«Ένας άγνωστος και ένας Θεσσαλός» έγραφε ο Ευρυτανικός Παλμός (τεύχος 467 της 24 Αυγούστου 2011), ήταν μεταξύ των επτά ηρώων της αντίστασης που εκτελέστηκαν από τους κατακτητές το 1942, στο Νημάτι της Χρύσω, στα βουνά της Ευρυτανίας. Οι άλλοι πέντε σύμφωνα με τον Ευρυτανικό Παλμό, ήταν οι ήρωες - αγωνιστές Τριανταφύλλου, Χειλάς, Γκαρίλας, Γκούβας και Κακαβάς.
Η αναφορά αυτή του Ευρυτανικού Παλμού με έκανε να ανατρέξω, εκ νέου, στις σελίδες του βιβλίου της δημοσιογράφου και συγγραφέα Σοφίας Παπαϊωάννου με τίτλο «Κρυμμένο στο Αιγαίο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Μια τρομακτική σε δύναμη αληθινή ιστορία, για ένα άγνωστο Δωδεκανήσιο ήρωα που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς, στα Ρουμελιώτικα βουνά, στις 5 Γενάρη του 1944, αλλά επί σχεδόν μισό αιώνα η οικογένειά του στη γενέτειρά του την Κάσο , δεν ήξερε τίποτα για την τύχη του. Ένας ακόμα άγνωστος, όπως εκατοντάδες άλλοι ήρωες της Ελληνικής αντίστασης έλειωνε στη Γκιώνα, κοντά στο χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) της Φωκίδας.
Το πραγματικό όνομα του ήρωα είναι Μιχάλης Κουτλάκης, γυιός του Δημάρχου της Ιταλοκρατούμενης Κάσου, γεννημένος το 1922 και επαναστάτης από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του για να τον διαφυλάξει από τους κατακτητές, τον στέλνει, κάτω από πάρα πολλές δυσκολίες, σε σχολείο στην Αθήνα και μετέπειτα εσωτερικό στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Η Σχολή κλείνει στον πόλεμο του 40 και ο 18χρονος Μιχάλης που καίγονταν από την δίψα της λευτεριάς και γνώριζε πολύ καλά τη βαρβαρότητα των Ιταλών στη γενέτειρά του, κατατάσσεται, χωρίς δεύτερη σκέψη, στο Σύνταγμα των Δωδεκανήσιων εθελοντών και πολεμά με απίστευτο ηρωισμό στα Αλβανικά βουνά.
Με την κατάρρευση του μετώπου , απογοητευμένος επιστρέφει στην Αθήνα και μετά μυστικά στην Κάσο, το Μάιο του 1942, για να συνεχίσει τον αγώνα κατά των κατακτητών. Οι Ιταλοί ενημερώνονται – μετά από προδοσία - ότι πολέμησε εναντίον τους, τον συλλαμβάνουν, τον Απρίλιο του 43, βασανίζεται και διατάσσεται η μεταφορά του τις φυλακές της Ρόδου.
Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του, ανακοινώνεται ότι ο Μουσολίνι έπεσε και μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα και παραδίδεται στους Γερμανούς. Τον Σεπτέμβριο του 43, τον στέλνουν με τρένο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, αλλά στη διαδρομή, κοντά στη Λαμία η αμαξοστοιχία δέχεται επίθεση από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που εκτελούσαν μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις σε ανατινάξεις σιδηροδρομικών γραμμών. Ο Μιχάλης Κουτλάκης δραπετεύει, καταφεύγοντας στην Άμφισσα στο συμμαθητή και φίλο του Γιάννη Τσικνή και κατατάσσονται στο Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ, το τάγμα του περίφημου «καπετάν ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ» . Στο Τάγμα καταγράφεται σαν Μιχάλης Νησιώτης από την Κώ – ο ίδιος δεν έδωσε το πραγματικό του όνομα για να προστατεύσει την οικογένειά του στην σκλαβωμένη Κάσο - και δίνει όλη του την ορμή στις μάχες, αλλά σκοτώνεται σε ενέδρα – πάλι μετά από προδοσία- που έστησε η επίλεκτη Γερμανική μονάδα του Βραδεμβούργου στο ξωκλήσι Αγία Τριάδα, κοντά στις Βρύζες, στη Φωκίδα . Μαζί του χάνονται και τριάντα δύο ακόμα αγωνιστές της Εθνικής αντίστασης, ανάμεσά τους και ο καπετάνιος τους, ο καπετάν Καλλίας από το Μαυρολιθάρι της Φωκίδας.
