Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΝΙΤΣΑ ΣΠΟΝΕΚ: “Η μαία που δεν ξεχνούν στην Ευρυτανία”


Όλα αυτά τα χρόνια που περπατάω την Ευρυτανία, γνωρίζω ανθρώπους που η ρίζα τους κρατάει από την ίδια γη πάππου προς πάππου και την οποία ζύμωσαν με τον ιδρώτα, τα δάκρυα και αρκετές φορές με το αίμα τους. Με αυτούς πίνουμε τσίπουρα στα καφενεία και στα σπίτια, κουβεντιάζουμε πράγματα του σήμερα αλλά και του παρελθόντος, σχολιάζουμε το αμφίβολο αύριο και σε κάθε αποχαιρετισμό, επιβεβαιώνουμε τη φιλία μας


Του Ηλία Γ. Προβόπουλου


Έτσι, η περίπτωση της Νίτσας Σπόνεκ (1930) είναι εντελώς διαφορετική, αφ’ ενός γιατί αυτή γεννήθηκε στη μακρινή Σάμο και στην Ευρυτανία την έφερε το επάγγελμά της μαίας, καθότι ήταν αυτή η οποία ξεγέννησε από το 1956 έως το 1960 ένα μεγάλο αριθμό Ευρυτανισσών και πρώτη έπιασε στα χέρια της ένα σωρό νεογέννητα Ευρυτανόπουλα που σήμερα είναι πάνω από τα πενήντα χρόνια και τα περισσότερα, όπως και οι μητέρες της πάντα την θυμόνταν και αναγνώριζαν τη συμβολή της στους τοκετούς που όσο και να είχε, δεν γίνονταν όπως έπρεπε ως εκείνα τα χρόνια.
Η Νίτσα, με καταγωγή από τη Σάμο και αριστούχος της Σχολής Μαιών, βρέθηκε στα 26 της χρόνια στην Ευρυτανία χάρη στην προσπάθεια του τότε Νομάρχη Μακρόπουλου να επανδρώσει τα αγροτικά ιατρεία του νομού με καλούς επιστήμονες και ειδικευμένο προσωπικό. Ενός νομού βεβαίως που ακόμα κάπνιζαν τα ερείπια του Εμφυλίου Πολέμου και με ελάχιστο οδικό δίκτυο που να συνδέει τα διάσπαρτα χωριά των ορεινών συγκροτημάτων με την πρωτεύουσα Καρπενήσι. Ενός νομού που οι κοινότητές του άρχιζαν πάλι να ανθίζουν και φυσικά να παρατηρούνται περισσότερες γεννήσεις σαν να ήθελαν να αναπληρώσουν τους ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στην τραγική δεκαετία 1940 - 1950.
Έτσι, το Κερασοχώρι που επέλεξε η Νίτσα να υπηρετήσει, γιατί στον Προυσό που της πρότεινε ο Νομάρχης δεν είχε ακόμη δρόμο για αυτοκίνητο, ήταν ο χώρος που επρόκειτο να ασκήσει ένα λειτούργημα που την έβαλε στην καρδιά όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών για τις οποίες τα ζητήματα της κύησης και του τοκετού κυρίως, ήταν στα χέρια της παραδοσιακής μαμής, πρόσωπο καθ’ όλα σεβαστό και αναγνωρισμένο στην μικρή κοινωνία κάθε χωριού αλλά πολλές φορές η άγνοια, οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν απέβαιναν μοιραίες για τη μητέρα και το νεογέννητο.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχε φτάσει ακόμη το ηλεκτρικό στα χωριά έξω από το Καρπενήσι και οι συγκοινωνίες, όπου βεβαίως είχαν ανοιχτεί κάποιοι χωματόδρομοι γίνονταν με δυσκίνητα αυτοκίνητα και κυρίως με μουλάρια. Από την άλλη όμως, ήδη λειτουργούσε κανονικά το νοσοκομείο στο Καρπενήσι, υπήρχαν φάρμακα και ακόμη και ένα ασθενοφόρο που επιστρατεύονταν για τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ο αγροτικός ιατρός.
Νεαρό κορίτσι ακόμη η Νίτσα επιλέγει το Κερασοχώρι για να μπορεί να φεύγει όποτε μπορούσε με αυτοκίνητο στο Καρπενήσι κι από εκεί στον Πειραιά όπου ζούσαν οι γονείς της και αναλαμβάνει έργο. Μαζί της στο αγροτικό ιατρείο που λειτουργεί για πρώτη φορά στο άλλοτε κεφαλοχώρι των Αγράφων, είναι ο νεαρός γιατρός Νίκος Σπόνεκ από την Ανατολική Φραγκίστα με τον οποίο πολύ σύντομα παντρεύτηκαν.
