Προφρόνως ἐγενόμην ἀποδέκτης τοῦ ὡς ἀνωτέρω βιβλίου τοῦ παλαιοῦ μαθητοῦ μου Κώστα Μπουμπουρῆ, διακριθέντος εἰς τήν Ὑπηρεσίαν τῆς Πολιτείας, ἀλλά καί εὐδοκίμως τά Γράμματα θεραπεύοντος. Εὐχαριστῶ διά τήν φιλόφρονα προσφοράν καί τήν τιμητικήν ἀφιέρωσιν. Χαίρω διά τά ἐπιτεύγματά του. Εὐφραίνουν τόν διδάσκαλον μαθηταί του, προκόπτοντες ἐπί παιδείᾳ καί ἀρετῇ καί εἰς τήν κοινωνίαν εὐδοκιμοῦντες. Πρόκειται δι΄ ἐξόχως καλαίσθητον ἔκδοσιν, τήν ὁποίαν ἐμπλουτίζει σειρά φωτογραφιῶν, ἐντασσομένων εἰς τάς σελίδας τοῦ κειμένου, ἀλλά καί αὐτοτελῶς ἐν ἐπιμέτρῳ, κυρίως τοῦ δεξιοτέχνου Κώστα Μπαλάφα καί ἄλλων φωτογράφων.
Τοῦ ἔργου προτάσσεται στοχαστικός Πρόλογος τοῦ ἐγκρίτου φιλολόγου καί δοκίμου συγγραφέως Σαράντου Ἰ. Καργάκου. Εἰς τά εἴκοσι τέσσαρα αὐτοτελῆ κείμενά του μέ γλαφυράν ἀφήγησιν, λογοτεχνικήν διάνθισιν καί συναρπάζοντα ρεαλισμόν συγκροτεῖται ἕνας ὑπέροχος ὕμνος πρός τήν Ἑλληνίδα Μάνα. Τό περιεχόμενόν των συνθέτουν γεγονότα πραγματικά ἐξ ἀμέσου ἀντιλήψεως καί προσωπικῆς ἐμπειρίας, στοιχεῖα ἀπό τήν πλουσίαν λαϊκήν παράδοσιν, δεδομένα ἀπό τήν ἔντεχνον λογοτεχνίαν, ἀλλά κυρίως ἐπώνυμα περιστατικά πραγματικά καί μαρτυρίαι αὐθεντικαί.
Τό πρῶτον ἀφήγημα μέ τόν ποιητικόν τίτλον «Ὁ Μισεμός» παρουσιάζει τήν ἀναχώρησιν τοῦ νέου μέ ἐφόδιον τήν εὐχήν τῆς μάνας δι΄ ἀναζήτησιν τύχης εἰς "τά ξένα", δι΄ ἐργασίαν καί προκοπήν. Αἱ εἰκόνες, αἱ περιγραφαί καί τά συναισθήματα διαζωγραφοῦνται κατά τρόπον ἀνάγλυφον, ἀπεικονίζοντα τήν συνήθη κατάστασιν διαβιώσεως τῶν ἀνθρώπων τῆς ὀρεινῆς ὑπαίθρου τῆς παλαιοτέρας κυρίως ἐποχῆς.
Δέν εἶναι ὀλιγώτερον συναρπαστική ἡ περαιτέρω περιγραφή τοῦ «Μεγάλου Ταξιδιοῦ» μέ τάς πρώτας ἐμπειρίας ἀπό τήν συνάντησιν μέ νέους ἀνθρώπους "κάθε λογῆς" εἰς τό πολύβουον λιμάνι τοῦ Πειραιῶς καί τόν κυρίαρχον φόβον τοῦ ἀγνώστου. Ἡ ἄφιξις εἰς Ἀθήνας, ἡ πρώτη ἐπαγγελματική ἀπασχόλησις καί ἡ ἐνθάρρυνσις ἀπό τήν πρώτην ἀμοιβήν, ἡ ὁποία ἐπτέρωσε τήν αὐτοπεποίθησίν του, τόν ἐνεθάρρυνε νά γράψῃ τό πρῶτον γράμμα πρός τήν μάναν, τό ὁποῖον ἀνυπομόνως ἀνέμενεν.
