Στη στήλη μας σήμερα φιλοξενούμε ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα που αφορά τον μεγάλο ευρυτάνα Ποιητή Θόδωρο Σκουρλή. Ως γνωστόν για το έργο και τη ζωή του, πρόσφατα ο Μιχάλης Σταφυλάς έγραψε ένα μοναδικό βιβλίο. Όμως εκ παραδρομής, στο βιβλίο αυτό, παραλείφθηκε το παρακάτω κείμενο της Βασιλικής Τριαντάκη – Μαυρομύτη που το είχε στείλει στον συγγραφέα και στα «Ευρυτανικά Χρονικά». Ο κ. Σταφυλάς μέσα από αυτή τη στήλη, γνωστοποιεί ότι το εν λόγω κείμενο, θα το συμπεριλάβει, σε επόμενη έκδοσή του προς τιμήν του Μεγάλου μας ποιητή, «γιατί αδίκησα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε επιστολή του στην εφημερίδα μας, «την ευγενέστατη κυρία Μαυρομύτη και τους αναγνώστες του».
Στη φωτογραφία εικονίζονται, καθισμένος ο πατέρας της κ. Βασιλικής Τριαντάκη – Μαυρομύτη,μαθητής τότε του Γυμνασίου Πατρών και όρθιοι: δεξιά ο Θόδωρος και αριστερά, με τα ναυτικά, ένας μικρότερος αδερφός του, που πέθανε σε μικρή ηλικία.
Με αφορμή δημοσιεύματα, που καταχωρίστηκαν στο τεύχος Νο 9, Ιανουαρίου – Μαρτίου 2004, για τον Θόδωρο Σκουρλή, επιθυμώ να εκφράσω μερικές απόψεις μου και να καταθέσω κάποιες μαρτυρίες, σχετικά με εκείνον, ο οποίος υπήρξε συγχωριανός μου και στενός οικογενειακός μας φίλος.
Είναι γεγονός ότι οι Κερασοβίτες τα τελευταία χρόνια, δεν ενδιαφέρθηκαν για την προβολή της προσωπικότητας ενός πνευματικού ανθρώπου με πανελλήνια – και όχι μόνο αναγνώριση, που τιμούσε ιδιαίτερα τη γενέτειρά του. Αυτό οφείλεται σε άγνοια της ζωής και του έργου του από τους υπάρχοντες την τελευταία τουλάχιστον 30ετία εν ζωή. Εκείνοι που θα μπορούσαν να τιμήσουν τη μνήμη του Σκουρλή με πολλούς τρόπους, έφυγαν από τη ζωή νωρίς. Την περίοδο 1950-1975, εκείνοι που γνώριζαν και τιμούσαν την αξία του, απέφευγαν να εκδηλωθούν, διότι τα χρόνια εκείνα ήταν «πέτρινα».
Ο ποιητής, ο οποίος γεννήθηκε το 1904 (και όχι το 1906, όπως λανθασμένα αναγράφεται στα μητρώα), ήταν συνομήλικος και επιστήθιος φίλος του πατέρα μου Δημητρίου Ν. Τριαντάκη.
Μια παρέα εφήβων Κερασοβιτών με νεανική φλόγα και οράματα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέδιδαν χειρόγραφο περιοδικό. Ο Σκουρλής έγραφε θέματα κοινωνικού χαρακτήρα, ο πατέρας μου επιστημονικά άρθρα (για το Σύμπαν), ο Δημοσθένης Ι. Ντάλλας ποιήματα και ο Βασίλης Χαρδαλιάς ρεπορτάζ από τη ζωή των ανθρώπων της περιοχής των Αγράφων, απ’ όπου κατάγονταν. Ο πέμπτος της παρέας, Ιωάννης Σερ. Τριαντάκης, ως καλλιγράφος, έγραφε το περιοδικό, ένα «αντίτυπο» του οποίου κρατούσε στο αρχείο του και μου το έδειξε κάποτε. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του. Όπως μου έλεγε ο θείος μου, αυτός, ο «Νουμάς» σε κάποιο τεύχος του, πιθανόν το έτος 1923, αναφέρθηκε με ευμενή σχόλια στην ποιότητα της ύλης του περιοδικού, καθώς και στην προσπάθεια των νέων του Κερασόβου για την έκδοσή του. Και άλλα λογοτεχνικά έντυπα της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, εκφράστηκαν θετικά για το περιοδικό αυτό.