Οι Ιταλοί παραδίδουν το 1947 τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Οι κάτοικοι πανηγυρίζουν, μα η οικογένεια του Μιχάλη Κουτλάκη δεν μπορεί να χαρεί γιατί ο γιός τους είναι άφαντος. Απευθύνονται στον Ερυθρό Σταυρό χωρίς αποτέλεσμα, αναζητούν, ψάχνουν ,ρωτούν, ερευνούν. Τίποτα. Μαρασμός και θλίψη από την άγνωστη μοίρα του παλληκαριού της Κάσου. Αν έπαυε η οικογένεια να θρηνεί το χαμένο αγωνιστή ήταν σαν να τον πρόδιδε. Η αγωνία και ο πόνος για την τύχη του, μεταφέρθηκε άσβεστη και στην επόμενη γενιά των Κουτλάκηδων.
Η μάνα του στην Κάσο κρατά φυλαγμένα ότι απόμεινε από αυτόν σε μια μικρή ξύλινη βαλίτσα: γράμματα, μαθητικά ημερολόγια, φωτογραφίες, ταυτότητες. Ο πατέρας πεθαίνει το 1971 και, μετά από λίγα χρόνια, η μάνα του. Σύμφωνα με την επιθυμία της, στον τάφο της θάβουν μαζί και το βαλιτσάκι. Την ημέρα της κηδείας, η εγγονή της Σοφία - μετέπειτα Σοφία Μαστοράκου - ανοίγει τη μικρή βαλίτσα και παίρνει ένα μεταλλικό κουτί με κάποια στοιχεία του χαμένου παλληκαριού. Αυτό το κουτί ήταν το έναυσμα για να ξετυλιχτεί η απίστευτη ιστορία από τη δημοσιογράφο- συγγραφέα.
Το 1987 η η Σοφία Μαστοράκου,που πήρε το μεταλλικό κουτί από το βαλιτσάκι της γιαγιάς της, κόρη της αδερφής του χαμένου ήρωα , μαθαίνει τυχαία από συντοπίτη της γεωπόνο, που δούλευε στην περιοχή της Άμφισσας , ότι ένας υπερήλικας αγωνιστής του ΕΛΑΣ- ο Γιάννης Τσικνής- αναζητούσε χρόνια συγγενείς του συναγωνιστή του Μιχάλη Κουτλάκη, στην Κάσο. Έγραψε γράμματα στο Δήμο της Κάσου που έμειναν αναπάντητα και δεν βρέθηκαν ποτέ. Κάποιοι είπαν ότι τα είδαν, αλλά………. Μια ακόμα προδοσία; Ποιος ξέρει ………
Χάρη στο απόμαχο αντάρτη, μετά από μισό σχεδόν αιώνα, ανακαλύπτουν οι συγγενείς ότι ο άνθρωπός τους βρίσκεται θαμμένος σε ομαδικό τάφο, στις κορφές των Ρουμελιώτικων βουνών, των δοξασμένων βουνών της αντίστασης, στο σημείο της ενέδρας, γνωστό σήμερα και σαν μνήματα , με το όνομα Μιχάλης Νησιώτης από την Κώ.
Επτά δεκαετίες μετά, η δημοσιογράφος Σοφία Παπαϊωάννου και η οικογένεια του Μιχάλη ανοίγουν το κουτί και ξεκινούν να ξετυλίγουν την ιστορία. Ψάχνουν τα ιταλικά μυστικά αρχεία της Δωδεκανήσου, τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ντοκουμέντα της εποχής, συναντούν σε όλη την Ελλάδα δεκάδες ανθρώπους που γνώριζαν τον Μιχάλη και μαθαίνουν τι πραγματικά συνέβη στον Δωδεκανήσιο ήρωα. Αποκαλύπτεται μια ιστορία που μπλέκει τα γεγονότα του μικρού νησιού με τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης Ελλάδας .