Ὁ "Ὀδυνηρός γυρισμός" ὕστερα ἀπό χρόνια, εἰς τόν ὁποῖον ἐναγωνίως προσέβλεπε τό προσκύνημα εἰς τόν τάφον τῆς μάνας κλείει τόν πρῶτον κύκλον ἀπό τήν ζωήν τοῦ ἥρωος, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τόν φωτογράφον Κώσταν Μπαλάφαν, τόν ὁποῖον ὁ συγγραφεύς χαρακτηρίζει «καταξιωμένον καλλιτέχνην, φωτογράφον τοῦ κοινωνικοῦ προβληματισμοῦ, οὑμανιστήν, ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους φωτογράφους τῆς Κατοχῆς καί τῆς Ἀντίστασης, ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς ἀσπρόμαυρης φωτογραφίας».
Καί μέ τήν σύνδεσιν αὐτήν εἰς τό ἀφήγημά του «Ὁ φωτογράφος καί ἡ μάνα» δίδει τήν μορφήν τῆς ἡρωΐδος μάνας εἰς συγκλονιστικάς εἰκόνας μέ ἀφετηρίαν τήν ἀειπάρθενον Θεοτόκον, θρηνοῦσαν τόν Σωτῆρα Χριστόν, καί ἀναφοράν εἰς ἄλλας ἐπωνύμους ἤ ἀνωνύμους γυναικείας μορφάς, τάς ὁποίας ἀπεθανάτισε μέ τήν μηχανήν του ὁ φωτογράφος ἤ δόκιμοι συγγραφεῖς παρουσίασαν εἰς τά ἔργα των. Ἡ θεώρησις ἀπό τόν φωτογράφον τῆς μάνας ὡς «πνεύματος στοργῆς καί θυσίας, πνεύματος συγγνώμης καί ἀγάπης, πού τά πάντα δίνει καί τίποτε δέν ζητεῖ» ὁδηγεῖ εἰς παρουσίασιν τῆς μορφῆς της καί εἰς παλαιοτέρας περιόδους τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
Μέ ἀφόρμησιν ἀπό κείμενα τοῦ ἐκλεκτοῦ φίλου Δημήτρη Σταμέλου, τόν ὁποῖον ἐνωρίς ἐθρήνησαν τά Νεοελληνικά Γράμματα, ἱστορικά περιστατικά καί ἐπίκλησιν τῆς δημώδους ποιήσεως ὁ συγγραφεύς δίδει τήν μορφήν, τήν παρουσίαν καί τήν προσφοράν τῆς «Μάνας στό ΄21», ἡ ὁποία ἔγινε σύμβολόν τῆς ἡρωϊκῆς καί τραγικῆς ἀναζητήσεως «τοῦ χαμένου γιοῦ, κλέφτη, ποὺ συνδύαζε τήν παλικαριά μέ τήν ὀμορφιά τῆς φορεσιᾶς καί τῆς ἀρματωσιᾶς του».
Μέ ἀνάλογον τρόπον παρουσιάζεται «Ἡ Μάνα στήν Κατοχή, τήν Ἀντίσταση καί τόν Ἐμφύλιο». Αἱ ἀφηγήσεις περιστατικῶν διανθίζονται μέ ἀναφοράν εἰς πρόσωπα καί γεγονότα, προεκτεινόμενα διά τήν παρουσίασιν καί τῆς «Μεταπολεμικῆς Μάνας». Εἰς τά κεφάλαια αὐτά μέ τάς ρεαλιστικάς περιγραφάς καί τάς εἰκονιζομένας μορφάς παρουσιάζονται ὄχι μόνον δυστυχίαι καί θρῆνοι, ἀλλά καί περιστατικά κοινωνικά, καλλιτεχνικαί ἐκδηλώσεις καί γάμοι παραδοσιακοί, ἀμάλγαμα προσώπων καί κοινωνικῶν φαινομένων, διανθισμένων μέ τραγούδια δημοτικά καί ποιήματα ἔντεχνα.