«Πήγαινα περιοδεία να δω τις εγκυμονούσες» λέει ο Νίτσα σε μια ωραία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που της έκανα τον Αύγουστο στην Ανατολική Φραγκίστα και ένα κομμάτι της δημοσιεύουμε σήμερα . «Μια φορά το μήνα, ανάλογα με τον καιρό και φυσικά αν δεν είχα γέννες στο Κερασοχώρι που ήταν η βάση μου. Αν είχα συνέχεια γέννες δεν μπορούσα να τρέχω. Πηγαίναμε στα χωριά, χτυπάγαμε την καμπάνα να πάρουν είδηση οι γυναίκες ότι είχα πάει να τις δω. Το ίδιο έκανε και ο γιατρός. Πηγαίναμε γιατί δεν μπορούσαν όλες να έρχονται στο Κερασοχώρι. Έρχονταν μόνο όταν τις έπιαναν οι πόνοι να τις ξεγεννήσω και βεβαίως αν είχαν ένα συγγενή να τις φιλοξενήσει.
» Έτυχε μια ημέρα και ήταν χειμώνας. Πήγαμε και κοιμηθήκαμε στη Μαυρομάτα σε ένα νοικοκυρόσπιτο. Όποτε πηγαίναμε στη Μαυρομάτα, εκεί ξεπεζεύαμε γιατί ο αγωγιάτης  Νίκος Ντάλλας που την πήγε, είχε πάρει γυναίκα από εκεί. Κοιμόμασταν εκεί και την άλλη ημέρα σηκωνόμασταν για να πάμε, περνώντας το βουνό στη Χρύσω. Ήταν χειμώνας και είχε ρίξει χιόνι και δεν μπορούσαμε να περάσουμε.  Προχωρούσαμε δύσκολα μέσα στο χιόνι και σε κάποιο σημείο, μου λέει ο Ντάλλας: «Νίτσα κοίταξε. Θα προσπαθήσουμε να περάσουμε. Θα βάλω κάτω την κουρελού να περάσει πρώτα το ζώο για να μη βουλιάξει στο χιόνι και μετά θα περάσουμε εμείς». Τόσο χιόνι είχε πάνω στο βουνό. Εγώ το θεωρούσα και σαν σπορ, δεν ήξερα τον κίνδυνο.
Με φώναζαν να πάω να τις ξεγεννήσω στα δύσκολα γιατί οι περισσότερες ήξεραν να γεννήσουν και στο χωράφι. Μια φορά λέει η Νίτσα, την κάλεσαν να πάει μέσα στο χειμώνα στο Στένωμα και ξεκίνησε με τον αγωγιάτη Βαγγέλη Πλατυκόνη, παλιό αντάρτη που ήξερε όλα τα μονοπάτια. Το πρωί είχε ξεγεννήσει την αδερφή του Βαγγέλη και δεν έβλεπε την ώρα να πάει να ξεκουραστεί αλλά αργά το μεσημέρι χτυπάει το «καβουρδιστήρι» και της ζητάνε να πάει να δει μια γυναίκα στο Στένωμα που ήταν μάλιστα και εκτός περιοχής της. Είχε ρίξει τόσο χιόνι που είχαν κλείσει οι δρόμοι και προς το Αγρίνιο και προς το Καρπενήσι και η γυναίκα δεν μπορούσε να μετακινηθεί με τίποτα. Τρεις μέρες κοιλοπονούσε και ζήτησαν πρώτα το γιατρό Λιάγκα να πάει να τη δει. Αυτός δήλωσε πως ήταν άρρωστος κι έτσι απευθύνθηκε σε μένα. «Εγώ, σαν κοριτσάκι» λέει «δεν είχα ιδέα από τους κινδύνους και είπα θα έρθω. Μόλις το λέω στον αγωγιάτη, μου απαντά: Τι λες μωρέ Νίτσα, που θα πάμε; θα μας χώσει το χιόνι.» Έλα βρε Βαγγέλη, πρόκειται να σώσουμε έναν άνθρωπο. Θα πάμε του λέω… Φεύγουμε. Αυτός μπροστά με το κλεφτοφάναρο, εγώ καβάλα στο μουλάρι με γαλότσες, ντυμένη γερά και από πάνω έβαλα και μια κουβέρτα. Κατεβαίνουμε τη Βίνιανη, μετά από το χάνι του Γαζέτα για να περάσουμε το πέτρινο γεφύρι και να βγούμε απέναντι στο μονοπάτι. Εκείνη τη νύχτα ήταν μια αστροφεγγιά και είχε παγώσει το χιόνι. Εγώ πάνω στο μουλάρι κρύωνα. Βρε Βαγγέλη, κρυώνω πολύ του λέω. Κάνε υπομονή μου λέει, σε λίγο φτάνουμε. Εν