Στην Ευρυτανία βρέθηκα στις 23 Σεπτεμβρίου, που η εκκλησία τιμά την Σύλληψη του Ιωάννη του Προδρόμου και κατάφερα να πάω και να χαρώ δυο πανηγύρια σε δυο διαφορετικά χωριά μάλιστα, το ένα εντελώς διαφορετικό από το άλλο…
Το ένα έγινε στην Παλιά Κρέντη (που είναι ο μητρικός οικισμός της σημερινής Κρέντης που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλο στο σεισμό της 16ης Φεβρουαρίου 1966) αλλά ζωντάνεψε και σήμερα είναι από τα πιο ακμαία χωριά του νομού και το άλλο, στο Καλεσμένο, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά κατά το παρελθόν της Ευρυτανίας το οποίο σήμερα κατοικείται από ελαχίστους ανθρώπους καθώς όλοι σχεδόν οι Καλεσμενιώτες βρίσκονται στο εξωτερικό, στις ΗΠΑ κυρίως και στην Αυστραλία. Στο πανηγύρι του Αϊ - Γιάννη στην Παλιά Κρέντη
Στην εκκλησία του Αϊ – Γιάννη της Παλιάς Κρέντης μαζεύτηκε χθες όλο το χωριό στην πανηγυρική λειτουργία που πρωτοστάτησε ο ιερέας της ενορίας παπα Βαγγέλης Φεγγούλης παρόντων και πολλών άλλων ιερέων της περιοχής αφού για την Κρέντη αποτελεί τον καθεδρικό ναό για το χωριό. Η εκκλησία αυτή είχε πληγεί από το σεισμό αλλά επισκευάστηκε και μέχρι σήμρα συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την περιοχή.
Μετά το θρησκευτικό μέρος της εορτής το οποίο εξελίχθηκε σύμφωνα με την παράδοση και την ευλάβεια που διακρίνει τους κατοίκους του Κρέντη ακολούθησε το πανηγύρι που είχε όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε ένα καλό, όπως στα παλιά χρόνια γλέντι. Το «μαγαζί» με τους καφέδες και τα τσίπουρα του Θόδωρου Πλατή είχε στήσει τον πάγκο του κάτω από τη βελανιδιά, ο Αποστόλης και ο Δημήτρης Μάκκας είχαν γεμίσει τις ψησταριές τους με ντόπια σφάγια. Ακόμα και οι πλανόδιοι έμποροι που πάνεκαι πουλάνε στα πανηγύρια ρούχα και παιχνίδια είχαν εκεί τα αυτοκίνητά με την πραμάτεια τους.
Η ορχήστρα (Κωνσταντίνος Καλύβας τραγούδι, Παναγιώτης Ρούμπος βιολί, Πάνος Κουτσοκώστας τραγούδι, Καλαμπαλίκης Κώστας κιθάρα και νεαρός Φουρλίγκας κιθάρα) ήταν έτοιμη στην άκρη της μεγάλης αυλής με την τέντα απλωμένη από το φόβο της βροχής να παίξει ωραία δημοτικά τραγούδια και μουσικές. Δεν πήγαν τα πράγματα όμως έτσι όπως τα περίμεναν στην ορχήστρα και τούτο οφείλεται σε ένα κούμπωμα του κόσμου που ήταν φανερό στα πρόσωπα και στις κινήσεις όλων.
Κούμπωμα που προκαλείται, όπως και σε όλους τους Έλληνες εξάλλου, από τη δεινή κατάσταση της οικονομίας και της φημολογίας για χειρότερα που μπορεί να έρθουν. Άνθρωποι της δουλειάς, του χωραφιού και του κοπαδιού και με πείρα από καταστροφές (όπως ο σεισμός) οι Κρεντιώτες ήταν γενικά επιφυλακτικοί σε ξοδέματα κι έτσι παρόλο που η ορχήστρα είχε βάλει τα δυνατά της, κανένας δεν συγκινήθηκε να σηκωθεί για χορό. Μόνο λίγες παραγγελιές που έκαναν για το καλό της ημέρας δυο – τρεις από τους ηλικιωμένους έστειλαν λίγα ευρώ στο κουτί των εισπράξεων αλλά δεν ήταν αρκετά ούτε να το ζεστάνουν και κάποια στιγμή καθώς έφυγε ο κόσμος βρέθηκε μόνη της να παίζει κάτω από την τέντα.