Περιστατικά διά τήν «Αὐτοθυσία τῆς Μάνας» μέ ἀφετηρίαν τήν ἡρωΐδα τοῦ Εὐριπίδου Ἀνδρομάχην, προεκτεινόμενα εἰς τούς νεωτέρους χρόνους καί παραδείγματα μητρικῶν συναισθημάτων ἀκόμη καί ἀπό τό ζωϊκόν βασίλειον παρουσιάζονται μέ πεζήν ἀφήγησιν καί ποιητικήν ἐπένδυσιν. Καί ἀκολουθεῖ κεφάλαιον γιά «τόν θρῆνο καί τήν ἀποστέρηση τῆς Μάνας» διαχρονικῶς μέ «στοχασμούς» καί «μοιρολόγια» μέ διάστασιν οἰκουμενικήν γιά τήν μάνα, «τό ἐπίγειο πλάσμα, πού τοῦ ἀξίζει ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης, κάθε λατρεία καί κάθε πονεμένο μοιρολόγι».
Ἡ εὐεργετική δύναμις τῆς εὐχῆς τῆς μάνας, «ἀκριβό φυλαχτό γιά τόν ξενιτεμένο, τόν ναυτικό πού θαλασσοδέρνεται, τόν στρατευμένο γιό, τή νιόπαντρη κόρη πού ἀνοίγει δικό της σπιτικό» καί ἡ βλαπτική ἐπίδρασις τῆς κατάρας μέ καθοριστική σημασία διά τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ τεκμηριώνονται μέ στίχους ποιημάτων καί ἀναφοράν εἰς λαϊκάς δοξασίας καί παραδόσεις.
Εἰς τό ἀφήγημα «Περιμένοντας τόν Μωϋσῆ» ἐκτυλίσσεται τό συγκλονιστικόν δρᾶμα μιᾶς προσφυγικῆς οἰκογενείας, ἐνῷ ἡ προσμονή τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ στρατευμένου παιδιοῦ μέ τήν λῆξιν τοῦ πολέμου ἀπό τήν Μέσην Ἀνατολήν δικαιώνεται εἰς τό χαρακτηριστικόν διήγημα «Ἀνίκητη ἐλπίδα». Εἰς τό ὑπό τόν σκληρόν τίτλον «Ὀρφάνια καί ξενιτεμός» ἀφήγημα παρουσιάζεται ὁ ἐπίμονος ἀγώνας δι΄ἐπιβίωσιν, ὁ ὁποῖος, παρά τάς ἀντιξοότητας καί τά πλήγματα, ἀποβαίνει καλλίνικος. Ἕνα πραγματικόν περιστατικόν σωτηρίας ἀπό ἀγέλην λύκων μέ ἔντονον συναισθηματικήν φόρτισιν καί κορύφωσιν ἀγωνίας περιγράφεται εἰς τό ἱστόρημα «Ἡ λαχτάρα τῆς μάνας».
Εἰς συγκλονιστικά πραγματικά περιστατικά οἰκογενειακῶν περιπετειῶν, προσιδιάζοντα κατά τήν τραγικότητά των πρός ἀρχαίας τραγωδίας, ἀναφέρονται τά ἀφηγήματα «Ὁδοιπορικό θανάτου» καί «Τήν πῆρε τό σύγνεφο». Τό συγκλονιστικόν δέ περιστατικόν θανάτου τῆς μάνας, εὐθύς μετά τήν γέννησιν τῆς κόρης, τήν ὁποία «ἀνάλαβαν οἱ ἄλλες γυναῖκες νά τήν νταντέψουν», περιγράφεται εἰς τό τελευταῖον ἀφήγημα τῆς συλλογῆς μέ τόν ἐκφραστικόν τίτλον «Οἱ πέντε παραμάνες».
Τό κατάφορτον συγκλονιστικῶν πραγματικῶν περιστατικῶν καί ἐπωνύμων γεγονότων ἔργον κλείεται μέ τό ἐπιλογικόν κείμενον «Στερνό κατευόδιο» ἀναφέρεται εἰς τήν μάναν - σύμβολον, ἡ ὁποία «μέ τήν ἐξίσωση τῶν δύο φύλων, δικαιωμένη ἀπό τήν ἱστορία, ἰσχυροποίησε τήν παρουσία της στήν κοινωνία, ἀλλά καί πάλι ἔμεινε ταγμένη καί πιστή στά ἱερά της καθήκοντα».
Ἐπακολουθοῦν «Λεξιλόγιο» πρός ἑρμηνείαν ἰδιωματικῶν λέξεων, πλούσιον φωτογραφικόν παράρτημα ὑπό τόν ἐκφραστικόν τίτλον «Ἡ ἀθάνατη Ἑλληνίδα μάνα», βιβλιογραφία καί εὐσύνοπτος βιογραφία τοῦ συγγραφέως.
