Πέρασα αρκετές μέρες τον Αύγουστο στην Αμοργό, ένα νησί το οποίο γνωρίζω πλέον αρκετά καλά και παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις υποχρεώσεις σχετικά με την παρουσίαση του βιβλίου κατάφερα να πάω σε ορισμένα σημεία που μου αρέσουν, να θυμηθώ τις στιγμές που έχω περάσει εκεί και φυσικά να βάλω μπροστά τα καινούργια βιβλία που ετοιμάζω. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος σε αυτή την περιδιάβαση να καταλάβω κάτι που είχα δει πριν από λίγα χρόνια στα διπλανά νησιά,
την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα και τη Δονούσα και με είχε απογοητεύσει πολύ και αυτό είχε να κάνει με την κατάσταση που είχαν περιπέσει οι συκιές. Για τους γνωστούς λόγους: της παντελούς εγκατάλειψης των καλλιεργειών και της στροφής των εναπομεινάντων μονίμων κατοίκων αυτών των νησιών στον τουρισμό, οι συκιές έπαψαν να ενδιαφέρουν, παραμελήθηκαν και είχαν αρχίσει να ξεραίνονται. Μόνο ελάχιστες οι οποίες είχαν γλιτώσει από τα δόντια των ασύδοτων κατσικιών συνέχιζαν να καρπίζουν και να ομορφαίνουν με την πρασινάδα τους το ξηρό τοπίο και να γλυκαίνουν το στόμα του περιπατητή.
Μια ταλαιπωρημένη συκιά με μαύρα σύκα δίπλα στο δρόμο στον Κάτω Κάμπο
Στην Αμοργό πίστευα πως αυτά τα δέντρα θα συνεχίζουν να υπάρχουν και να καρπίζουν γιατί εκεί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ασχολούνται με τα χωράφια τους, ιδιαίτερα στην Κάτω Μεριά και στον κάμπο της Αιγιάλης όπου υπάρχουν αρκετές συκιές ανάμεσα στις ελιές. Έτσι ξεκίνησα ένα απόγευμα που επιστρέφαμε από την Καλοταρίτισα να ψάχνω να βρω συκιές με ώριμο καρπό αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να εντοπίσω μόνο μία κοντά στον οικισμό Κολοφάνα και αυτή παρά το γεγονός ότι ήταν κατάφορτη από καρπούς ήταν παρατημένη και τα σύκα τα είχαν καταστρέψει τα λογής έντομα (δείτε προηγούμενο σημείωμα στο actimon με τίτλο «Οι τρυγητές της συκιάς»).
Απ’ αυτή κατάφερα και μάζεψα καμιά δεκαριά γερά σύκα για να γλυκάνουμε το στόμα μας και στο δρόμο προς την Αρκεσίνη έψαχνα με το μάτι να εντοπίσω και κάποια άλλη με ώριμα σύκα αλλά εις μάτην. Μόνο άλλη μια είδα βγαίνοντας από την Αρκεσίνη αλλά ήταν αδύνατο να την πλησιάσω γιατί γύρω της ήταν γεμάτη αγκαθωτούς θάμνους. Και αυτής πάλι οι καρποί ήταν κατεστραμένοι από τα έντομα και τις λογής – λογής μύγες.