Από την άλλη μεριά όμως, ούτε το «μαγαζί» του Θόδωρου βγήκε ζημιωμένο ούτε και οι Μακκαίοι από την ψησταριά τους γιατί και τα κεράσματα πήγαν και ήρθαν ανάμεσα στις παρέες αλλά και όλοι όσοι ήταν εκεί, για το καλό της ημέρας πήραν ψητό και κοκορέτσι τα οποία ομολογώ πως ήταν εξαιρετικά. Οι περισσότεροι από τους πανηγυριώτες κάθισαν στα τραπέζια που είχε απλώσει κάτω από την τέντα ο Θόδωρος και έφαγαν εκεί πίνοντας κρασί, μπύρες αλλά και τσίπουρο που μόνο σε αυτή την περιοχή συνηθίζεται και αξίζει να το δοκιμάσει όποιος βρεθεί σε τέτοια περίπτωση. Πολλοί ήταν όμως κι εκείνοι που το πήραν στην τσάντα τους να το φάνε το μεσημέρι στο σπίτι, γεγονός που φύσει και θέσει τους απομάκρυνε από το πανηγύρι και την ουσία του κοινού τραπεζίου όπως ήταν παλιά
Τα παλαιότερα χρόνια μου είπαν οι άνθρωποι που μαζί τους συνομίλησα εκεί, γινόταν ωραίο πανηγύρι το οποίο αν δεν έβρεχε, κρατούσε ως το σούρουπο. Χρόνο με το χρόνο όμως ατονεί και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική στενότητα αλλά και από την απουσία των νέων απ’ αυτό. Ο μέσος όρος ηλικίας των ανθρώπων που ήταν εκεί χθες ήταν σίγουρα πάνω από τα 50 με 60 χρόνια, μια πραγματικότητα που με τίποτα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει η παρουσία όλου του δημοτικού σχολείου και του νηπιαγωγείου μαζί.
ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΟ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟ
Εξαιτίας της νοσταλγίας για τη «Μικρή Πατρίδα» τους, οι Καλεσμενιώτες καταφέρνουν και κάνουν πάντα καλά πανηγύρια τα οποία χαίρονται όλοι όσοι πάνε σε αυτά. Το κριτήριο βεβαίως για ένα καλό πανηγύρι τα τελευταία χρόνια είναι το χρήμα και στη δύσκολη κατάσταση που ζούμε ο καθοριστικός πλέον παράγοντας για την επιτυχία του ή όχι και οι πλέον αρμόδιοι να το κρίνουν είναι τα μαγαζιά και η ορχήστρα που θα παίξει εκείνη την ημέρα στην πλατεία με τον μικρό πλάτανο μπροστά από την εκκλησία του Αϊ – Γιάννη.
Στην περίπτωση του προχθεσινού πανηγυριού του Αϊ – Γιάννη στο Καλεσμένο, ορχήστρα ήταν αυτή που οργάνωσε ο καλός φίλος από τον Κρέντη, ο αειθαλής μπάρμπα Γιάννης Μάκκας ο οποίος ξέρει ακόμα και τραγουδά με μοναδικό τρόπο τα παλιά κλέφτικα τραγούδια μαζί με το γιό του Γιώργο στην κιθάρα και τους Μπακούση Σεραφείμ στο τραγούδι, Τάκη Φουρλίγκα στο κλαρίνο, Τσιαμπόκαλο Χρήστο στο βιολί, Μαντέκα Γιάννη στα ντραμς και τη νεαρή Χειλά Αναστασία στα κρουστά και στο τραγούδι.
Μαθαίνοντας πως η ορχήστρα θα πήγαινε την παραμονή και θα άρχιζε να παίζει αμέσως μετά τον εσπερινό μέχρι να ξημερώσει, θα συνέχιζε μετά τη λειτουργία ως το απόγευμα, θα έκανε ένα μικρό διάλειμμα και θα έπιανε πάλι τα όργανα το βράδυ, κατάλαβα πως θα γίνονταν ωραία γλέντια και η υπόθεση είχε αρκετό κέρδος και για τα μαγαζιά. Τι μαγαζιά όμως; Ένα και μοναδικό, αυτό της εκκλησίας έχει απομείνει και ανοίγει η Παρασκευή Σιαμπούλη μόνο αυτές τις ημέρες και σε κάποιες άλλες έκτακτες, πικρές κατά συνθήκη εκδηλώσεις το οποίο δεν προλαβαίνει να εξυπηρετήσει τον κόσμο στο πανηγύρι και γι’ αυτό έστησε ψησταριά εκεί και ο Μπάμπης Γαλανός με τη γυναίκα Αθανασία οι οποίοι λειτουργούν τον ωραίο νερόμυλο στην Ανατολική Φραγκίστα.
