ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ – ΕΝΑΣ «ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ» ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
Εν αναμονή του συνεδρίου στο Φουρνά, τον Κλειστό και τη Βράχα το προσεχές τριήμερο, θα παραμείνουμε στην περιοχή με την πλούσια μουσική παράδοση, αλλά και τους ακόμη πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Παράδοση δεν νοείται χωρίς τους φορείς της και τα χωριά τα «κλεισμένα» απ’ τα βουνά μπορούν να παινεύονται για τη ζωντάνια, το κέφι και τη φωνητική ευστροφία των κατοίκων τους.
Ένας από αυτούς, ξενιτεμένος στον κάμπο τώρα, αλλά με έντονα τα βιώματα και νωπές τις μνήμες της πατρίδας του είναι και ο σήμερα αυτοβιογραφούμενος κυρ-Βασίλης. Τον εντοπίσαμε στα Καλύβια της Λαμίας, ένα ζεστό μεσημέρι. Μας υποδέχτηκε με τη γυναίκα του Πούλια με περισσή αγάπη. Ενθουσιώδης και μερακλής, δύσκολα τον σταματούσαμε από το τραγούδι για να του αποσπάσουμε στοιχεία από την περιπετειώδη ζωή του. Τους ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη τους και την προσήνειά τους.
Δύσκολα παιδικά χρόνια…
«…Εμένα ο παππούς μου ήταν από την Καστανιά πριν τη λίμνη Πλαστήρα. Του Δημητρίου και της Κατερίνας. Το 1938 γεννηθείς στη Φουρνά. […] Ύστερα είναι κι ένα άλλο, να σας το πω να ξέρετε: Δεν υπάρχει χειρότερο να σε καταδικάσει η κοινωνία του χωριού. Εγώ, έτυχε να πεθάνει ο πατέρας μου [όταν ήμουν] ενάμιση χρονώ’ και παντρεύτηκε η μάνα μου πίσω. […] και ‘γω δεν ήβλεπα, δεν είχα ποιος να με πάρει αγκαλιά. Και κάθομαν στην πλατεία απογοητευμένος. Εγώ ήρθε η ώρα να αυτοκτονήσω. Κάθομαν στην πλατεία και πήγα μια μέρα να φτιάξω ένα έργο και δεν ήβλεπα να περπατήσω. Ήταν ένας δασάρχης, Δρούκαλης Ιωάννης λεγόταν, απ’ την Αμφίκλεια. Μου λέει «τι φτιάνεις εσύ βρε; Εδώ εσύ δε βλέπεις. Αύριο θα ‘ρθεις νεροφόρος [μεταφορέας νερού] να σου δώσω λεφτά να πάρεις γιαλιά». Και πήγα νεροφόρος λοιπόν καμιά εικοσαριά μέρες, με πλήρωσε και πήρα γιαλιά. Μόλις έβαλα τα γιαλιά στα μάτια μου έπιασα τη ζωή απ’ τα χέρια. Εγώ χωρίς τα γιαλιά δε βλέπω καθόλου. Τότε δεν είχα τόση μυωπία, είχα λιγότερη, αλλά δεν ήβλεπα όμως. Δεν μπόραγα να ζήσω δηλαδή. Μόλις έβαλα τα γιαλιά στα μάτια μου, έπιασα τη ζωή απ’ τα κέρατα. Έπαιρνα δουλειές μεγάλες, έβγαλα λεφτά. Λέει ο Γιώργος ο καημένος «Εσύ, Βασίλη, κάνεις μεγάλες δουλειές, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε», το λέει αυτό. Δεκατέσσερα χρονώ’ πήγα για δουλειά στο δασαρχείο. Λοιπόν ήρθα εδώ [στη Λαμία] έφτιασα και το σπίτι, ήμουν τότε ανύπανδρος. Δούλευα στο δασαρχείο, πούλαγα και ρολόια. Έπαιζα και μπουζούκι στα πανηγύρια, δεν έπαιρνα λεπτά. Τζάπα, με τους φίλους μου, ο Τσιώλης, ο Βάιος ακόμα με θυμάται…
Πρακτικός ψάλτης με τον παπα-Γιάννη το Μπούργο
και τραγουδιστής στα πανηγύρια