Ἡ οἰκείωσις μέ τό ἔργον γεννᾶ ποικίλα συναισθήματα εἰς τόν ἀναγνώστην. Οἱ σύγχρονοι νέοι θὰ θεωρήσουν ὅτι ὡρισμένα δεδομένα ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς αἰθεροβάμονος φαντασίας τοῦ συγγραφέως. Ἄνθρωποι τῶν πόλεων μέ δυσκολίαν θά οἰκειωθοῦν μέ πρόσωπα καί καταστάσεις, ἀναγομένας εἰς τήν ὕπαιθρον χώραν καί μίαν ἄλλην περίοδον τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως ἀναγνῶσται, καί μάλιστα οἱ προερχόμενοι ἀπό τήν ὀρεινήν Ἑλλάδα, θά συγκινηθοῦν μέχρι μυχιαιτάτων καρδίας· θά ἀναγνωρίσουν εἰς τούς ἥρωάς των οἰκεῖα πρόσωπα, θά ἀναβιώσουν καταστάσεις, τάς ὁποίας καί οἱ ἴδιοι, ἐνδεχομένως, ἔζησαν καί ἐνδομύχως θά ἀνομολογήσουν χάριτας εἰς τόν συγγραφέα, διότι «ἀνέστησε», κατηξίωσε καί ἐξησφάλισε ἀπό τήν λήθην καί ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ των.
Μέ τήν ἔκφρασιν τῶν ἐγκαρδίων συγχαρητηρίων μου τήν χάριν αὐτήν καί προσωπικῶς ἀνομολογῶ εἰς τόν συγγραφέα. Διανύσας τήν κατοχικήν καί τήν μετ΄ αὐτήν περίοδον δυσπραγῶν καί ἀγωνιζόμενος δι΄ ἐπιβίωσιν καί πνευματικήν καταξίωσιν διῆλθον ἀναλόγους καταστάσεις. Ἡ ἀνάμνησίς των ἤδη ἀποβαίνει ἐπιτερπής. Τά δυσάρεστα συναισθήματα ἀπωθεῖ ὁ χρόνος εἰς τό ὑποσυνείδητον. Ἀπομένει ἐναργής ἡ χαρά τῆς ζωῆς καί ἡ ἱκανοποίησις τῆς δημιουργίας καί τῆς προσφορᾶς. Καί εὔλογος ἀνάγεται εὐχαριστία πρός τόν Παντοδύναμον Θεόν διά τά δωρήματά Του καί εὐγνώμων ἀναφορά πρός ἀρωγούς κατά τόν δόλιχον τῆς ζωῆς μας.
Τοῦ ἔργου προτάσσεται στοχαστικός Πρόλογος τοῦ ἐγκρίτου φιλολόγου καί δοκίμου συγγραφέως Σαράντου Ἰ. Καργάκου. Εἰς τά εἴκοσι τέσσαρα αὐτοτελῆ κείμενά του μέ γλαφυράν ἀφήγησιν, λογοτεχνικήν διάνθισιν καί συναρπάζοντα ρεαλισμόν συγκροτεῖται ἕνας ὑπέροχος ὕμνος πρός τήν Ἑλληνίδα Μάνα. Τό περιεχόμενόν των συνθέτουν γεγονότα πραγματικά ἐξ ἀμέσου ἀντιλήψεως καί προσωπικῆς ἐμπειρίας, στοιχεῖα ἀπό τήν πλουσίαν λαϊκήν παράδοσιν, δεδομένα ἀπό τήν ἔντεχνον λογοτεχνίαν, ἀλλά κυρίως ἐπώνυμα περιστατικά πραγματικά καί μαρτυρίαι αὐθεντικαί.
Τό πρῶτον ἀφήγημα μέ τόν ποιητικόν τίτλον «Ὁ Μισεμός» παρουσιάζει τήν ἀναχώρησιν τοῦ νέου μέ ἐφόδιον τήν εὐχήν τῆς μάνας δι΄ ἀναζήτησιν τύχης εἰς "τά ξένα", δι΄ ἐργασίαν καί προκοπήν. Αἱ εἰκόνες, αἱ περιγραφαί καί τά συναισθήματα διαζωγραφοῦνται κατά τρόπον ἀνάγλυφον, ἀπεικονίζοντα τήν συνήθη κατάστασιν διαβιώσεως τῶν ἀνθρώπων τῆς ὀρεινῆς ὑπαίθρου τῆς παλαιοτέρας κυρίως ἐποχῆς.
