Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΤΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - Μια άνοιξη που δεν έρχεται…

Ο Απρίλης ήταν κατά παράδοση ο μήνας που όλες οι ορεινές κοινότητες της Ελλάδας ζωντάνευαν και αποκτούσαν μια κινητικότητα που εντυπωσίαζε. Αυτό ήταν και επόμενο καθώς  ο χειμώνας με τα χιόνια, τις βροχές και τους πάγους που ήταν ήδη παρελθόν,
είχε μουδιάσει κυριολεκτικά κάθε δραστηριότητα η οποία, έτσι κι αλλιώς με τον κύκλο της φύσης ήταν συνυφασμένη. Καθώς λοιπόν αποσύρονταν σιγά - σιγά τα φαινόμενα του χειμώνα και μεγάλωνε η ημέρα, η ζωή έπαιρνε άλλο ρυθμό και φυσικά ταχύτητα.



Του Ηλία Προβόπουλου

Τούτο φυσικά και εξαρτιόνταν από το υψόμετρο κάθε τόπου γιατί η άνοιξη δεν ανέβαινε με μιας στα βουνά αλλά κοντοστέκονταν και προχωρούσε όσο τις επέτρεπαν τα φυσικά φαινόμενα τα οποία ήταν κι αυτά που ρύθμιζαν την επικοινωνία κάθε χωριού με τον έξω κόσμο και έξω κόσμος επί του προκειμένου, έξω κόσμος ήταν τότε οι πόλεις και ο κάμπος μέρη από τα οποία εξαρτιόνταν όλες οι κοινότητες ανεξάρτητα από το βαθμό επάρκειας που η κάθε μια διέθετε. Επάρκεια ασφαλώς και κρίνονταν τις τελευταίες ημέρες του Μάρτη και τούτο πάλι είχε να κάνει κυρίως με τις ζωοτροφές και την ευχέρεια της βοσκής.
Στο σύνολό τους οι κάτοικοι των χωριών ήταν προετοιμασμένοι μόλις περάσει του Ευαγγελισμού να εξορμήσουν στα χωράφια και τους κήπους. Γι’ αυτό και είχαν έτοιμα τα εργαλεία και τα άλλα χρειαζούμενα γιατί ήξεραν πως όταν φτάσει ο Απρίλης δεν είχαν περιθώρια να τρέξουν στους σιδεράδες, τους σαμαράδες και τους άλλους επαγγελματίες που τύχαινε να μην έχουν στα χωριά τους. Παράλληλα καθάριζαν τα χωράφια που ήθελαν να οργώσουν ή να σκάψουν από κλαριά και φύλλα και συμμάζευαν τα νερά που ξέφευγαν από τα ρέματα για να στεγνώσει το χώμα και να μπορέσει να μπεί μέσα το ζευγάρι.
Μόλις έφτανε αυτή η ώρα, τότε ήταν που ξεκινούσαν να οργώσουν εκείνα τα χωράφια που επρόκειτο να σπείρουν καλαμπόκι ή άλλες ανοιξιάτικες σπορές και τα κήπια για τα λαχανικά τους. Σιτάρια και κριθάρια είχαν σπείρει ήδη το Νοέμβρη σε κάποια χωράφια απόμακρυσμένα ή σε σημεία που δεν πάταγαν τα κοπάδια τα οποία και αυτά έβγαιναν αρκετά ταλαιπωρημένα από το χειμώνα γιατί δεν είχαν την τροφή που χρειάζονταν ενώ αν κρατούσαν τα χιόνια μέχρι το τέλος του Μάρτη, φαινόμενο όχι σπάνιο, λιμοκτονούσαν. Έτσι, όλοι περίμεναν να φθάσει πως και πως ο Απρίλης και να αρχίσει να περπατάει ο Μάης για να πάρει η ζωή μπροστά και να μπεί η ύπαιθρος στην τροχιά της καρποφορίας.