Εγώ αγαπητέ φίλε, ήμουν οργανοπαίκτης. Μια φορά ήρθε ένας Ι., μάζευε καρυές, ο οποίος σκότωσε και τον πρόεδρο απ’ το Μαυρίλ’. Τότε τα πράγματα ήταν άσχημα στην Ελλάδα. Έρχεται αυτός ο Ι. λοιπόν να μάσει τις καρυές επάνω στη Φουρνά, το ’55. Μόλις έρχονταν αυτός εκεί, φοβέριζε όλους τους καρυδέμπορες και έφευγαν και τις έπαιρνε μοναχός του τις καρυές. Μια φορά γινόταν ένα πανηγύρι στη Φουρνά. Εμείς φτιάξαμε μια κομπανία να βγάλουμε και καμιά δραχμή. Λοιπόν έρχονται δυο-τρεις απ’ τη Λαμία κι εγώ μαζί τους εκεί. Πρέπει να ‘ταν ο Κλαπαδώρας ο Ηλίας. Ήρθε και μια τραγουδίστρια που λες, θυμάμαι πολύ όμορφη. Πρώτη φορά έβλεπες γυναίκα να τραγουδάει, χόρευε ωραία. Τοτε ήτανε ένα ρεμπέτικο τραγούδι «Σ’ αυτό το φτωχοκάλυβο μου το ‘χες πει μια μέρα». Το ‘παιζα εγώ ωραία και το χόρευε αυτή ωραία. Όλο το χωριό είχε πάθει την πλάκα του. Αυτός είχε μεθύσει και σταματάει τα όργανα τ’ άλλα και παίρνει και τη γυναίκα μαζί. Σταματάει τα όργανα τ’ άλλα και βάζει το πιστόλι επάνω στο τραπέζι. Κι η αστυνομία έκανε πέρα· δεν έκρινε καθόλου. Λέει «εδώ θα χορέψει, εσείς θα φύβγετε». Ήθελε να κατουρήσει μέσα στα όργανα, μέσα στο βιολί και μέσα σ’ αυτά. Ό,τι ήθελες έλεγε. Είχε πιει ούζο μαζί με μπύρα για να μεθύσει. Λοιπόν κάποια φορά, φεύγουνε όλοι, μένω εγώ μαζί με τη γυναίκα μου. «Θα μας σκοτώσει!» Αυτός τη γυναίκα ήθελε να την πάρει μαζί του, γκόμενα ας πούμε, η γυναίκα δεν πάαινε, μια φασαρία μεγάλη. Και πετάγεται ένας απ’ τη Φουρνά, ο Θ. ο Σ., ήτανε γερό παιδί. Τον φοβόνταν το Θ. Λέει «σταμάτα τώρα, γιατί μας έχεις κάνει πλέον…» «Καλά, ρε Θ…». Λοιπόν μόλις είδα έτσι την κατάσταση λέω «δεν είναι δουλειά αυτήνη. Εγώ θα κάνω άλλη δουλειά».
Πωλητής ρολογιών στα χωριά του
Φουρνά και χρυσοχόος στη Λαμία
[…] Εγώ ήμαν εργάτης στο εργοστάσιο ξυλείας στη Φουρνά. Και κατά καιρούς πάαινα και πούλαγα στα χωριά ρολόϊα. Γιατί, πώς πούλαγα; Είχα κάτι χρήματα και δάνεισα ένα ξάδερφό μου μακρινό, τρίτο ξάδερφο, κάτι λεφτά και δε μου τά ΄δωνε. Αυτός πούλαγε ρολόϊα στα χωριά και ήθελε να μου τα φάει τα λεφτά. Λέει «να σου τα δώσω σε ρολόϊα να κλείσουμε;» Λέω «τα παίρνω». Τα πήρα τα ρολόια, πήγα στο χωριό τα πούλησα και κατάλαβα ότι έχει ψωμί η δουλειά. Τότε όταν έβγαινες όξω δεν είχε ρολόι κανένας. Λοιπόν τραβάω, που λες, στην αντιπροσωπεία και πούλαγα ρολόια. Μετά το 1960 ήφερα τα πρώτα ράδια στη Φουρνά. Α! μεγάλο πράμα! Για μένα δηλαδή. Τα πρώτα πικάπ τα ‘φερα εγώ το 1970. Τα πρώτα ραδιόφωνα, οι μπαταρίες ήτανε τρεις οκάδες. Και πέρναγες ένα χρόνο με την μπαταρία αυτήνη. Μετά ήφεραμε τα τρανζίστορ της Sony, έκατσα 18 χρόνια στη Sony εγώ. Ανθίμου Γαζή και Κολοκοτρώνη γωνία. Έπαιρνα ραδιόφωνα Sony από κει και τα ‘χουν ακόμα ο κόσμος. Τέκνος ρολόγια έπαιρνα απ’ τον Μωυσή, Σταδίου 30. Και διατηρούσαμε μια φιλία και μια αγάπη μέχρι τελευταία. Κι αυτός μ’ έβαλε στα αίματα και αγόρασα το μαγαζί, ο Εβραίος. Θεός σχωρέστονα, καλός άνθρωπος. […] Και έγινα ωρολογοποιός χρυσοχόος. Επιδιόρθωνα ρολόγια και πουλούσα και κοσμήματα. Ήμαν άριστος κατασκευαστής στα κοσμήματα, σχεδιαστής κλπ. Έκανα καλή δουλειά. Είχα καλό μαγαζί. Διάβασα πάρα πολλά βιβλία, με βοήθησαν και οι αντιπρόσωποι Στεργιάδης, που ήτανε καλός χρυσοχόος, ο Λετάκος (;) ο Μήτσος, πολλοί άνθρωποι με οδήγησαν. Οι καλοί χρυσοχόοι είναι και οι Αρμένηδες. Απ’ το χωριό έφυγα το ’70. Το ’70 με διώξαν απ’ τη Φουρνά.