Φυσικά δεν πρόλαβα το σχόλασμα της λειτουργίας που έκανε ο παπα Φάνης Καλύβας από τον Μάραθο, έμαθα όμως ότι είχε πολύ κόσμο. Ούτε την αρχή του γλεντιού που χόρεψαν οι μεγάλες παρέες πρόλαβα καθώς έφτασα εκεί μετά το μεσημέρι. Πρόλαβα όμως την παρέα φίλου Πάνου Κατσούδα με τη γυναίκα του Αρετή όπου ήταν και ο πατέρας του Κώστας, ο αδερφός του Χρήστος καθώς και μια μεγάλη παρέα ελληνοαμερικανών ή ομογενών νομίζω πως είναι πιο σωστά να τους αναφέρω από τους οποίους γνώρισα τον Παύλο Τριανταφυλλόπουλο επιχειρηματία από την Φλόριδα και την οικογένειά του. Μαζί τους ήταν και Θεοδώρα Τριανταφυλλοπούλου η οποία ζει στη Νέα Υόρκη καθώς και πολλοί Καλεσμενιώτες οι οποίοι ζουν στο Καρπενήσι και άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Τον Παύλο είδα κάποια στιγμή που σηκώθηκε και πέταξε στο χορό που ήταν η γυναίκα του Σία και η κόρη του Βίκυ ένα μάτσο χαρτιά αλλά μέχρι να καταλάβω ότι ήταν μονοδόλαρα έχασα τη σκηνή, σκηνή που ευτυχώς επανέλαβε αλλά πάλι ήταν δύσκολο πράγμα η φωτογράφιση ενός τέτοιου γεγονότος κι έτσι περιορίστηκα σε δυο – τρεις φωτογραφίες με τα δολάρια στον αέρα ή στις πλάκες της πλατείας πριν αυτά καταλήξουν αμέσως μετά το τέλος του χορού, στην τσάντα της ορχήστρας. Τούτο έπραξαν με αστραπιαία ταχύτητα δυο πιτσιρικάδες που αμφιβάλλω αν ήξεραν τι ήταν αυτά που έπιαναν στα χέρια τους.
Το γεγονός με τα δολάρια ασφαλώς και δεν είναι καινούργιο για τα πανηγύρια στην Ευρυτανία αλλά στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνάμε, οπωσδήποτε προκαλεί εντύπωση και φυσικά ανεβάζει το ηθικό της ορχήστρας και των μαγαζιών που τσακίζονται στα κεράσματα. Παλαιότερα μάλιστα που οι ομογενείς που επισκέπτονταν την Ελλάδα ήταν περισσότεροι και λόγω της κοντινής χρονικής απόστασης από την μετανάστευσή τους, τα δολάρια ήταν σαν ένεση ζωής για τους χειμαζόμενους συγγενείς, στα μικρομάγαζα που φυτοζωούσαν τότε στα φτωχοχώρια αλλά και στις ορχήστρες των Ευρυτάνων που περίμεναν όλο το χρόνο ένα πανηγύρι με «Αμερικάνους» να ξελασπώσουν.