Μεταξύ των ετών 1925-1928, ο ενθουσιώδης Θόδωρος, ευρισκόμενος με την παρέα του στο πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου, 2 Μαΐου, στην Κρέντη, ύψωσε σ’ έναν κέδρο μια σημαία με το σφυροδρέπανο. Μάλιστα για να την ανεβάσει στο δέντρο, που ήταν ψηλό, τον βοήθησε ο Κων/νος Δ. Ντάλλας. Τη σημαία αυτή την ξέσκισε με το μαχαίρι του ο Κων/νος Δ. Μήτσιος, αφού προηγήθηκε κάποιο μικροεπεισόδιο.
Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, καμιά ανθολογία της εποχής του 1930 δεν συμπεριέλαβε το ποίημα του «Το χέρι».
Όπως έλεγε ο ίδιος σ’ έναν φίλο του, «ο πατέρας μου, όταν ήμουν φοιτητής, φιλοδοξούσε να τελειώσω τη Νομική και ν’ ανοίξω ένα δικηγορικό γραφείο και ιδεί μια πινακίδα που να γράφει: «Θεόδωρος Σωτ. Σκουρλής – Δικηγόρος». «Εμένα, όμως, έλεγε δεν με χωράει το δικηγορικό γραφείο και δεν είναι αυτό που ονειρεύομαι να κάνω». Όντως του χρειάζονται πλατείς ορίζοντες για ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που ζούσε στην Αθήνα, λόγω της κλονισμένης υγείας του δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο Κεράσοβο, που τόσο πολύ αγαπούσε και νοσταλγούσε. Γι’ αυτό, ζητούσε α του φέρουν μια πέτρα από τον βραχώδη λόφο του χωριού του, το «Καραούλι», που ήταν συνδεδεμένο με τα νεανικά του χρόνια, εκεί όπου μαζί με τους φίλους του βρισκόταν καθημερινά και από παιδιά αντάλλασαν τις απόψεις τους για όλα και έκαναν τα όνειρά του για τη ζωή, όπως την έβλεπαν εκείνοι από τη σκοπιά τους. Άλλωστε, το «Καραούλι» ήταν η πηγή της έμπνευσής του γι το ποίημα «Το κοτρώνι». Όπως κατά καιρούς ξέκοβαν κοτρώνια από τους βράχους του λόφου και κυλούσαν, ανάλογα με την ορμή που είχαν και άλλα σταματούσαν πιο κάτω στην πλαγιά και άλλα έφταναν στο γκρεμό και κατάληγαν στο ρέμα, έτσι και εκείνος έβλεπε την πορεία της ζωής του να μοιάζει με το κοτρώνι, που ξεκόβει και κυλάει στο άγνωστο.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Με εκτίμηση
Βασιλική Τριαντάκη – Μαυρομύτη
Στη φωτογραφία εικονίζονται, καθισμένος ο πατέρας της κ. Βασιλικής Τριαντάκη – Μαυρομύτη,μαθητής τότε του Γυμνασίου Πατρών και όρθιοι: δεξιά ο Θόδωρος και αριστερά, με τα ναυτικά, ένας μικρότερος αδερφός του, που πέθανε σε μικρή ηλικία.
Με αφορμή δημοσιεύματα, που καταχωρίστηκαν στο τεύχος Νο 9, Ιανουαρίου – Μαρτίου 2004, για τον Θόδωρο Σκουρλή, επιθυμώ να εκφράσω μερικές απόψεις μου και να καταθέσω κάποιες μαρτυρίες, σχετικά με εκείνον, ο οποίος υπήρξε συγχωριανός μου και στενός οικογενειακός μας φίλος.
Είναι γεγονός ότι οι Κερασοβίτες τα τελευταία χρόνια, δεν ενδιαφέρθηκαν για την προβολή της προσωπικότητας ενός πνευματικού ανθρώπου με πανελλήνια – και όχι μόνο αναγνώριση, που τιμούσε ιδιαίτερα τη γενέτειρά του. Αυτό οφείλεται σε άγνοια της ζωής και του έργου του από τους υπάρχοντες την τελευταία τουλάχιστον 30ετία εν ζωή. Εκείνοι που θα μπορούσαν να τιμήσουν τη μνήμη του Σκουρλή με πολλούς τρόπους, έφυγαν από τη ζωή νωρίς. Την περίοδο 1950-1975, εκείνοι που γνώριζαν και τιμούσαν την αξία του, απέφευγαν να εκδηλωθούν, διότι τα χρόνια εκείνα ήταν «πέτρινα».