Πώς έφυγε από το δασαρχείο και από το χωριό
Μια μέρα λοιπόν δουλεύαμε στου Σερμετζέλη. Είναι στην κορυφή οπού κάνει για Φουρνά και για Καρπενήσι και για Αγία Τριάδα, για Παλιόκαστρο κτλ. στη ράχη. Λέγεται Σερμετζέλη, είναι προς τη Φουρνά. Δουλεύαμε εκεί επί δικτατορίας. Δεν έφταιγε τίποτα ο δικτάτορας, δεν μπορώ να πω. Εμάς μας κράταγαν το δώρο και όταν ήρθε η δικτατορία το δώρο το ‘παιρναμε αμέσως. Πρωτύτερα δούλευαμε τα Χριστούγεννα, το δώρο το ‘παιρναμε το Φθινόπωρο. Το εκμεταλλεύονταν ορισμένοι. Λοιπόν δούλευαμε εκειπέρα, που λες, και όπως ήταν η δουλειά κουραστήκαμε, να κουβαλάς πέτρες στην καζάκα. Ξέρεις τι είναι η καζάκα. Λοιπόν, ήρθε το αμάξι απ’ τη Φουρνά, ένας Τ. Γ. -συγγενής, τον έχει γαμπρό από ξαδέρφ’ ο Γιώργος ο Μπούργος, πέθανε ο Τ. τώρα. Λέει «θα ανεβούνε οι μαστόροι επάνω τώρα, έξη απού ‘ταν, οι εργάτες θα ‘ρθουν με τα ποδάρια!». Κι ήταν ένα αμάξι Μερσεντές ανατρεπόμενο, χώραε επάνω ένα χωριό. Μου ‘ρθε κακό, ρε παιδιά. Να ‘ρθει το αμάξι άδειο δηλαδή, κι εμείς τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια, αυτό ήταν άλλο πράμα. Και λέω «δεν πάμε στον προϊστάμενο να του πούμε να μας βοηθήσει να πααίνουμε με τ’ αυτοκίνητο εκεί πέρα;» Ήταν ένας Σ. προϊστάμενος. Ήρθανε καμπόσοι, συμφώνησαν να πάμε, όταν όμως δε συμφώνησαν να πάμε δεν ήρθε κανένας. Πάω μοναχός μου εγώ κι ένα παιδάκι, το πήρα στο λαιμό μου. Πάω του λέω «κύριε προϊστάμενε, αυτό κι αυτό! Ήρθε το αυτοκίνητο άδειο κι εμείς θα πάμε με τα ποδάρια; Ποιος το χρειάζεται αυτό; Αυτό ούτε κι ο Θεός δεν το θέλει!» Ε, την άλλη τη μέρα ήρθαν επάνω και λένε «ο Πετρόπουλος να πάρεις το ντορβά σου και να φύγεις!» Και πήρα το ντορβά μου κι έφυγα. Πραγματικά δυστύχησα στην αρχή. Τον πήρα τηλέφωνο όμως τον Σ. εγώ στη Θεσσαλονίκη, πέρσι. Έζηγε. Του λέω «κύριε Σ., δεν ήσαν καλός άνθρωπος. Τότε μ’ έδιωξες, εγώ πείνασα, θυμάσαι;» «Ναι, δεν ξέρω τι» «Τέλοσπάντων» του λέω «να ‘σαι πάντα άνθρωπος· δε χάλασε ο κόσμος». Κι από τότε έφυγα.
