Επειδή οι άγιες ημέρες της Σαρακοστής μάς μεταφέρουν μια ψυχική γαλήνη και μια διάθεση για περισυλλογή και προσευχή, πολλοί είναι και όσοι ζητούν να συνδυά-σουν την ηρεμία τους με ποιοτικό διάβασμα συναφές με την πασχαλινή θεματολογία.
Για τους αναγνώστες αυτούς έχουμε να προτείνουμε δύο ψυχωφελή αναγνώσματα θρησκευτικού περιεχομένου και λογοτεχνικής αξίας, που πιστεύουμε ότι θα τους με-ταφέρουν κοντά στο πνεύμα των ημερών. Τα δυο βιβλία είναι:
α) Η έμμετρος «Ιστορία του αγίου όρους Σινά». Γράφτηκε από τον μητροπολίτη Ρόδου Παΐσιο Αγιαποστολίτη τον ομιλητικό κατά τον 17. αιώνα.
Ο Παΐσιος επισκέφτηκε το θεοβάδιστο Σινά, προσκύνησε το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης και είδε από κοντά τους τόπους όπου ο Θεός αποκαλύφθηκε στον άν-θρωπο. Παριστάνει γλαφυρά ένα ένα τα σημεία όπου ο θεόπτης Μωυσής άκουσε τη φωνή του Θεού και έλαβε τις εντολές Του, από την κορυφή Χωρήβ (Τζεμπέλ Μουσά) ως την κορυφή του Γαλακτίωνος και της Επιστήμης, ενώ με λεπτομέρεια που θα ζήλευε ο κάθε αρχαιολόγος της βυζαντινής περιόδου, κάνει την περιγραφή του Καθολι-κού της Μονής, των εικόνων, των παρεκκλησίων και του περιβάλλοντος χώρου.
Η «Ιστορία» είναι γραμμένη σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο με άψογη ομοι-οκαταληξία, π.χ. «…Βλέπεις την θύραν, αδελφέ, αυτήν την κεκλισμένην / την όντως ωραιόμορφον και κοκαλογλυμμένην;». Χωρίζεται σε επιμέρους κεφάλαια με τίτλους που δίνουν το περιεχόμενο της κάθε ενότητας, π. χ. Περί της Αγίας Βάτου, Περί της Φιάλης κ. ά.
Το κείμενο μελέτησε ο Α. Παπαδόπουλος - Κεραμεύς, ο Γαβριήλ Δεστούνης, ο Ι. Κ. Βογιατζίδης. Γνωστός είναι ο Αμοργίνος κώδικας (Μονή Χοζοβιώτισσας) που μας σώζεται το έργο για το οποίο μιλάμε. Τελευταία ο Σ. Ν. Καδάς έκανε μια έκδοση του κειμένου από το χειρόγραφο της Μονής Ξηροποτάμου 27 (Αθήνα 2003). Στοιχεία για τον Παΐσιο και το έργο του μπορεί να βρει κάποιος στο αντίστοιχο λήμμα της Θρη-σκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας.