Μια άλλη συκιά στην Αρκεσίνη γεμάτη κι αυτή σύκα αλλά με πολλά αγκάθια γύρω της και γι’ αυτό ατρύγητη και γεμάτη έντομα…
Σταθήκαμε για λίγο στο ωραίο καφενείο του Μάκη Πορτοκάλη, στο κέντρο της Αρκεσίνης και ρώτησα κάποιον ντόπιο τι έγινε και δεν υπάρχουν σύκα. Η απάντηση ήταν ότι έχουν εξαφανιστεί τα νερά κι έτσι τα δέντρα στέγνωσαν και σιγά – σιγά ξεράθηκαν και όπως φαίνεται, αν δεν υπάρξει μια τρομακτική αλλαγή στην ζωή μας, κανένας δεν θα βρεθεί στο μέλλον να φυτέψει πάλι μια συκιά ή το χειρότερο να μην ξέρει πως φυτεύεται αυτό το άγιο δέντρο της ελληνικής γης…
την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα και τη Δονούσα και με είχε απογοητεύσει πολύ και αυτό είχε να κάνει με την κατάσταση που είχαν περιπέσει οι συκιές. Για τους γνωστούς λόγους: της παντελούς εγκατάλειψης των καλλιεργειών και της στροφής των εναπομεινάντων μονίμων κατοίκων αυτών των νησιών στον τουρισμό, οι συκιές έπαψαν να ενδιαφέρουν, παραμελήθηκαν και είχαν αρχίσει να ξεραίνονται. Μόνο ελάχιστες οι οποίες είχαν γλιτώσει από τα δόντια των ασύδοτων κατσικιών συνέχιζαν να καρπίζουν και να ομορφαίνουν με την πρασινάδα τους το ξηρό τοπίο και να γλυκαίνουν το στόμα του περιπατητή.
Μια ταλαιπωρημένη συκιά με μαύρα σύκα δίπλα στο δρόμο στον Κάτω Κάμπο
Στην Αμοργό πίστευα πως αυτά τα δέντρα θα συνεχίζουν να υπάρχουν και να καρπίζουν γιατί εκεί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ασχολούνται με τα χωράφια τους, ιδιαίτερα στην Κάτω Μεριά και στον κάμπο της Αιγιάλης όπου υπάρχουν αρκετές συκιές ανάμεσα στις ελιές. Έτσι ξεκίνησα ένα απόγευμα που επιστρέφαμε από την Καλοταρίτισα να ψάχνω να βρω συκιές με ώριμο καρπό αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να εντοπίσω μόνο μία κοντά στον οικισμό Κολοφάνα και αυτή παρά το γεγονός ότι ήταν κατάφορτη από καρπούς ήταν παρατημένη και τα σύκα τα είχαν καταστρέψει τα λογής έντομα (δείτε προηγούμενο σημείωμα στο actimon με τίτλο «Οι τρυγητές της συκιάς»).
Απ’ αυτή κατάφερα και μάζεψα καμιά δεκαριά γερά σύκα για να γλυκάνουμε το στόμα μας και στο δρόμο προς την Αρκεσίνη έψαχνα με το μάτι να εντοπίσω και κάποια άλλη με ώριμα σύκα αλλά εις μάτην. Μόνο άλλη μια είδα βγαίνοντας από την Αρκεσίνη αλλά ήταν αδύνατο να την πλησιάσω γιατί γύρω της ήταν γεμάτη αγκαθωτούς θάμνους. Και αυτής πάλι οι καρποί ήταν κατεστραμένοι από τα έντομα και τις λογής – λογής μύγες.
Μια άλλη συκιά στην Αρκεσίνη γεμάτη κι αυτή σύκα αλλά με πολλά αγκάθια γύρω της και γι’ αυτό ατρύγητη και γεμάτη έντομα…
Σταθήκαμε για λίγο στο ωραίο καφενείο του Μάκη Πορτοκάλη, στο κέντρο της Αρκεσίνης και ρώτησα κάποιον ντόπιο τι έγινε και δεν υπάρχουν σύκα. Η απάντηση ήταν ότι έχουν εξαφανιστεί τα νερά κι έτσι τα δέντρα στέγνωσαν και σιγά – σιγά ξεράθηκαν και όπως φαίνεται, αν δεν υπάρξει μια τρομακτική αλλαγή στην ζωή μας, κανένας δεν θα βρεθεί στο μέλλον να φυτέψει πάλι μια συκιά ή το χειρότερο να μην ξέρει πως φυτεύεται αυτό το άγιο δέντρο της ελληνικής γης…