Μετά όταν έφυγα δούλεψα τη δουλειά μου πιο καλά. Έπιασα χωριά πιο μακριά. Έκανα δεκαπέντε μέρες ταξίδι, ας πούμε, γνώρισα κόσμο, χωριά, το ένα τ’ άλλο. Ήμουνα όμως πολύ επιφυλακτικός. Πουλούσα ρολόια και ραδιόφωνα. Ε, κι όταν ήρθα εδώ στη Λαμία, το σπίτι τούτο ‘δω το φτιασα ανύπανδρος εγώ. Λέω σ’ έναν Εβραίο που πούλαγε ρολόια –δεν έχω παράπονο από αυτόν τον κόσμο, ανώτερης κλάσεως άνθρωποι- λέω «ξέρεις, το ‘φτιασα το σπίτι». Λέει «άμα το ‘φτιασες, καλά έκαμες». Λέω «να βρω στη Λαμία να πάρω καμιά…» «Όχι, λέει, θα αγοράσεις μαγαζί» μου λέει. Και είχε μια προικούλα η γυναίκα μου εδώ, έβαλα κι εγώ και πήρα ένα μαγαζάκι και στεγάστηκα επαγγελματικώς. Κι όταν είσαι σε μια πόλη ίσαμε τη Λαμία στεγασμένος σε δικό σου μαγαζί, μετράει. Ύστερα, που λες, εγώ έφτιαξα τη βάρκα μου και «ψάρευα» «ψάρια» «ψαρούκλες»! [εννοεί ότι έβγαζε πολλά χρήματα]. Και, δοξασμένος ο Θεός, πάντρεψα τα παιδιά μου, έχω πέντε εγγόνια κι εγώ κάθομαι και ασχολούμαι με τη μουσική.
Τελευταίο καταφύγιο του κυρ-Βασίλη οι μελωδίες, όχι μόνο της ιδιαίτερής του πατρίδας, αλλά και άλλων περιοχών, τις οποίες «περνάει» με υπομονή στο πρόσφατα αγορασμένο αρμόνιο. Αποδίδει με σπάνια ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες του δημοτικού ρεπερτορίου, αναδεικνύει με ευκολία και τα πιο απαιτητικά άσματα, όπως τα καθιστικά. Θα ήταν ευχής έργον μια δισκογραφική παραγωγή με μέριμνα των συλλόγων της περιοχής ή των αποδήμων. Μας αφηγήθηκε με ειλικρίνεια όχι μόνο για τις όμορφες στιγμές, αλλά και για τη δύσκολη ζωή της υπαίθρου. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», γνώρισε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση της φτώχιας από την άρχουσα τάξη, την κοροϊδία και την τυραγνία του απλού κοσμάκη από εκείνους που βρέθηκαν ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά. Φαίνεται ότι η αδερφοφαγία είναι κι αυτό άλλο ένα παραδοσιακό ίδιον της ελληνικής φυλής. Συναφές με τα παραπάνω είναι και το τραγούδι του Λεπενιώτη. «…Τον βάρεσαν το Λεπενιώτη στη σκάλα στη Φουρνά. Όπως ήταν η πλατεία, ήταν ένας πλάτανος. Κάτω από τον πλάτανο ήταν ένας πύργος. Κι ένας ρουφιάνος από εκεί από τον Κλειτσό, Κωστάκης λεγόμενος, τον κάλεσαν τον Φουρνιώτη να κουβεντιάσουν για ορισμένα θέματα, για τα τουρκικά σύνορα και τα ρέστα που ήταν στο Ζαχαράκι. Εκεί στη Φουρνά που θα πας στη σκάλα είναι το άγαλμά τ΄. Κι είπε ο καημένος «Αυτός ο πύργος διαόλους έχει μέσα!» Κι όπως πήγε να κατεβεί κάτω στη σκάλα για να πάει να κουβεντιάσει, τον σκότωσαν στη σκάλα εκεί…»
«Βγήκεν ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
-Πες μας, καημένε αυγερινέ, κανά καλό χαμπέρι.