Δέν εἶναι ὀλιγώτερον συναρπαστική ἡ περαιτέρω περιγραφή τοῦ «Μεγάλου Ταξιδιοῦ» μέ τάς πρώτας ἐμπειρίας ἀπό τήν συνάντησιν μέ νέους ἀνθρώπους "κάθε λογῆς" εἰς τό πολύβουον λιμάνι τοῦ Πειραιῶς καί τόν κυρίαρχον φόβον τοῦ ἀγνώστου. Ἡ ἄφιξις εἰς Ἀθήνας, ἡ πρώτη ἐπαγγελματική ἀπασχόλησις καί ἡ ἐνθάρρυνσις ἀπό τήν πρώτην ἀμοιβήν, ἡ ὁποία ἐπτέρωσε τήν αὐτοπεποίθησίν του, τόν ἐνεθάρρυνε νά γράψῃ τό πρῶτον γράμμα πρός τήν μάναν, τό ὁποῖον ἀνυπομόνως ἀνέμενεν.
Ὁ "Ὀδυνηρός γυρισμός" ὕστερα ἀπό χρόνια, εἰς τόν ὁποῖον ἐναγωνίως προσέβλεπε τό προσκύνημα εἰς τόν τάφον τῆς μάνας κλείει τόν πρῶτον κύκλον ἀπό τήν ζωήν τοῦ ἥρωος, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τόν φωτογράφον Κώσταν Μπαλάφαν, τόν ὁποῖον ὁ συγγραφεύς χαρακτηρίζει «καταξιωμένον καλλιτέχνην, φωτογράφον τοῦ κοινωνικοῦ προβληματισμοῦ, οὑμανιστήν, ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους φωτογράφους τῆς Κατοχῆς καί τῆς Ἀντίστασης, ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς ἀσπρόμαυρης φωτογραφίας».
Καί μέ τήν σύνδεσιν αὐτήν εἰς τό ἀφήγημά του «Ὁ φωτογράφος καί ἡ μάνα» δίδει τήν μορφήν τῆς ἡρωΐδος μάνας εἰς συγκλονιστικάς εἰκόνας μέ ἀφετηρίαν τήν ἀειπάρθενον Θεοτόκον, θρηνοῦσαν τόν Σωτῆρα Χριστόν, καί ἀναφοράν εἰς ἄλλας ἐπωνύμους ἤ ἀνωνύμους γυναικείας μορφάς, τάς ὁποίας ἀπεθανάτισε μέ τήν μηχανήν του ὁ φωτογράφος ἤ δόκιμοι συγγραφεῖς παρουσίασαν εἰς τά ἔργα των. Ἡ θεώρησις ἀπό τόν φωτογράφον τῆς μάνας ὡς «πνεύματος στοργῆς καί θυσίας, πνεύματος συγγνώμης καί ἀγάπης, πού τά πάντα δίνει καί τίποτε δέν ζητεῖ» ὁδηγεῖ εἰς παρουσίασιν τῆς μορφῆς της καί εἰς παλαιοτέρας περιόδους τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
Μέ ἀφόρμησιν ἀπό κείμενα τοῦ ἐκλεκτοῦ φίλου Δημήτρη Σταμέλου, τόν ὁποῖον ἐνωρίς ἐθρήνησαν τά Νεοελληνικά Γράμματα, ἱστορικά περιστατικά καί ἐπίκλησιν τῆς δημώδους ποιήσεως ὁ συγγραφεύς δίδει τήν μορφήν, τήν παρουσίαν καί τήν προσφοράν τῆς «Μάνας στό ΄21», ἡ ὁποία ἔγινε σύμβολόν τῆς ἡρωϊκῆς καί τραγικῆς ἀναζητήσεως «τοῦ χαμένου γιοῦ, κλέφτη, ποὺ συνδύαζε τήν παλικαριά μέ τήν ὀμορφιά τῆς φορεσιᾶς καί τῆς ἀρματωσιᾶς του».