β) Η νουβέλα του Άγγελου Σ. Βλάχου «Η 14η Νιζάν (Τιβερίου Ιουλίου Κάισαρος άρχοντος)», χωρισμένη σε κεφάλαια που ακολουθούν τη χρονική σειρά του εκουσίου πάθους του Κυρίου (Νύχτα, Αυγή, Πρωί, Απόγευμα). Εκεί η υπόθεση των ευαγγελικών περικοπών ‘περνάει’ μέσα από την τραγική φιγούρα του Πόντιου Πιλάτου, που είναι και το κεντρικό πρόσωπο του αφηγήματος. Ο ίδιος ο Ρωμαίος προκουράτωρ Ιουδαίας και πάσης Παλαιστίνης προσπαθεί να ερμηνεύσει την ταπείνωση του Γιεσούα (Ιη-σού), τη μανία του Ιωσήφ Καϊάφα. συγκρούεται με τη συνείδησή του και τις ευθύνες του λόγω του αξιώματός του, συγκρούεται με τη γυναίκα του Κλαυδία Πρόκουλα η οποία προσπαθεί να τον αποτρέπει από τη συγκατάθεσή του για να σταυρωθεί ένας αθώος και του προβάλει τα προμηνύματα των ονείρων της που της στέλνει ο Θεός και που την βασανίζουν τις νύχτες. Στο τέλος ενδίδει κάτω από τις απειλές του εβραϊ-κού ιερατείου και συγκλονισμένος από τις αδυναμίες του παραμένει ένα τραγικό α-πολίθωμα. Αξίζει να παραθέσουμε το τέλος της ιστορίας: «… Η Κλαυδία παίρνει ένα κουτάλι και βάζει λίγη βρασμένη φακή με τα ορτύκια. Δίνει το πιάτο στον Πόντιο που αισθάνεται μιαν απύθμενη ταραχή. Τόσο απλό… τόσο απλό να φυλακίσει τον Γιεσούα στον πύργο. Λίγο πιο εκεί… ελάχιστα πιο εκεί, αν είχε πάει η σκέψη του, την αυγή, όταν διέταξε τον Καϊάφα να κρατήσει τον Γιεσούα φυλακισμένο… Βασάνισε το μυαλό του, διάβασε και ξαναδιάβασε τις αναφορές, θυμήθηκε λόγια και συμβουλές του Διοτίμου, ήρθε σε ρήξη με τον Ιωσήφ Καϊάφα, ταράχτηκε υπερβολικά με τη διαδήλωση των Ε-βραίων, προσπάθησε ν’ αποφύγει την ευθύνη στέλνοντας τον Γιεσούα στον Ηρώδη Α-ντίπα. Και όλα αυτά ήσαν περιττά. Πώς δεν του πέρασε από τον νου η απλή αυτή σκέψη της Κλαυδίας; Να φυλακίσει τον Γιεσούα στον πύργο Αντόνια. Ενώ τώρα ποιος ξέρει τι μέλλεται να γίνει στην Γαλιλαία.
Κατάπληκτος και σιωπηλός, ο Πόντιος κοιτάζει την ξένοιαστη γυναίκα του, που ε-τοιμάζει τώρα το δικό της πιάτο ψιθυρίζοντας:
«Φαίνονται νόστιμα τα ορτύκια, αλλά ο μάγειρας ξέχασε να τους βάλει λίγες σταφί-δες». (Το απόσπασμα είναι παρμένο από την έκδοση της εταιρείας Ίκαρος, Νοέμβρι-ος 1972, σελ. 170-171).
Για τους αναγνώστες αυτούς έχουμε να προτείνουμε δύο ψυχωφελή αναγνώσματα θρησκευτικού περιεχομένου και λογοτεχνικής αξίας, που πιστεύουμε ότι θα τους με-ταφέρουν κοντά στο πνεύμα των ημερών. Τα δυο βιβλία είναι:
α) Η έμμετρος «Ιστορία του αγίου όρους Σινά». Γράφτηκε από τον μητροπολίτη Ρόδου Παΐσιο Αγιαποστολίτη τον ομιλητικό κατά τον 17. αιώνα.
Ο Παΐσιος επισκέφτηκε το θεοβάδιστο Σινά, προσκύνησε το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης και είδε από κοντά τους τόπους όπου ο Θεός αποκαλύφθηκε στον άν-θρωπο. Παριστάνει γλαφυρά ένα ένα τα σημεία όπου ο θεόπτης Μωυσής άκουσε τη φωνή του Θεού και έλαβε τις εντολές Του, από την κορυφή Χωρήβ (Τζεμπέλ Μουσά) ως την κορυφή του Γαλακτίωνος και της Επιστήμης, ενώ με λεπτομέρεια που θα ζήλευε ο κάθε αρχαιολόγος της βυζαντινής περιόδου, κάνει την περιγραφή του Καθολι-κού της Μονής, των εικόνων, των παρεκκλησίων και του περιβάλλοντος χώρου.
Η «Ιστορία» είναι γραμμένη σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο με άψογη ομοι-οκαταληξία, π.χ. «…Βλέπεις την θύραν, αδελφέ, αυτήν την κεκλισμένην / την όντως ωραιόμορφον και κοκαλογλυμμένην;». Χωρίζεται σε επιμέρους κεφάλαια με τίτλους που δίνουν το περιεχόμενο της κάθε ενότητας, π. χ. Περί της Αγίας Βάτου, Περί της Φιάλης κ. ά.