Στην μαρμάρινη πλάκα στο σημείο του ομαδικού τάφου , στη Γκιώνα, ανάμεσα στα άλλα ονόματα - τα περισσότερα αγωνιστών από τη Φωκίδα- αναφέρονται και τα ονόματα του Ζυμαγκόρη Αλεξέι, Σοβιετικού Μαχητή, του Μιχαήλοβιτς Ιβάν, Σοβιετικού Μαχητή, του Δαυίδ, Ισραηλίτη και του Βενιαμίν, Ισραηλίτη. Όπως η Σοφία Κουτλάκη πέθανε με το μαρασμό για την τύχη του γυιού της, αναρωτιέμαι άραγε αν οι μανάδες του Ιβάν, του Δαυίδ, του Αλεξέι, του Βενιαμίν, μάθανε ποτέ για την τύχη των παλληκαριών των. Δεν αναρωτιέμαι για τη μάνα του άγνωστου και του Θεσσαλού, στο Νημάτι των Ευρυτανικών βουνών. Αυτές φαντάζομαι ότι πέθαναν με τα - άγνωστα σε μας - ονόματα των παλληκαριών τους στα χείλη τους. Τουλάχιστον στο Νημάτι – και στη Δομνίστα, και στους Κορυσχάδες και στη Βίνιανη, και στη Νιάλα - ανάμεσα στους τόσους ήρωες της Αντίστασης και των χρόνων της μετέπειτα εμφύλιας λαίλαπας να μνημονεύουμε , πάντα «έναν άγνωστο και ένα Θεσσαλό» ένα Ιβάν, έναν Αλεξέι, έναν Δαυίδ, έναν Βενιαμίν, ένα Μιχάλη
Και δικούς μας χαμένους Ευρυτάνες που ποτέ δεν μάθαμε τι έγιναν.
«Θα ‘ναι κανείς σοφός μα γέρος πια όταν μάθει τι στους νεκρούς του οφείλει» γράφει ο Τίτος Πατρίκιος τον Οκτώβριο του 1949.. . . . . . . .
Η αναφορά αυτή του Ευρυτανικού Παλμού με έκανε να ανατρέξω, εκ νέου, στις σελίδες του βιβλίου της δημοσιογράφου και συγγραφέα Σοφίας Παπαϊωάννου με τίτλο «Κρυμμένο στο Αιγαίο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Μια τρομακτική σε δύναμη αληθινή ιστορία, για ένα άγνωστο Δωδεκανήσιο ήρωα που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς, στα Ρουμελιώτικα βουνά, στις 5 Γενάρη του 1944, αλλά επί σχεδόν μισό αιώνα η οικογένειά του στη γενέτειρά του την Κάσο , δεν ήξερε τίποτα για την τύχη του. Ένας ακόμα άγνωστος, όπως εκατοντάδες άλλοι ήρωες της Ελληνικής αντίστασης έλειωνε στη Γκιώνα, κοντά στο χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) της Φωκίδας.
Το πραγματικό όνομα του ήρωα είναι Μιχάλης Κουτλάκης, γυιός του Δημάρχου της Ιταλοκρατούμενης Κάσου, γεννημένος το 1922 και επαναστάτης από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του για να τον διαφυλάξει από τους κατακτητές, τον στέλνει, κάτω από πάρα πολλές δυσκολίες, σε σχολείο στην Αθήνα και μετέπειτα εσωτερικό στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Η Σχολή κλείνει στον πόλεμο του 40 και ο 18χρονος Μιχάλης που καίγονταν από την δίψα της λευτεριάς και γνώριζε πολύ καλά τη βαρβαρότητα των Ιταλών στη γενέτειρά του, κατατάσσεται, χωρίς δεύτερη σκέψη, στο Σύνταγμα των Δωδεκανήσιων εθελοντών και πολεμά με απίστευτο ηρωισμό στα Αλβανικά βουνά.