Μέ ἀνάλογον τρόπον παρουσιάζεται «Ἡ Μάνα στήν Κατοχή, τήν Ἀντίσταση καί τόν Ἐμφύλιο». Αἱ ἀφηγήσεις περιστατικῶν διανθίζονται μέ ἀναφοράν εἰς πρόσωπα καί γεγονότα, προεκτεινόμενα διά τήν παρουσίασιν καί τῆς «Μεταπολεμικῆς Μάνας». Εἰς τά κεφάλαια αὐτά μέ τάς ρεαλιστικάς περιγραφάς καί τάς εἰκονιζομένας μορφάς παρουσιάζονται ὄχι μόνον δυστυχίαι καί θρῆνοι, ἀλλά καί περιστατικά κοινωνικά, καλλιτεχνικαί ἐκδηλώσεις καί γάμοι παραδοσιακοί, ἀμάλγαμα προσώπων καί κοινωνικῶν φαινομένων, διανθισμένων μέ τραγούδια δημοτικά καί ποιήματα ἔντεχνα.
Περιστατικά διά τήν «Αὐτοθυσία τῆς Μάνας» μέ ἀφετηρίαν τήν ἡρωΐδα τοῦ Εὐριπίδου Ἀνδρομάχην, προεκτεινόμενα εἰς τούς νεωτέρους χρόνους καί παραδείγματα μητρικῶν συναισθημάτων ἀκόμη καί ἀπό τό ζωϊκόν βασίλειον παρουσιάζονται μέ πεζήν ἀφήγησιν καί ποιητικήν ἐπένδυσιν. Καί ἀκολουθεῖ κεφάλαιον γιά «τόν θρῆνο καί τήν ἀποστέρηση τῆς Μάνας» διαχρονικῶς μέ «στοχασμούς» καί «μοιρολόγια» μέ διάστασιν οἰκουμενικήν γιά τήν μάνα, «τό ἐπίγειο πλάσμα, πού τοῦ ἀξίζει ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης, κάθε λατρεία καί κάθε πονεμένο μοιρολόγι».
Ἡ εὐεργετική δύναμις τῆς εὐχῆς τῆς μάνας, «ἀκριβό φυλαχτό γιά τόν ξενιτεμένο, τόν ναυτικό πού θαλασσοδέρνεται, τόν στρατευμένο γιό, τή νιόπαντρη κόρη πού ἀνοίγει δικό της σπιτικό» καί ἡ βλαπτική ἐπίδρασις τῆς κατάρας μέ καθοριστική σημασία διά τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ τεκμηριώνονται μέ στίχους ποιημάτων καί ἀναφοράν εἰς λαϊκάς δοξασίας καί παραδόσεις.
Εἰς τό ἀφήγημα «Περιμένοντας τόν Μωϋσῆ» ἐκτυλίσσεται τό συγκλονιστικόν δρᾶμα μιᾶς προσφυγικῆς οἰκογενείας, ἐνῷ ἡ προσμονή τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ στρατευμένου παιδιοῦ μέ τήν λῆξιν τοῦ πολέμου ἀπό τήν Μέσην Ἀνατολήν δικαιώνεται εἰς τό χαρακτηριστικόν διήγημα «Ἀνίκητη ἐλπίδα». Εἰς τό ὑπό τόν σκληρόν τίτλον «Ὀρφάνια καί ξενιτεμός» ἀφήγημα παρουσιάζεται ὁ ἐπίμονος ἀγώνας δι΄ἐπιβίωσιν, ὁ ὁποῖος, παρά τάς ἀντιξοότητας καί τά πλήγματα, ἀποβαίνει καλλίνικος. Ἕνα πραγματικόν περιστατικόν σωτηρίας ἀπό ἀγέλην λύκων μέ ἔντονον συναισθηματικήν φόρτισιν καί κορύφωσιν ἀγωνίας περιγράφεται εἰς τό ἱστόρημα «Ἡ λαχτάρα τῆς μάνας».