Έτσι γίνονταν μέχρι πριν από κάνα - δυο δεκαετίες σε όλα τα ορεινά χωριά, ακόμη και σε εκείνα που πήγαιναν να ξεκαλοκαιριάσουν τα κοπάδια μόνο το καλοκαίρι, αρκετός κόσμος πήγαινε από τα μέσα του Απρίλη να σκάψει και να φυτέψει πατάτες κυρίως και λίγα κηπευτικά ενώ τα κοπάδια καθυστερούσαν ακόμη στη διαδρομή προς τα βουνά. Έτσι προλάβαιναν τον κύκλο της ανάπτυξης και η συγκομιδή συνέπιπτε με την κάθοδο στα χειμαδιά που άρχιζε από το Σεπτέμβριο και κρατούσε μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.Με λίγα λόγια, ο Μάης εύρισκε όλα τα προσφερόμενα για καλλιέργεια χωράφια στα χωριά, έτοιμα για φύτεμα και τον κόσμο σε διαρκή κίνηση ενώ τον κόσμο να ετοιμάζει τα αυλάκια για το πότισμα καθώς και όλα τα χρειαζούμενα για το χωράφι, παλούκια κλπ.
Όσον αφορά τώρα την κτηνοτροφία, τα ζωντανά, μικρά ή μεγάλα στην περίοδο της βοσκής ενώ τα γιδοπρόβατα που είχαν απαλλαγεί λόγω Πάσχα των μικρών τους ή τα είχαν αποκόψει, βρίσκονταν στην περίοδο της μεγάλης παραγωγής γάλακτος, πράγμα το οποίο έθετε σε ιδιαίτερη κινητικότητα τους κατοίκους καθώς άρχιζε η περίοδος της τυροκομίας καθώς και της παραγωγής βούτυρου το οποίο ήταν χρυσάφι για τους κτηνοτρόφους.
Έτσι ήταν τα πράγματα μέχρι πριν από λίγα χρόνια αλλά σήμερα, σήμερα που όλο και περισσότερο τίθεται το ζήτημα της επιστροφής στα χωριά ανθρώπων που δυσκολεύονται πλέον λόγω της κρίσης στις πόλεις, και όλοι θα περίμεναν να δούν κάποια χωριά, όχι να αποκτούν την κίνηση που είχαν κάποτε αλλά οπωσδήποτε ένα ζωντάνεμα που να  έχει να κάνει με την προετοιμασία των χωραφιών και το φύτεμα των κήπων, δεν συμβαίνει τίποτα.
Και τούτο, γιατί αυτό που σχολιάζουν όλοι δεν είναι τόσο ο φόβος της δουλειάς που περιμένει όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί με τα παρατημένα πατρικά χωράφια, αλλά η απογοήτευση που θα δοκιμάσει εξαιτίας της διαλυμένης κοινότητας που θα κληθεί να ζήσει και να προκόψει. Γιατί η κοινότητα ήταν αυτή που μέσα στα πλαίσιά της λειτουργούσε και η οικονομία κάθε τόπου και με τους θεσμούς που είχε δημιουργήσει, υποστήριζε κάθε ενέργεια των μελών της και κάλυπτε σε ικανοποιητικό βαθμό τις αδυναμίες τους.