Για την ιστορία με τους «Αμερικάνους» και τα δολάρια στα πανηγύρια ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει, μεταξύ των άλλων βέβαια που έχει καταθέσει για την ιστορία των μουσικών της Ευρυτανίας και της ευρύτερης περιοχής, είναι ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας χωρίς την πρόσκληση του οποίου δεν θα τύχαινα μπροστά σε αυτή την ξεχωριστή στιγμή και τον οποίο ευχαριστώ και από τούτη τη γωνιά του διαδικτύου. Όπως ευχαριστώ επίσης και τους φίλους, παλιούς και καινούργιους από το Καλεσμένο και εύχομαι ολόψυχα και του χρόνου να σκορπιστούν στον αέρα του πανηγυριού περισσότερα δολάρια αλλά και κανένα ευρώ…
Το ένα έγινε στην Παλιά Κρέντη (που είναι ο μητρικός οικισμός της σημερινής Κρέντης που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλο στο σεισμό της 16ης Φεβρουαρίου 1966) αλλά ζωντάνεψε και σήμερα είναι από τα πιο ακμαία χωριά του νομού και το άλλο, στο Καλεσμένο, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά κατά το παρελθόν της Ευρυτανίας το οποίο σήμερα κατοικείται από ελαχίστους ανθρώπους καθώς όλοι σχεδόν οι Καλεσμενιώτες βρίσκονται στο εξωτερικό, στις ΗΠΑ κυρίως και στην Αυστραλία. Στο πανηγύρι του Αϊ - Γιάννη στην Παλιά Κρέντη
Στην εκκλησία του Αϊ – Γιάννη της Παλιάς Κρέντης μαζεύτηκε χθες όλο το χωριό στην πανηγυρική λειτουργία που πρωτοστάτησε ο ιερέας της ενορίας παπα Βαγγέλης Φεγγούλης παρόντων και πολλών άλλων ιερέων της περιοχής αφού για την Κρέντη αποτελεί τον καθεδρικό ναό για το χωριό. Η εκκλησία αυτή είχε πληγεί από το σεισμό αλλά επισκευάστηκε και μέχρι σήμρα συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την περιοχή.
Μετά το θρησκευτικό μέρος της εορτής το οποίο εξελίχθηκε σύμφωνα με την παράδοση και την ευλάβεια που διακρίνει τους κατοίκους του Κρέντη ακολούθησε το πανηγύρι που είχε όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε ένα καλό, όπως στα παλιά χρόνια γλέντι. Το «μαγαζί» με τους καφέδες και τα τσίπουρα του Θόδωρου Πλατή είχε στήσει τον πάγκο του κάτω από τη βελανιδιά, ο Αποστόλης και ο Δημήτρης Μάκκας είχαν γεμίσει τις ψησταριές τους με ντόπια σφάγια. Ακόμα και οι πλανόδιοι έμποροι που πάνεκαι πουλάνε στα πανηγύρια ρούχα και παιχνίδια είχαν εκεί τα αυτοκίνητά με την πραμάτεια τους.
Η ορχήστρα (Κωνσταντίνος Καλύβας τραγούδι, Παναγιώτης Ρούμπος βιολί, Πάνος Κουτσοκώστας τραγούδι, Καλαμπαλίκης Κώστας κιθάρα και νεαρός Φουρλίγκας κιθάρα) ήταν έτοιμη στην άκρη της μεγάλης αυλής με την τέντα απλωμένη από το φόβο της βροχής να παίξει ωραία δημοτικά τραγούδια και μουσικές. Δεν πήγαν τα πράγματα όμως έτσι όπως τα περίμεναν στην ορχήστρα και τούτο οφείλεται σε ένα κούμπωμα του κόσμου που ήταν φανερό στα πρόσωπα και στις κινήσεις όλων.
Κούμπωμα που προκαλείται, όπως και σε όλους τους Έλληνες εξάλλου, από τη δεινή κατάσταση της οικονομίας και της φημολογίας για χειρότερα που μπορεί να έρθουν. Άνθρωποι της δουλειάς, του χωραφιού και του κοπαδιού και με πείρα από καταστροφές (όπως ο σεισμός) οι Κρεντιώτες ήταν γενικά επιφυλακτικοί σε ξοδέματα κι έτσι παρόλο που η ορχήστρα είχε βάλει τα δυνατά της, κανένας δεν συγκινήθηκε να σηκωθεί για χορό. Μόνο λίγες παραγγελιές που έκαναν για το καλό της ημέρας δυο – τρεις από τους ηλικιωμένους έστειλαν λίγα ευρώ στο κουτί των εισπράξεων αλλά δεν ήταν αρκετά ούτε να το ζεστάνουν και κάποια στιγμή καθώς έφυγε ο κόσμος βρέθηκε μόνη της να παίζει κάτω από την τέντα.
