λέξεις, κτλ είναι το καθένα αυτόνομο, ανεξάρτητο, άσχετο, απόλυτο, πώς να το πω! Ο ολοχρονισμός του ετερόχρονου, η ομοφυλία του αλλόφυλου, και τανάπαλιν, στο αίσθημα και στην εικόνα, δίνουν και παίρνουν. Στην αισθητική του αναγνώστη, που κ΄ εγώ ίσως ανήκω στην τάξη του, λυτρώνει τον ποιητή το παραδομένο. Πού βρίσκεται αυτό το παραδομένο? Βρίσκεται στην επιμέλεια, στην εντέλεια της τέχνης του. Αλλά είμαι και από εκείνους που φρονούν πως ποίηση και τέχνη, σχεδόν ανεξαίρετα ένα κάνουν. Βλέπω πως ο ποιητής της « Στροφής»  είναι κύριος της Μορφής με το παραπάνω. Είναι το χαλινάρι του. Είναι  ακρότης ή μεσότης η ποίηση; Είναι και τα δύο, κατά τη στιγμή, τη ροπή, την ανάγκη, ξέρω κ΄ εγώ! Του Σεφέρη ο στίχος δουλεμένος, η στροφή στην εντέλεια΄ δεκαπεντασύλλαβοι, δεκατρισύλλαβοι, ρίμες του, συνηχήσεις του, ταιριάσματα παροξύτονα, προπαροξύτονα, λογής, τα μετρικά σχήματα, οι τρόποι του, δείχνοντας τον καλλιτέχνη, μαρτυρούν για τον ποιητή. Έτσι εξηγείται  το ολοφάνερο της δυνατής επιβολής του «Ερωτικού λόγου», παρ όλα τα αντιρρητορικά δυσκολοκοινώνητα   του αποκρυφιστικού του λεκτικού, συνθεμένου απάνω στα καθιερωμένα από τη στιχουργική παράδοση δεκαπεντασύλλαβα τετράστιχα, με τα συναλλασσόμενα κανονικά του σταυρωτά ομοιοκατάληκτα οξύτονα, παροξύτονα:
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα.
Μα τα κορμιά έχουν σβύσει
στη θάλασσα, στον άνεμο,
στον ήλιο, στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές
που μας χαρίζει η φύση,
μα ποιος να ξέρει αν πέθανε
στον κόσμο μια ψυχή.
Τη στροφή αυτή τυχαία ξεχωρίζω από τις αδερφάδες της του «Ερωτικού Λόγου».
Ή ποιός δεν αισθάνεται τους στίχους τούτους σα θωπευτικές ανατριχίλες:
Γυναίκα της ψυχής μου ξένη,
το ξάφνιασμά σου απομένει,
ωραία γυναίκα αγαπημένη,
το βράδι αυτό το ανόητο, σήμερα.

Και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη…..
σκύψε να μπεις πάλι σε θήκη,
λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα.

Εδώ αναγκάζομαι να σταματήσω το γράμμα μου, περισσόλογο για γράμμα, για άρθρο, βιαστικό και ελλειπτικό. Ξεχωριστά κάποια σου ωρισμένα ποιήματα, εκείνο που θυμίζει την κλωντελική περιοδολογία, το άλλο με τα βώδια του Υπερίωνος, και το γελαστό με τον τίτλο «Δημοτικό τραγούδι» θα μου έδιναν την αφορμή να παρατείνω τη γλωσσαλγία μου. Μα τόσο μόνο.
Σε χαιρετώ με την αγάπη μου και τη σκέψη μου. Και να συγχωρής τη γεροντική μου αρτηριοσκλήρωση.

16.7.31  Κωστής Παλαμάς

H «ΣΤΡΟΦΗ» του Γιώργου Σεφέρη ανήκει στα πρώτα μανιφέστα της νεωτερικής ποίησης του Ελληνικού Μεσοπολέμου μαζί με τα πρώτα -και σκόρπια- ποιητικά δείγματα  του αδικοχαμένου Γιώργου Σαραντάρη, του Θόδωρου Ντόρρου και του Νικήτα Ράντου. Σήμερα μακριά, πολύ μακριά από τις απαρχές της νεωτερικής λογοτεχνίας και με ψύχραιμη (φιλολογική) εκτίμηση, ο Σεφέρης πρωτίστως το 1931, και ο Ελύτης όταν πρωτοεμφανίζεται το 1935, αναγνωρίζονται ως οι σταθερές εκείνες που προσδιόρισαν -και καθόρισαν- το τοπίο της αποκαλούμενης «Γενιάς του 30»,  όπως εξελίχθηκε κυρίως  μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. (H επιστολή του Παλαμά αναδημοσιεύεται  επακριβώς από το βιβλίο του Δ. Δασκαλόπουλου «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, Επιλογή κριτικών κειμένων» που εκδόθηκε το 1996 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης ).                                                                                
         Ηλίας Α. Μπουμπουρής