-Το Λεπενιώτη βάρεσαν μεσ’ τη Φουρνά στη σκάλα
τον κλαίει όλος ο ντουνιάς…» (http://soundcloud.com/tasios3/2012-2)
Εν αναμονή του συνεδρίου στο Φουρνά, τον Κλειστό και τη Βράχα το προσεχές τριήμερο, θα παραμείνουμε στην περιοχή με την πλούσια μουσική παράδοση, αλλά και τους ακόμη πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Παράδοση δεν νοείται χωρίς τους φορείς της και τα χωριά τα «κλεισμένα» απ’ τα βουνά μπορούν να παινεύονται για τη ζωντάνια, το κέφι και τη φωνητική ευστροφία των κατοίκων τους.
Ένας από αυτούς, ξενιτεμένος στον κάμπο τώρα, αλλά με έντονα τα βιώματα και νωπές τις μνήμες της πατρίδας του είναι και ο σήμερα αυτοβιογραφούμενος κυρ-Βασίλης. Τον εντοπίσαμε στα Καλύβια της Λαμίας, ένα ζεστό μεσημέρι. Μας υποδέχτηκε με τη γυναίκα του Πούλια με περισσή αγάπη. Ενθουσιώδης και μερακλής, δύσκολα τον σταματούσαμε από το τραγούδι για να του αποσπάσουμε στοιχεία από την περιπετειώδη ζωή του. Τους ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη τους και την προσήνειά τους.
Δύσκολα παιδικά χρόνια…
«…Εμένα ο παππούς μου ήταν από την Καστανιά πριν τη λίμνη Πλαστήρα. Του Δημητρίου και της Κατερίνας. Το 1938 γεννηθείς στη Φουρνά. […] Ύστερα είναι κι ένα άλλο, να σας το πω να ξέρετε: Δεν υπάρχει χειρότερο να σε καταδικάσει η κοινωνία του χωριού. Εγώ, έτυχε να πεθάνει ο πατέρας μου [όταν ήμουν] ενάμιση χρονώ’ και παντρεύτηκε η μάνα μου πίσω. […] και ‘γω δεν ήβλεπα, δεν είχα ποιος να με πάρει αγκαλιά. Και κάθομαν στην πλατεία απογοητευμένος. Εγώ ήρθε η ώρα να αυτοκτονήσω. Κάθομαν στην πλατεία και πήγα μια μέρα να φτιάξω ένα έργο και δεν ήβλεπα να περπατήσω. Ήταν ένας δασάρχης, Δρούκαλης Ιωάννης λεγόταν, απ’ την Αμφίκλεια. Μου λέει «τι φτιάνεις εσύ βρε; Εδώ εσύ δε βλέπεις. Αύριο θα ‘ρθεις νεροφόρος [μεταφορέας νερού] να σου δώσω λεφτά να πάρεις γιαλιά». Και πήγα νεροφόρος λοιπόν καμιά εικοσαριά μέρες, με πλήρωσε και πήρα γιαλιά. Μόλις έβαλα τα γιαλιά στα μάτια μου έπιασα τη ζωή απ’ τα χέρια. Εγώ χωρίς τα γιαλιά δε βλέπω καθόλου. Τότε δεν είχα τόση μυωπία, είχα λιγότερη, αλλά δεν ήβλεπα όμως. Δεν μπόραγα να ζήσω δηλαδή. Μόλις έβαλα τα γιαλιά στα μάτια μου, έπιασα τη ζωή απ’ τα κέρατα. Έπαιρνα δουλειές μεγάλες, έβγαλα λεφτά. Λέει ο Γιώργος ο καημένος «Εσύ, Βασίλη, κάνεις μεγάλες δουλειές, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε», το λέει αυτό. Δεκατέσσερα χρονώ’ πήγα για δουλειά στο δασαρχείο. Λοιπόν ήρθα εδώ [στη Λαμία] έφτιασα και το σπίτι, ήμουν τότε ανύπανδρος. Δούλευα στο δασαρχείο, πούλαγα και ρολόια. Έπαιζα και μπουζούκι στα πανηγύρια, δεν έπαιρνα λεπτά. Τζάπα, με τους φίλους μου, ο Τσιώλης, ο Βάιος ακόμα με θυμάται…
Πρακτικός ψάλτης με τον παπα-Γιάννη το Μπούργο
και τραγουδιστής στα πανηγύρια