Από την άλλη μεριά όμως, ούτε το «μαγαζί» του Θόδωρου βγήκε ζημιωμένο ούτε και οι Μακκαίοι από την ψησταριά τους γιατί και τα κεράσματα πήγαν και ήρθαν ανάμεσα στις παρέες αλλά και όλοι όσοι ήταν εκεί, για το καλό της ημέρας πήραν ψητό και κοκορέτσι τα οποία ομολογώ πως ήταν εξαιρετικά. Οι περισσότεροι από τους πανηγυριώτες κάθισαν στα τραπέζια που είχε απλώσει κάτω από την τέντα ο Θόδωρος και έφαγαν εκεί πίνοντας κρασί, μπύρες αλλά και τσίπουρο που μόνο σε αυτή την περιοχή συνηθίζεται και αξίζει να το δοκιμάσει όποιος βρεθεί σε τέτοια περίπτωση. Πολλοί ήταν όμως κι εκείνοι που το πήραν στην τσάντα τους να το φάνε το μεσημέρι στο σπίτι, γεγονός που φύσει και θέσει τους απομάκρυνε από το πανηγύρι και την ουσία του κοινού τραπεζίου όπως ήταν παλιά
Τα παλαιότερα χρόνια μου είπαν οι άνθρωποι που μαζί τους συνομίλησα εκεί, γινόταν ωραίο πανηγύρι το οποίο αν δεν έβρεχε, κρατούσε ως το σούρουπο. Χρόνο με το χρόνο όμως ατονεί και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική στενότητα αλλά και από την απουσία των νέων απ’ αυτό. Ο μέσος όρος ηλικίας των ανθρώπων που ήταν εκεί χθες ήταν σίγουρα πάνω από τα 50 με 60 χρόνια, μια πραγματικότητα που με τίποτα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει η παρουσία όλου του δημοτικού σχολείου και του νηπιαγωγείου μαζί.
ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΟ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟ
Εξαιτίας της νοσταλγίας για τη «Μικρή Πατρίδα» τους, οι Καλεσμενιώτες καταφέρνουν και κάνουν πάντα καλά πανηγύρια τα οποία χαίρονται όλοι όσοι πάνε σε αυτά. Το κριτήριο βεβαίως για ένα καλό πανηγύρι τα τελευταία χρόνια είναι το χρήμα και στη δύσκολη κατάσταση που ζούμε ο καθοριστικός πλέον παράγοντας για την επιτυχία του ή όχι και οι πλέον αρμόδιοι να το κρίνουν είναι τα μαγαζιά και η ορχήστρα που θα παίξει εκείνη την ημέρα στην πλατεία με τον μικρό πλάτανο μπροστά από την εκκλησία του Αϊ – Γιάννη.
Στην περίπτωση του προχθεσινού πανηγυριού του Αϊ – Γιάννη στο Καλεσμένο, ορχήστρα ήταν αυτή που οργάνωσε ο καλός φίλος από τον Κρέντη, ο αειθαλής μπάρμπα Γιάννης Μάκκας ο οποίος ξέρει ακόμα και τραγουδά με μοναδικό τρόπο τα παλιά κλέφτικα τραγούδια μαζί με το γιό του Γιώργο στην κιθάρα και τους Μπακούση Σεραφείμ στο τραγούδι, Τάκη Φουρλίγκα στο κλαρίνο, Τσιαμπόκαλο Χρήστο στο βιολί, Μαντέκα Γιάννη στα ντραμς και τη νεαρή Χειλά Αναστασία στα κρουστά και στο τραγούδι.
Μαθαίνοντας πως η ορχήστρα θα πήγαινε την παραμονή και θα άρχιζε να παίζει αμέσως μετά τον εσπερινό μέχρι να ξημερώσει, θα συνέχιζε μετά τη λειτουργία ως το απόγευμα, θα έκανε ένα μικρό διάλειμμα και θα έπιανε πάλι τα όργανα το βράδυ, κατάλαβα πως θα γίνονταν ωραία γλέντια και η υπόθεση είχε αρκετό κέρδος και για τα μαγαζιά. Τι μαγαζιά όμως; Ένα και μοναδικό, αυτό της εκκλησίας έχει απομείνει και ανοίγει η Παρασκευή Σιαμπούλη μόνο αυτές τις ημέρες και σε κάποιες άλλες έκτακτες, πικρές κατά συνθήκη εκδηλώσεις το οποίο δεν προλαβαίνει να εξυπηρετήσει τον κόσμο στο πανηγύρι και γι’ αυτό έστησε ψησταριά εκεί και ο Μπάμπης Γαλανός με τη γυναίκα Αθανασία οι οποίοι λειτουργούν τον ωραίο νερόμυλο στην Ανατολική Φραγκίστα.