Γιατί απλά, τα οργώματα για παράδειγμα δεν μπορούσαν να γίνουν με ένα ζωντανό αλλά ήθελαν και το ταίρι του για να έχει περισσότερη δύναμη το ζευγάρι ή το σκάψιμο με τσαπιά εκεί που δεν έφτανε το αλέτρι, γίνοταν πιο ευχάριστο αν γίνονταν με παρέα, είτε από μέλη της οικογένειας, είτε από γείτονες. Κι ακόμη, μετά την ετοιμασία των χωραφών και των κήπων έπρεπε να γίνουν τα αυλάκια, εκείνα που έφερναν νερό από μακρινά ρέματα και το καθάρισμά τους απαιτούσε πολλά χέρια και εργαλεία.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός για τα χωριά αυτές τους μέρες που συνέπιπταν με το Πάσχα ήταν η πώληση των αρνοκάτσικων, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι θα έμπαιναν λίγα χρήματα στο μονίμως χειμαζόμενο ταμείο κάθε οικογένειας και για τούτο πάλευαν όλο το χειμώνα με τις αντίξοοες συνθήκες του καιρού ενώ ταλαιπωρούνταν από τις αδυναμίες που είχαν στις εγκαταστάσεις, κάτι το οποίο προσπαθούσαν να κατορθώσουν με πρωτόγονες κατασκευές τις οποίες κατασκεύζαν οι ίδιοι και με ότι υλικά τους παρείχε η φύση γύρω τους. Έτσι ήταν κατόρθωμα να καταφέρουν να έχουν λίγια αρνοκάτσικα στην αγορά, αγορά η οποία δεν ήταν παρά ο ζωοέμπορος του κοντινότερου αστικού κέντρου γιατί οι συγχωριανοί, λίγο πολύ ο καθένας είχε τα δικά του αρνοκάτσικα.Οι διαθέσεις όμως του ζωέμπορου είχαν πάντα στόχο να πληρώσει όσο το δυνατόν λιγότερα στον κτηνοτρόφο κι έτσι επιστράτευε ένα τεράστιο αριθμό παρατηρήσεων σχετικά με το βάρος του αρνιού, την εμφάνισή του, την υγεία του κα ένα σωρό άλλα πράγματα που έδεναν τη γλώσα του τσοπάνη που η ανάγκη τον καθιστούσε εντελώς ανίσχυρο μπροστά στη συναλλαγή.
Με το πέρασμα όμως του χρόνου και τη διάλυση των ορεινών κοινοτήτων, τούτο το πράγμα σχεδόν εξέλειψε από τα περισσότερα ορεινά χωριά καθώς τα περισσότερα κοπάδια που ακόμη έχουν κάποιοι συγχωριανοί έχουν εγκατασταθεί μόνιμα πια στον κάμπο και οι συναλλεγές με τους εμπόρους γίνονται κατ΄ευθείαν από εκεί. Όσοι κτηνοτρόφοι έχουν μείνει στα χωριά διαθέτουν τα αρνοκάτσικά τους συνήθως στους χωριανούς που επιστρέφουν στη γενέτειρα για να γιορτάσουν το Πάσχα και λιγότερο στους ζωέμπορους που κι αυτών η παρουσία και οι κινήσεις έχουν περιοριστεί πολύ στα ορεινά χωριά λόγω πάλι έλλειψης ενδιφέροντος για κέρδος.
Έτσι φέτος, σε πολλά από τα ορεινά χωριά που παραδοσιακά είχαν μεγάλη παραγωγή αρνοκάτσικων για το Πάσχα, είναι ζήτημα αν διατέθηκαν πάνω από καμιά πενηνταριά κεφάλια και το γεγονός, σε συνδυασμό με την αδυναμία πλέον πολλών συγχωριανών να πληρώσουν σε καλύτερη τιμή το αρνί ή το κατσίκι του Πάσχα,πικρά σχολιάστηκε στα όσα καφενεία που απέμειναν στα ορεινά χωριά και ανάμεσα στους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους αυτών των χωριών που επιμένουν να ζούν εκεί και να προσπαθούν να ζήσουν με τον τρόπο που έμαθαν από τους προγόνους τους και βλέπουν να τελειώνει μαζί με αυτούς. 
Κάτι τέτοια βλέπουν και όσοι σκέφτονται λόγω αδυναμίας επιβίωσης στην πόλη ή αλλού, να επιστρέψουν στα χωριά τους και να ανοίξουν ένα κύκλο ζωής, συνεχώς αναβάλλουν την πρώτη κίνηση και τη μεταθέτουν σε καλύτερους καιρούς ή οποίοι αργούν γιατί όπως φαίνεται, η ανάγκη δεν έχει δείξει όλο το πρόσωπό της...