Γράφει ο Γιώργος Σταυράκης
Είναι τώρα κάπου δυο δεκαετίες που εμείς οι νεοέλληνες στριμωχτήκαμε σε κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας. Ειδικότερα μετά την ένταξή μας στην Ευρωζώνη (ΟΝΕ) με τα ευρώ στις τσέπες, τις καφετέριες γεμάτες όλη την εβδομάδα και τα ταξίδια αναψυχής στα Λόντρα και τα Παρίσια. Μέσα σε δυο τρεις δεκαετίες μεταλλαχτήκαμε σε ένα είδος νεομπουρτζονά. Θαύμα, θαύμα! Πώς έγινε το θαύμα; Εμείς οι Έλληνες πιστεύουμε και στα θαύματα. Με θαύματα είδαμε άσπρες μέρες, όχι με σκληρή δουλειά. Το μόνο που δεν καταλάβαμε (ή δεν θέλουμε) είναι ότι στην αληθινή ζωή θαύματα δεν υπάρχουν. Ούτε, βέβαια, κοντόφραγκοι Ευρωπαίοι όπως, η ελληνική μαγκιά θέλει να πιστεύει. Όταν τρως στο ίδιο τραπέζι με τους εταίρους σου είναι αγένεια να κρύβεις τη μπριζόλα κάτω από το τραπέζι. Έστω και αυτό, κάποιος θα μπορούσε να το συγχωρέσει ως κακή συνήθεια που σιγά-σιγά θα ξεπεραστεί για να συγκλίνουμε και εμείς με τους ομοτράπεζους Ευρωπαίους. Τι έχουμε όμως να τους πούμε όταν επί σειρά ετών κομίζαμε στις Βρυξέλλες παραποιημένα στατιστικά στοιχεία; «Greek Statistics». Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας με διάφορα ανέκδοτα που λένε μεταξύ τους τώρα μας διακωμωδούν καταλλήλως. Οι επίτροποι στα οικονομικά, με πρώτους τους Γερμανούς για να σπάσουν και αυτοί τη μονοτονία τους, λένε το παρακάτω ανέκδοτο: «Όταν μελετάτε τα στατιστικά στοιχεία που σας φέρνουν οι Έλληνες ποτέ μην κρατάτε μια μπανάνα στα χέρια σας, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος, από τα στοιχεία, να πεταχτεί μια μαϊμού και να σας τρομάξει». Μαζί με τους κυβερνήτες μας και των δύο μεγάλων κομμάτων, ζήσαμε μια περίοδο που «δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Με δανεικά φυσικά. Με περισσή αφροσύνη και ανευθυνότητα τα τελευταία τριάντα χρόνια όλοι όσοι μας κυβέρνησαν καταχρέωσαν την Ελλάδα, δηλαδή τους πολίτες, με αστρικά ποσά δημιουργώντας έτσι τη μεγάλη φούσκα μιας επίπλαστης ευημερίας, χωρίς προηγούμενο για τα ελληνικά πράγματα. Πριν 40-50 χρόνια εμείς σαν λαός μας διάκρινε ο συντηρισμός και το μέτρο. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός και η κατανάλωση γινόταν προγραμματισμένη και με σύνεση. Με την ένταξή μας στο ΕΥΡΩ, αλλά και πριν, ως δια μαγείας περάσαμε σε έναν ανεξήγητο ευδαιμονισμό, μια καταναλωτική συμπεριφορά που υπερβαίνει κατά πολύ τις παραγωγικές μας δυνατότητες. Ένας περίεργος στρουθοκαμηλισμός και μυωπική επιλογή της καλοπέρασης για το παρόν εις βάρος του μέλλοντος. Φαντασιωμένοι ιδεοληπτικά ότι και με τα δανεικά καλοπερνάς, παραβλέψαμε τη σκληρή πραγματικότητα που ήταν μοιραίο ότι θα έρθει. Με τη φοροδιαφυγή και τη μεγάλη διασπάθιση δημοσίου χρήματος, που πρέπει να προσθέσουμε, κατάντησε εθνικό σπορ η αρπαχτή και η φιλοχρηματία σε βάρος του συμπολίτη. Με αυτές τις «πρωτιές» γνωριστήκαμε πολύ καλά με τους εταίρους μας στην Ευρώπη, Η.Π.Α. και Αυστραλία και κερδίσαμε «επαξίως» την ανυποληψία και την αναξιοπιστία. Οι κυβερνήτες μας λένε πως σιγά-σιγά η Ελλάδα ξαναβρίσκει την παλιά καλή της φήμη. Μακάρι να είναι έτσι. Υπάρχει όμως και η λαϊκή παροιμία που λέει: «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Με το διεθνή διασυρμό «ξύπνησαν» και οι φορολογικές υπηρεσίες άλλων χωρών που υπάρχουν μεγάλες παροικίες. Τις προάλλες διάβασα ότι η Αυστραλιανή κυβέρνηση έκανε αγωγή στη μεγάλη ελληνική παροικία για φοροδιαφυγή 20 εκατ. δολάρια. Τα μεγαλύτερα έσοδα για παράνομη στάθμευση και άλλες τροχαίες παραβάσεις έχει ο Δήμος της Μελβούρνης από τους Έλληνες πάροικους-μετανάστες. Είναι άραγε απλή σύμπτωση, ή κυκλοφορεί μέσα στο D.N.A.ημών το Νεοελλήνων; Το σίγουρο είναι ότι το «πλοίο της χαράς» έφτασε στο λιμάνι και πρέπει όλοι να ξεμπαρκάρουμε.