Με την κατάρρευση του μετώπου , απογοητευμένος επιστρέφει στην Αθήνα και μετά μυστικά στην Κάσο, το Μάιο του 1942, για να συνεχίσει τον αγώνα κατά των κατακτητών. Οι Ιταλοί ενημερώνονται – μετά από προδοσία - ότι πολέμησε εναντίον τους, τον συλλαμβάνουν, τον Απρίλιο του 43, βασανίζεται και διατάσσεται η μεταφορά του τις φυλακές της Ρόδου.
Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του, ανακοινώνεται ότι ο Μουσολίνι έπεσε και μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα και παραδίδεται στους Γερμανούς. Τον Σεπτέμβριο του 43, τον στέλνουν με τρένο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, αλλά στη διαδρομή, κοντά στη Λαμία η αμαξοστοιχία δέχεται επίθεση από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που εκτελούσαν μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις σε ανατινάξεις σιδηροδρομικών γραμμών. Ο Μιχάλης Κουτλάκης δραπετεύει, καταφεύγοντας στην Άμφισσα στο συμμαθητή και φίλο του Γιάννη Τσικνή και κατατάσσονται στο Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ, το τάγμα του περίφημου «καπετάν ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ» . Στο Τάγμα καταγράφεται σαν Μιχάλης Νησιώτης από την Κώ – ο ίδιος δεν έδωσε το πραγματικό του όνομα για να προστατεύσει την οικογένειά του στην σκλαβωμένη Κάσο - και δίνει όλη του την ορμή στις μάχες, αλλά σκοτώνεται σε ενέδρα – πάλι μετά από προδοσία- που έστησε η επίλεκτη Γερμανική μονάδα του Βραδεμβούργου στο ξωκλήσι Αγία Τριάδα, κοντά στις Βρύζες, στη Φωκίδα . Μαζί του χάνονται και τριάντα δύο ακόμα αγωνιστές της Εθνικής αντίστασης, ανάμεσά τους και ο καπετάνιος τους, ο καπετάν Καλλίας από το Μαυρολιθάρι της Φωκίδας.
Οι Ιταλοί παραδίδουν το 1947 τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Οι κάτοικοι πανηγυρίζουν, μα η οικογένεια του Μιχάλη Κουτλάκη δεν μπορεί να χαρεί γιατί ο γιός τους είναι άφαντος. Απευθύνονται στον Ερυθρό Σταυρό χωρίς αποτέλεσμα, αναζητούν, ψάχνουν ,ρωτούν, ερευνούν. Τίποτα. Μαρασμός και θλίψη από την άγνωστη μοίρα του παλληκαριού της Κάσου. Αν έπαυε η οικογένεια να θρηνεί το χαμένο αγωνιστή ήταν σαν να τον πρόδιδε. Η αγωνία και ο πόνος για την τύχη του, μεταφέρθηκε άσβεστη και στην επόμενη γενιά των Κουτλάκηδων.
Η μάνα του στην Κάσο κρατά φυλαγμένα ότι απόμεινε από αυτόν σε μια μικρή ξύλινη βαλίτσα: γράμματα, μαθητικά ημερολόγια, φωτογραφίες, ταυτότητες. Ο πατέρας πεθαίνει το 1971 και, μετά από λίγα χρόνια, η μάνα του. Σύμφωνα με την επιθυμία της, στον τάφο της θάβουν μαζί και το βαλιτσάκι. Την ημέρα της κηδείας, η εγγονή της Σοφία - μετέπειτα Σοφία Μαστοράκου - ανοίγει τη μικρή βαλίτσα και παίρνει ένα μεταλλικό κουτί με κάποια στοιχεία του χαμένου παλληκαριού. Αυτό το κουτί ήταν το έναυσμα για να ξετυλιχτεί η απίστευτη ιστορία από τη δημοσιογράφο- συγγραφέα.