Φυσικά δεν πρόλαβα το σχόλασμα της λειτουργίας που έκανε ο παπα Φάνης Καλύβας από τον Μάραθο, έμαθα όμως ότι είχε πολύ κόσμο. Ούτε την αρχή του γλεντιού που χόρεψαν οι μεγάλες παρέες πρόλαβα καθώς έφτασα εκεί μετά το μεσημέρι. Πρόλαβα όμως την παρέα φίλου Πάνου Κατσούδα με τη γυναίκα του Αρετή όπου ήταν και ο πατέρας του Κώστας, ο αδερφός του Χρήστος καθώς και μια μεγάλη παρέα ελληνοαμερικανών ή ομογενών νομίζω πως είναι πιο σωστά να τους αναφέρω από τους οποίους γνώρισα τον Παύλο Τριανταφυλλόπουλο επιχειρηματία από την Φλόριδα και την οικογένειά του. Μαζί τους ήταν και Θεοδώρα Τριανταφυλλοπούλου η οποία ζει στη Νέα Υόρκη καθώς και πολλοί Καλεσμενιώτες οι οποίοι ζουν στο Καρπενήσι και άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Τον Παύλο είδα κάποια στιγμή που σηκώθηκε και πέταξε στο χορό που ήταν η γυναίκα του Σία και η κόρη του Βίκυ ένα μάτσο χαρτιά αλλά μέχρι να καταλάβω ότι ήταν μονοδόλαρα έχασα τη σκηνή, σκηνή που ευτυχώς επανέλαβε αλλά πάλι ήταν δύσκολο πράγμα η φωτογράφιση ενός τέτοιου γεγονότος κι έτσι περιορίστηκα σε δυο – τρεις φωτογραφίες με τα δολάρια στον αέρα ή στις πλάκες της πλατείας πριν αυτά καταλήξουν αμέσως μετά το τέλος του χορού, στην τσάντα της ορχήστρας. Τούτο έπραξαν με αστραπιαία ταχύτητα δυο πιτσιρικάδες που αμφιβάλλω αν ήξεραν τι ήταν αυτά που έπιαναν στα χέρια τους.
Το γεγονός με τα δολάρια ασφαλώς και δεν είναι καινούργιο για τα πανηγύρια στην Ευρυτανία αλλά στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνάμε, οπωσδήποτε προκαλεί εντύπωση και φυσικά ανεβάζει το ηθικό της ορχήστρας και των μαγαζιών που τσακίζονται στα κεράσματα. Παλαιότερα μάλιστα που οι ομογενείς που επισκέπτονταν την Ελλάδα ήταν περισσότεροι και λόγω της κοντινής χρονικής απόστασης από την μετανάστευσή τους, τα δολάρια ήταν σαν ένεση ζωής για τους χειμαζόμενους συγγενείς, στα μικρομάγαζα που φυτοζωούσαν τότε στα φτωχοχώρια αλλά και στις ορχήστρες των Ευρυτάνων που περίμεναν όλο το χρόνο ένα πανηγύρι με «Αμερικάνους» να ξελασπώσουν.
Για την ιστορία με τους «Αμερικάνους» και τα δολάρια στα πανηγύρια ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει, μεταξύ των άλλων βέβαια που έχει καταθέσει για την ιστορία των μουσικών της Ευρυτανίας και της ευρύτερης περιοχής, είναι ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας χωρίς την πρόσκληση του οποίου δεν θα τύχαινα μπροστά σε αυτή την ξεχωριστή στιγμή και τον οποίο ευχαριστώ και από τούτη τη γωνιά του διαδικτύου. Όπως ευχαριστώ επίσης και τους φίλους, παλιούς και καινούργιους από το Καλεσμένο και εύχομαι ολόψυχα και του χρόνου να σκορπιστούν στον αέρα του πανηγυριού περισσότερα δολάρια αλλά και κανένα ευρώ…