Ο ποιητής, ο οποίος γεννήθηκε το 1904 (και όχι το 1906, όπως λανθασμένα αναγράφεται στα μητρώα), ήταν συνομήλικος και επιστήθιος φίλος του πατέρα μου Δημητρίου Ν. Τριαντάκη.
Μια παρέα εφήβων Κερασοβιτών με νεανική φλόγα και οράματα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέδιδαν χειρόγραφο περιοδικό. Ο Σκουρλής έγραφε θέματα κοινωνικού χαρακτήρα, ο πατέρας μου επιστημονικά άρθρα (για το Σύμπαν), ο Δημοσθένης Ι. Ντάλλας ποιήματα και ο Βασίλης Χαρδαλιάς ρεπορτάζ από τη ζωή των ανθρώπων της περιοχής των Αγράφων, απ’ όπου κατάγονταν. Ο πέμπτος της παρέας, Ιωάννης Σερ. Τριαντάκης, ως καλλιγράφος, έγραφε το περιοδικό, ένα «αντίτυπο» του οποίου κρατούσε στο αρχείο του και μου το έδειξε κάποτε. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του. Όπως μου έλεγε ο θείος μου, αυτός, ο «Νουμάς» σε κάποιο τεύχος του, πιθανόν το έτος 1923, αναφέρθηκε με ευμενή σχόλια στην ποιότητα της ύλης του περιοδικού, καθώς και στην προσπάθεια των νέων του Κερασόβου για την έκδοσή του. Και άλλα λογοτεχνικά έντυπα της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, εκφράστηκαν θετικά για το περιοδικό αυτό.
Μεταξύ των ετών 1925-1928, ο ενθουσιώδης Θόδωρος, ευρισκόμενος με την παρέα του στο πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου, 2 Μαΐου, στην Κρέντη, ύψωσε σ’ έναν κέδρο μια σημαία με το σφυροδρέπανο. Μάλιστα για να την ανεβάσει στο δέντρο, που ήταν ψηλό, τον βοήθησε ο Κων/νος Δ. Ντάλλας. Τη σημαία αυτή την ξέσκισε με το μαχαίρι του ο Κων/νος Δ. Μήτσιος, αφού προηγήθηκε κάποιο μικροεπεισόδιο.
Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, καμιά ανθολογία της εποχής του 1930 δεν συμπεριέλαβε το ποίημα του «Το χέρι».
Όπως έλεγε ο ίδιος σ’ έναν φίλο του, «ο πατέρας μου, όταν ήμουν φοιτητής, φιλοδοξούσε να τελειώσω τη Νομική και ν’ ανοίξω ένα δικηγορικό γραφείο και ιδεί μια πινακίδα που να γράφει: «Θεόδωρος Σωτ. Σκουρλής – Δικηγόρος». «Εμένα, όμως, έλεγε δεν με χωράει το δικηγορικό γραφείο και δεν είναι αυτό που ονειρεύομαι να κάνω». Όντως του χρειάζονται πλατείς ορίζοντες για ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που ζούσε στην Αθήνα, λόγω της κλονισμένης υγείας του δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο Κεράσοβο, που τόσο πολύ αγαπούσε και νοσταλγούσε. Γι’ αυτό, ζητούσε α του φέρουν μια πέτρα από τον βραχώδη λόφο του χωριού του, το «Καραούλι», που ήταν συνδεδεμένο με τα νεανικά του χρόνια, εκεί όπου μαζί με τους φίλους του βρισκόταν καθημερινά και από παιδιά αντάλλασαν τις απόψεις τους για όλα και έκαναν τα όνειρά του για τη ζωή, όπως την έβλεπαν εκείνοι από τη σκοπιά τους. Άλλωστε, το «Καραούλι» ήταν η πηγή της έμπνευσής του γι το ποίημα «Το κοτρώνι». Όπως κατά καιρούς ξέκοβαν κοτρώνια από τους βράχους του λόφου και κυλούσαν, ανάλογα με την ορμή που είχαν και άλλα σταματούσαν πιο κάτω στην πλαγιά και άλλα έφταναν στο γκρεμό και κατάληγαν στο ρέμα, έτσι και εκείνος έβλεπε την πορεία της ζωής του να μοιάζει με το κοτρώνι, που ξεκόβει και κυλάει στο άγνωστο.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Με εκτίμηση
Βασιλική Τριαντάκη – Μαυρομύτη