Το 1987 η η Σοφία Μαστοράκου,που πήρε το μεταλλικό κουτί από το βαλιτσάκι της γιαγιάς της, κόρη της αδερφής του χαμένου ήρωα , μαθαίνει τυχαία από συντοπίτη της γεωπόνο, που δούλευε στην περιοχή της Άμφισσας , ότι ένας υπερήλικας αγωνιστής του ΕΛΑΣ- ο Γιάννης Τσικνής- αναζητούσε χρόνια συγγενείς του συναγωνιστή του Μιχάλη Κουτλάκη, στην Κάσο. Έγραψε γράμματα στο Δήμο της Κάσου που έμειναν αναπάντητα και δεν βρέθηκαν ποτέ. Κάποιοι είπαν ότι τα είδαν, αλλά………. Μια ακόμα προδοσία; Ποιος ξέρει ………
Χάρη στο απόμαχο αντάρτη, μετά από μισό σχεδόν αιώνα, ανακαλύπτουν οι συγγενείς ότι ο άνθρωπός τους βρίσκεται θαμμένος σε ομαδικό τάφο, στις κορφές των Ρουμελιώτικων βουνών, των δοξασμένων βουνών της αντίστασης, στο σημείο της ενέδρας, γνωστό σήμερα και σαν μνήματα , με το όνομα Μιχάλης Νησιώτης από την Κώ.
Επτά δεκαετίες μετά, η δημοσιογράφος Σοφία Παπαϊωάννου και η οικογένεια του Μιχάλη ανοίγουν το κουτί και ξεκινούν να ξετυλίγουν την ιστορία. Ψάχνουν τα ιταλικά μυστικά αρχεία της Δωδεκανήσου, τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ντοκουμέντα της εποχής, συναντούν σε όλη την Ελλάδα δεκάδες ανθρώπους που γνώριζαν τον Μιχάλη και μαθαίνουν τι πραγματικά συνέβη στον Δωδεκανήσιο ήρωα. Αποκαλύπτεται μια ιστορία που μπλέκει τα γεγονότα του μικρού νησιού με τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης Ελλάδας .
Στην μαρμάρινη πλάκα στο σημείο του ομαδικού τάφου , στη Γκιώνα, ανάμεσα στα άλλα ονόματα - τα περισσότερα αγωνιστών από τη Φωκίδα- αναφέρονται και τα ονόματα του Ζυμαγκόρη Αλεξέι, Σοβιετικού Μαχητή, του Μιχαήλοβιτς Ιβάν, Σοβιετικού Μαχητή, του Δαυίδ, Ισραηλίτη και του Βενιαμίν, Ισραηλίτη. Όπως η Σοφία Κουτλάκη πέθανε με το μαρασμό για την τύχη του γυιού της, αναρωτιέμαι άραγε αν οι μανάδες του Ιβάν, του Δαυίδ, του Αλεξέι, του Βενιαμίν, μάθανε ποτέ για την τύχη των παλληκαριών των. Δεν αναρωτιέμαι για τη μάνα του άγνωστου και του Θεσσαλού, στο Νημάτι των Ευρυτανικών βουνών. Αυτές φαντάζομαι ότι πέθαναν με τα - άγνωστα σε μας - ονόματα των παλληκαριών τους στα χείλη τους. Τουλάχιστον στο Νημάτι – και στη Δομνίστα, και στους Κορυσχάδες και στη Βίνιανη, και στη Νιάλα - ανάμεσα στους τόσους ήρωες της Αντίστασης και των χρόνων της μετέπειτα εμφύλιας λαίλαπας να μνημονεύουμε , πάντα «έναν άγνωστο και ένα Θεσσαλό» ένα Ιβάν, έναν Αλεξέι, έναν Δαυίδ, έναν Βενιαμίν, ένα Μιχάλη
Και δικούς μας χαμένους Ευρυτάνες που ποτέ δεν μάθαμε τι έγιναν.
«Θα ‘ναι κανείς σοφός μα γέρος πια όταν μάθει τι στους νεκρούς του οφείλει» γράφει ο Τίτος Πατρίκιος τον Οκτώβριο του 1949.. . . . . . . .