τω μεταξύ, πάνω από το βουνό είχαν βγει άνθρωποι με δαδιά και φώναζαν «ο γιατρός έρχεται;». «Ναι», απαντά ο αγωγιάτης. Τότε ξαναφώναξαν αυτοί λέγοντας: «Μην έρθετε από το χάνι του Κουτσοκάλη γιατί είναι κλειστό το μονοπάτι από το χιόνι. Να έρθετε από πάνω, από την κορυφή του βουνού!». Και πάμε από εκεί που μας είπαν και να γλιστράν τα πέταλα του μουλαριού από τον πάγο και να μην μπορούμε να περάσουμε. «Δεν μπορώ Βαγγέλη. Θα πεθάνω», λέω. «Κάνε υπομονή, φτάνουμε» μου απαντά αυτός. Φτάσαμε κάποια στιγμή στο χωριό και πάμε στο σπίτι που μας περίμεναν. Μόλις μπαίνω μέσα τους λέω «βάλτε ξύλα στη φωτιά για να αναλιγώσουμε. Πως θα δουλέψω;». Στο μεταξύ, βλέπω να κρατάνε τη γυναίκα όρθια, για να της πέσει όπως πίστευαν το παιδί. Τους λέω αμέσως να την αφήσουν να ξαπλώσει να ξεκουραστεί και μόλις σηκώνομαι αρχίζω να της κάνω ενέσεις για να έρθουν οι πόνοι. Κοιτάζω για παιδί, πουθενά παιδί. Σε μια γωνιά κάθονταν η κυρά μαμή του χωριού κι έλεγε ακόμα πως ακούει το παιδί αλλά το παιδί είχε πεθάνει. Πρέπει να γλιτώσουμε τη γυναίκα τώρα. Βάζω τον άντρα της να σπρώξει την κοιλιά της προς τα κάτω για να κατέβει το παιδί για να μπορέσω να το τραβήξω. Κάνω μια ψαλιδιά και της κόβω το περίναιο, το βγάζω και βλέπω πως είχε αρχίσει η σήψη. Ήμουν τόσο απορροφημένη με τη δουλειά μου που δεν πρόσεξα πως είχαν βγει όλοι έξω από το δωμάτιο εξαιτίας της βρώμας! Μετά της έβγαλα και τα ύστερο, της έκανα αιμόσταση και την έραψα. Λέω «τώρα πενικιλίνες. Που θα πάρουμε πενικιλίνες;» Στον μπακάλη. Αρχίζω και της κάνω τις ενέσεις. Έκατσα εκείνο το βράδυ κοντά της και πήγε καλά η γυναίκα. Έτυχε αυτή η γυναίκα να ήταν ανιψιά ενός γιατρού από το Καρπενήσι ο οποίος μου έστειλε και συγχαρητήρια που την γλίτωσα. Και πραγματικά τη γλίτωσα τη γυναίκα. Έμαθα αργότερα πως έφυγε με τον άντρα της για την Αμερική και πως γέννησε τρία παιδιά. Στο μεταξύ μου λένε πόσα μου χρωστάνε. Λέω «τι μου χρωστάτε; Εγώ κινδύνευσα να χάσω τη ζωή μου!». Εκείνη την εποχή είχα το δικαίωμα να πάρω χρήματα γιατί ήταν εκτός περιοχής μου και πήρα 500 δραχμές εγώ και 200 ο αγωγιάτης.
Ήταν μόνο δυο από τις δεκάδες περιπτώσεις τοκετού και φροντίδας της λεχώνας που αντιμετώπισε η Νίτσα μέσα στα τρεισήμισι χρόνια που έμεινε στο Κερασχώρι αλλά το έργο της έμεινε στη μνήμη όλων των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Δεν θυμάται πόσα παιδιά ξεγέννησε και πόσα βάφτισε. Την θυμούνται όμως αυτά και κάθε καλοκαίρι σαν πηγαίνει στο Κερασοχώρι, μεσήλικες όλοι πλέον, άντρες και γυναίκες την χαιρετάνε με θαυμασμό.
Από το Κερασοχώρι η Νίτσα έφυγαν με τον άντρα της Νίκο στα τέλη του 1960 και υπηρέτησαν στο χωριό Λουτρό της Αιτωλοακαρνανίας  και μετά από 18 μήνες πήγαν στην Αθήνα. Εκεί εργάστηκε για λίγο διάστημα στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα" και κατόπιν συνέχισε ως βοηθός του Νίκου για πολλά - πολλά χρόνια…