Εγώ αγαπητέ φίλε, ήμουν οργανοπαίκτης. Μια φορά ήρθε ένας Ι., μάζευε καρυές, ο οποίος σκότωσε και τον πρόεδρο απ’ το Μαυρίλ’. Τότε τα πράγματα ήταν άσχημα στην Ελλάδα. Έρχεται αυτός ο Ι. λοιπόν να μάσει τις καρυές επάνω στη Φουρνά, το ’55. Μόλις έρχονταν αυτός εκεί, φοβέριζε όλους τους καρυδέμπορες και έφευγαν και τις έπαιρνε μοναχός του τις καρυές. Μια φορά γινόταν ένα πανηγύρι στη Φουρνά. Εμείς φτιάξαμε μια κομπανία να βγάλουμε και καμιά δραχμή. Λοιπόν έρχονται δυο-τρεις απ’ τη Λαμία κι εγώ μαζί τους εκεί. Πρέπει να ‘ταν ο Κλαπαδώρας ο Ηλίας. Ήρθε και μια τραγουδίστρια που λες, θυμάμαι πολύ όμορφη. Πρώτη φορά έβλεπες γυναίκα να τραγουδάει, χόρευε ωραία. Τοτε ήτανε ένα ρεμπέτικο τραγούδι «Σ’ αυτό το φτωχοκάλυβο μου το ‘χες πει μια μέρα». Το ‘παιζα εγώ ωραία και το χόρευε αυτή ωραία. Όλο το χωριό είχε πάθει την πλάκα του. Αυτός είχε μεθύσει και σταματάει τα όργανα τ’ άλλα και παίρνει και τη γυναίκα μαζί. Σταματάει τα όργανα τ’ άλλα και βάζει το πιστόλι επάνω στο τραπέζι. Κι η αστυνομία έκανε πέρα· δεν έκρινε καθόλου. Λέει «εδώ θα χορέψει, εσείς θα φύβγετε». Ήθελε να κατουρήσει μέσα στα όργανα, μέσα στο βιολί και μέσα σ’ αυτά. Ό,τι ήθελες έλεγε. Είχε πιει ούζο μαζί με μπύρα για να μεθύσει. Λοιπόν κάποια φορά, φεύγουνε όλοι, μένω εγώ μαζί με τη γυναίκα μου. «Θα μας σκοτώσει!» Αυτός τη γυναίκα ήθελε να την πάρει μαζί του, γκόμενα ας πούμε, η γυναίκα δεν πάαινε, μια φασαρία μεγάλη. Και πετάγεται ένας απ’ τη Φουρνά, ο Θ. ο Σ., ήτανε γερό παιδί. Τον φοβόνταν το Θ. Λέει «σταμάτα τώρα, γιατί μας έχεις κάνει πλέον…» «Καλά, ρε Θ…». Λοιπόν μόλις είδα έτσι την κατάσταση λέω «δεν είναι δουλειά αυτήνη. Εγώ θα κάνω άλλη δουλειά».
Πωλητής ρολογιών στα χωριά του
Φουρνά και χρυσοχόος στη Λαμία
[…] Εγώ ήμαν εργάτης στο εργοστάσιο ξυλείας στη Φουρνά. Και κατά καιρούς πάαινα και πούλαγα στα χωριά ρολόϊα. Γιατί, πώς πούλαγα; Είχα κάτι χρήματα και δάνεισα ένα ξάδερφό μου μακρινό, τρίτο ξάδερφο, κάτι λεφτά και δε μου τά ΄δωνε. Αυτός πούλαγε ρολόϊα στα χωριά και ήθελε να μου τα φάει τα λεφτά. Λέει «να σου τα δώσω σε ρολόϊα να κλείσουμε;» Λέω «τα παίρνω». Τα πήρα τα ρολόια, πήγα στο χωριό τα πούλησα και κατάλαβα ότι έχει ψωμί η δουλειά. Τότε όταν έβγαινες όξω δεν είχε ρολόι κανένας. Λοιπόν τραβάω, που λες, στην αντιπροσωπεία και πούλαγα ρολόια. Μετά το 1960 ήφερα τα πρώτα ράδια στη Φουρνά. Α! μεγάλο πράμα! Για μένα δηλαδή. Τα πρώτα πικάπ τα ‘φερα εγώ το 1970. Τα πρώτα ραδιόφωνα, οι μπαταρίες ήτανε τρεις οκάδες. Και πέρναγες ένα χρόνο με την μπαταρία αυτήνη. Μετά ήφεραμε τα τρανζίστορ της Sony, έκατσα 18 χρόνια στη Sony εγώ. Ανθίμου Γαζή και Κολοκοτρώνη γωνία. Έπαιρνα ραδιόφωνα Sony από κει και τα ‘χουν ακόμα ο κόσμος. Τέκνος ρολόγια έπαιρνα απ’ τον Μωυσή, Σταδίου 30. Και διατηρούσαμε μια φιλία και μια αγάπη μέχρι τελευταία. Κι αυτός μ’ έβαλε στα αίματα και αγόρασα το μαγαζί, ο Εβραίος. Θεός σχωρέστονα, καλός άνθρωπος. […] Και έγινα ωρολογοποιός χρυσοχόος. Επιδιόρθωνα ρολόγια και πουλούσα και κοσμήματα. Ήμαν άριστος κατασκευαστής στα κοσμήματα, σχεδιαστής κλπ. Έκανα καλή δουλειά. Είχα καλό μαγαζί. Διάβασα πάρα πολλά βιβλία, με βοήθησαν και οι αντιπρόσωποι Στεργιάδης, που ήτανε καλός χρυσοχόος, ο Λετάκος (;) ο Μήτσος, πολλοί άνθρωποι με οδήγησαν. Οι καλοί χρυσοχόοι είναι και οι Αρμένηδες. Απ’ το χωριό έφυγα το ’70. Το ’70 με διώξαν απ’ τη Φουρνά.