Εἰς συγκλονιστικά πραγματικά περιστατικά οἰκογενειακῶν περιπετειῶν, προσιδιάζοντα κατά τήν τραγικότητά των πρός ἀρχαίας τραγωδίας, ἀναφέρονται τά ἀφηγήματα «Ὁδοιπορικό θανάτου» καί «Τήν πῆρε τό σύγνεφο». Τό συγκλονιστικόν δέ περιστατικόν θανάτου τῆς μάνας, εὐθύς μετά τήν γέννησιν τῆς κόρης, τήν ὁποία «ἀνάλαβαν οἱ ἄλλες γυναῖκες νά τήν νταντέψουν», περιγράφεται εἰς τό τελευταῖον ἀφήγημα τῆς συλλογῆς μέ τόν ἐκφραστικόν τίτλον «Οἱ πέντε παραμάνες».
Τό κατάφορτον συγκλονιστικῶν πραγματικῶν περιστατικῶν καί ἐπωνύμων γεγονότων ἔργον κλείεται μέ τό ἐπιλογικόν κείμενον «Στερνό κατευόδιο» ἀναφέρεται εἰς τήν μάναν - σύμβολον, ἡ ὁποία «μέ τήν ἐξίσωση τῶν δύο φύλων, δικαιωμένη ἀπό τήν ἱστορία, ἰσχυροποίησε τήν παρουσία της στήν κοινωνία, ἀλλά καί πάλι ἔμεινε ταγμένη καί πιστή στά ἱερά της καθήκοντα».
Ἐπακολουθοῦν «Λεξιλόγιο» πρός ἑρμηνείαν ἰδιωματικῶν λέξεων, πλούσιον φωτογραφικόν παράρτημα ὑπό τόν ἐκφραστικόν τίτλον «Ἡ ἀθάνατη Ἑλληνίδα μάνα», βιβλιογραφία καί εὐσύνοπτος βιογραφία τοῦ συγγραφέως.
Ἡ οἰκείωσις μέ τό ἔργον γεννᾶ ποικίλα συναισθήματα εἰς τόν ἀναγνώστην. Οἱ σύγχρονοι νέοι θὰ θεωρήσουν ὅτι ὡρισμένα δεδομένα ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς αἰθεροβάμονος φαντασίας τοῦ συγγραφέως. Ἄνθρωποι τῶν πόλεων μέ δυσκολίαν θά οἰκειωθοῦν μέ πρόσωπα καί καταστάσεις, ἀναγομένας εἰς τήν ὕπαιθρον χώραν καί μίαν ἄλλην περίοδον τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως ἀναγνῶσται, καί μάλιστα οἱ προερχόμενοι ἀπό τήν ὀρεινήν Ἑλλάδα, θά συγκινηθοῦν μέχρι μυχιαιτάτων καρδίας· θά ἀναγνωρίσουν εἰς τούς ἥρωάς των οἰκεῖα πρόσωπα, θά ἀναβιώσουν καταστάσεις, τάς ὁποίας καί οἱ ἴδιοι, ἐνδεχομένως, ἔζησαν καί ἐνδομύχως θά ἀνομολογήσουν χάριτας εἰς τόν συγγραφέα, διότι «ἀνέστησε», κατηξίωσε καί ἐξησφάλισε ἀπό τήν λήθην καί ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ των.
Μέ τήν ἔκφρασιν τῶν ἐγκαρδίων συγχαρητηρίων μου τήν χάριν αὐτήν καί προσωπικῶς ἀνομολογῶ εἰς τόν συγγραφέα. Διανύσας τήν κατοχικήν καί τήν μετ΄ αὐτήν περίοδον δυσπραγῶν καί ἀγωνιζόμενος δι΄ ἐπιβίωσιν καί πνευματικήν καταξίωσιν διῆλθον ἀναλόγους καταστάσεις. Ἡ ἀνάμνησίς των ἤδη ἀποβαίνει ἐπιτερπής. Τά δυσάρεστα συναισθήματα ἀπωθεῖ ὁ χρόνος εἰς τό ὑποσυνείδητον. Ἀπομένει ἐναργής ἡ χαρά τῆς ζωῆς καί ἡ ἱκανοποίησις τῆς δημιουργίας καί τῆς προσφορᾶς. Καί εὔλογος ἀνάγεται εὐχαριστία πρός τόν Παντοδύναμον Θεόν διά τά δωρήματά Του καί εὐγνώμων ἀναφορά πρός ἀρωγούς κατά τόν δόλιχον τῆς ζωῆς μας.