Το κείμενο μελέτησε ο Α. Παπαδόπουλος - Κεραμεύς, ο Γαβριήλ Δεστούνης, ο Ι. Κ. Βογιατζίδης. Γνωστός είναι ο Αμοργίνος κώδικας (Μονή Χοζοβιώτισσας) που μας σώζεται το έργο για το οποίο μιλάμε. Τελευταία ο Σ. Ν. Καδάς έκανε μια έκδοση του κειμένου από το χειρόγραφο της Μονής Ξηροποτάμου 27 (Αθήνα 2003). Στοιχεία για τον Παΐσιο και το έργο του μπορεί να βρει κάποιος στο αντίστοιχο λήμμα της Θρη-σκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας.
β) Η νουβέλα του Άγγελου Σ. Βλάχου «Η 14η Νιζάν (Τιβερίου Ιουλίου Κάισαρος άρχοντος)», χωρισμένη σε κεφάλαια που ακολουθούν τη χρονική σειρά του εκουσίου πάθους του Κυρίου (Νύχτα, Αυγή, Πρωί, Απόγευμα). Εκεί η υπόθεση των ευαγγελικών περικοπών ‘περνάει’ μέσα από την τραγική φιγούρα του Πόντιου Πιλάτου, που είναι και το κεντρικό πρόσωπο του αφηγήματος. Ο ίδιος ο Ρωμαίος προκουράτωρ Ιουδαίας και πάσης Παλαιστίνης προσπαθεί να ερμηνεύσει την ταπείνωση του Γιεσούα (Ιη-σού), τη μανία του Ιωσήφ Καϊάφα. συγκρούεται με τη συνείδησή του και τις ευθύνες του λόγω του αξιώματός του, συγκρούεται με τη γυναίκα του Κλαυδία Πρόκουλα η οποία προσπαθεί να τον αποτρέπει από τη συγκατάθεσή του για να σταυρωθεί ένας αθώος και του προβάλει τα προμηνύματα των ονείρων της που της στέλνει ο Θεός και που την βασανίζουν τις νύχτες. Στο τέλος ενδίδει κάτω από τις απειλές του εβραϊ-κού ιερατείου και συγκλονισμένος από τις αδυναμίες του παραμένει ένα τραγικό α-πολίθωμα. Αξίζει να παραθέσουμε το τέλος της ιστορίας: «… Η Κλαυδία παίρνει ένα κουτάλι και βάζει λίγη βρασμένη φακή με τα ορτύκια. Δίνει το πιάτο στον Πόντιο που αισθάνεται μιαν απύθμενη ταραχή. Τόσο απλό… τόσο απλό να φυλακίσει τον Γιεσούα στον πύργο. Λίγο πιο εκεί… ελάχιστα πιο εκεί, αν είχε πάει η σκέψη του, την αυγή, όταν διέταξε τον Καϊάφα να κρατήσει τον Γιεσούα φυλακισμένο… Βασάνισε το μυαλό του, διάβασε και ξαναδιάβασε τις αναφορές, θυμήθηκε λόγια και συμβουλές του Διοτίμου, ήρθε σε ρήξη με τον Ιωσήφ Καϊάφα, ταράχτηκε υπερβολικά με τη διαδήλωση των Ε-βραίων, προσπάθησε ν’ αποφύγει την ευθύνη στέλνοντας τον Γιεσούα στον Ηρώδη Α-ντίπα. Και όλα αυτά ήσαν περιττά. Πώς δεν του πέρασε από τον νου η απλή αυτή σκέψη της Κλαυδίας; Να φυλακίσει τον Γιεσούα στον πύργο Αντόνια. Ενώ τώρα ποιος ξέρει τι μέλλεται να γίνει στην Γαλιλαία.
Κατάπληκτος και σιωπηλός, ο Πόντιος κοιτάζει την ξένοιαστη γυναίκα του, που ε-τοιμάζει τώρα το δικό της πιάτο ψιθυρίζοντας:
«Φαίνονται νόστιμα τα ορτύκια, αλλά ο μάγειρας ξέχασε να τους βάλει λίγες σταφί-δες». (Το απόσπασμα είναι παρμένο από την έκδοση της εταιρείας Ίκαρος, Νοέμβρι-ος 1972, σελ. 170-171).