Πώς έφυγε από το δασαρχείο και από το χωριό
Μια μέρα λοιπόν δουλεύαμε στου Σερμετζέλη. Είναι στην κορυφή οπού κάνει για Φουρνά και για Καρπενήσι και για Αγία Τριάδα, για Παλιόκαστρο κτλ. στη ράχη. Λέγεται Σερμετζέλη, είναι προς τη Φουρνά. Δουλεύαμε εκεί επί δικτατορίας. Δεν έφταιγε τίποτα ο δικτάτορας, δεν μπορώ να πω. Εμάς μας κράταγαν το δώρο και όταν ήρθε η δικτατορία το δώρο το ‘παιρναμε αμέσως. Πρωτύτερα δούλευαμε τα Χριστούγεννα, το δώρο το ‘παιρναμε το Φθινόπωρο. Το εκμεταλλεύονταν ορισμένοι. Λοιπόν δούλευαμε εκειπέρα, που λες, και όπως ήταν η δουλειά κουραστήκαμε, να κουβαλάς πέτρες στην καζάκα. Ξέρεις τι είναι η καζάκα. Λοιπόν, ήρθε το αμάξι απ’ τη Φουρνά, ένας Τ. Γ. -συγγενής, τον έχει γαμπρό από ξαδέρφ’ ο Γιώργος ο Μπούργος, πέθανε ο Τ. τώρα. Λέει «θα ανεβούνε οι μαστόροι επάνω τώρα, έξη απού ‘ταν, οι εργάτες θα ‘ρθουν με τα ποδάρια!». Κι ήταν ένα αμάξι Μερσεντές ανατρεπόμενο, χώραε επάνω ένα χωριό. Μου ‘ρθε κακό, ρε παιδιά. Να ‘ρθει το αμάξι άδειο δηλαδή, κι εμείς τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια, αυτό ήταν άλλο πράμα. Και λέω «δεν πάμε στον προϊστάμενο να του πούμε να μας βοηθήσει να πααίνουμε με τ’ αυτοκίνητο εκεί πέρα;» Ήταν ένας Σ. προϊστάμενος. Ήρθανε καμπόσοι, συμφώνησαν να πάμε, όταν όμως δε συμφώνησαν να πάμε δεν ήρθε κανένας. Πάω μοναχός μου εγώ κι ένα παιδάκι, το πήρα στο λαιμό μου. Πάω του λέω «κύριε προϊστάμενε, αυτό κι αυτό! Ήρθε το αυτοκίνητο άδειο κι εμείς θα πάμε με τα ποδάρια; Ποιος το χρειάζεται αυτό; Αυτό ούτε κι ο Θεός δεν το θέλει!» Ε, την άλλη τη μέρα ήρθαν επάνω και λένε «ο Πετρόπουλος να πάρεις το ντορβά σου και να φύγεις!» Και πήρα το ντορβά μου κι έφυγα. Πραγματικά δυστύχησα στην αρχή. Τον πήρα τηλέφωνο όμως τον Σ. εγώ στη Θεσσαλονίκη, πέρσι. Έζηγε. Του λέω «κύριε Σ., δεν ήσαν καλός άνθρωπος. Τότε μ’ έδιωξες, εγώ πείνασα, θυμάσαι;» «Ναι, δεν ξέρω τι» «Τέλοσπάντων» του λέω «να ‘σαι πάντα άνθρωπος· δε χάλασε ο κόσμος». Κι από τότε έφυγα.
Μετά όταν έφυγα δούλεψα τη δουλειά μου πιο καλά. Έπιασα χωριά πιο μακριά. Έκανα δεκαπέντε μέρες ταξίδι, ας πούμε, γνώρισα κόσμο, χωριά, το ένα τ’ άλλο. Ήμουνα όμως πολύ επιφυλακτικός. Πουλούσα ρολόια και ραδιόφωνα. Ε, κι όταν ήρθα εδώ στη Λαμία, το σπίτι τούτο ‘δω το φτιασα ανύπανδρος εγώ. Λέω σ’ έναν Εβραίο που πούλαγε ρολόια –δεν έχω παράπονο από αυτόν τον κόσμο, ανώτερης κλάσεως άνθρωποι- λέω «ξέρεις, το ‘φτιασα το σπίτι». Λέει «άμα το ‘φτιασες, καλά έκαμες». Λέω «να βρω στη Λαμία να πάρω καμιά…» «Όχι, λέει, θα αγοράσεις μαγαζί» μου λέει. Και είχε μια προικούλα η γυναίκα μου εδώ, έβαλα κι εγώ και πήρα ένα μαγαζάκι και στεγάστηκα επαγγελματικώς. Κι όταν είσαι σε μια πόλη ίσαμε τη Λαμία στεγασμένος σε δικό σου μαγαζί, μετράει. Ύστερα, που λες, εγώ έφτιαξα τη βάρκα μου και «ψάρευα» «ψάρια» «ψαρούκλες»! [εννοεί ότι έβγαζε πολλά χρήματα]. Και, δοξασμένος ο Θεός, πάντρεψα τα παιδιά μου, έχω πέντε εγγόνια κι εγώ κάθομαι και ασχολούμαι με τη μουσική.
Τελευταίο καταφύγιο του κυρ-Βασίλη οι μελωδίες, όχι μόνο της ιδιαίτερής του πατρίδας, αλλά και άλλων περιοχών, τις οποίες «περνάει» με υπομονή στο πρόσφατα αγορασμένο αρμόνιο. Αποδίδει με σπάνια ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες του δημοτικού ρεπερτορίου, αναδεικνύει με ευκολία και τα πιο απαιτητικά άσματα, όπως τα καθιστικά. Θα ήταν ευχής έργον μια δισκογραφική παραγωγή με μέριμνα των συλλόγων της περιοχής ή των αποδήμων. Μας αφηγήθηκε με ειλικρίνεια όχι μόνο για τις όμορφες στιγμές, αλλά και για τη δύσκολη ζωή της υπαίθρου. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», γνώρισε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση της φτώχιας από την άρχουσα τάξη, την κοροϊδία και την τυραγνία του απλού κοσμάκη από εκείνους που βρέθηκαν ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά. Φαίνεται ότι η αδερφοφαγία είναι κι αυτό άλλο ένα παραδοσιακό ίδιον της ελληνικής φυλής. Συναφές με τα παραπάνω είναι και το τραγούδι του Λεπενιώτη. «…Τον βάρεσαν το Λεπενιώτη στη σκάλα στη Φουρνά. Όπως ήταν η πλατεία, ήταν ένας πλάτανος. Κάτω από τον πλάτανο ήταν ένας πύργος. Κι ένας ρουφιάνος από εκεί από τον Κλειτσό, Κωστάκης λεγόμενος, τον κάλεσαν τον Φουρνιώτη να κουβεντιάσουν για ορισμένα θέματα, για τα τουρκικά σύνορα και τα ρέστα που ήταν στο Ζαχαράκι. Εκεί στη Φουρνά που θα πας στη σκάλα είναι το άγαλμά τ΄. Κι είπε ο καημένος «Αυτός ο πύργος διαόλους έχει μέσα!» Κι όπως πήγε να κατεβεί κάτω στη σκάλα για να πάει να κουβεντιάσει, τον σκότωσαν στη σκάλα εκεί…»
«Βγήκεν ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
-Πες μας, καημένε αυγερινέ, κανά καλό χαμπέρι.
-Το Λεπενιώτη βάρεσαν μεσ’ τη Φουρνά στη σκάλα
τον κλαίει όλος ο ντουνιάς…» (http://soundcloud.com/tasios3/2012-2)