Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πολύ απόμερο μέρος στην Ευρυτανία, Άπατο το όνομά του. Ήταν ψηλά σε ένα βουνό, και τριγύρω του ήταν βράχια και γκρεμοί, τόσο απόκρημνα, που με μεγάλο φόβο και κόπο θα έφτανες εκεί. Δεν μπορούσαν να περάσουν μουλάρια, και έτσι δεν υπήρχε καθόλου εμπόριο μεταξύ των πολλών ανθρώπων και του Άπατου.
Εκεί ζούσαν δύο μόνο οικογένειες: Αυτή του Καραγκιόζη και αυτή του Χατζηαβάτη. Υπήρχε πολύ ησυχία και γαλήνη σε εκείνο το φτωχό μέρος. Μια μέρα όμως, ένας παράξενος ξένος έκανε την εμφάνισή του εκεί. Το όνομά του ήταν Τραπεζίτης, χοντρός, με γραβάτα, γιλέκο, σακάκι και παπούτσια. Στο γιλέκο του κρεμασμένο με μία χρυσή αλυσίδα ήταν ένα ρολόι.
Κάθησε λοιπόν ο Τραπεζίτης στο αυλή του Καραγκιόζη, και σύντομα όλος ο πληθυσμός του Άπατου, οι δύο οικογένειες με τα παιδιά τους (κάθε οικογένεια είχε από μία ντουζίνα παιδιά) ήρθαν με περιέργεια να τον δούνε.
-Πούθε έρχεσαι ξένε μου, λέει ο Καραγκιόζης.
-Έρχομαι από την Ευρώπη, είπε ο Τραπεζίτης, έκατσα για λίγο καιρό στην Ελλάδα και είπα να κάνω μία βόλτα μέχρι ένα μέρος, παρθένο και ήσυχο. Έτσι ήρθα εδώ. Ξέρετε, χμμμ… είμαι ένας μεγάλος φιλάνθρωπος και φίλος των Ελλήνων, και έτσι ήρθα να σας βοηθήσω, γιατί παιδιά μου, είστε τόσο μα τόσο υπανάπτυκτοι, δεν έχετε άνετα σπίτια, ούτε ρεύμα, ούτε πολύ φαγητό, και γυρίζετε ξυπόλητοι! Μα πως μπορείτε;
-Δεν έχουμε πρόβλημα κύριε Τραπεζίτη, δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερα. Έχουμε κάνει φίλο τον άγριο βοριά το χειμώνα που μας παγώνει, αλλά και τον ήλιο του καλοκαιριού που μας ζεσταίνει. Τρώμε ότι μας δίνει η φύση, τα χωραφάκια και τα ζωντανά μας, κοιμόμαστε όποτε θέλουμε, δεν έχουμε έγνοιες και σκοτούρες.
-Μα δεν έχετε περιέργεια να δείτε πως ζει ο υπόλοιπος κόσμος, να δείτε ένα θέατρο, να κάνετε ένα ταξίδι, να δείτε και να κάνετε δικά σας τα θαύματα της τεχνολογίας και του πολιτισμού;
-Δεν μας πολυενδιαφέρει κύριε Τραπεζίτη.
-Επειδή εγώ όμως είμαι φίλος σας, θα σας δώσω τη δυνατότητα να έχετε αυτό στο οποίο στηρίζεται όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Αυτό το πράγμα λέγεται χρήμα. Με αυτό μπορείτε να αγοράζετε ότι επιθυμείτε.
-Μα κύριε Τραπεζίτη, δύο οικογένειες είμαστε όλες κι όλες. Ότι θέλουμε μεταξύ μας απλά το ανταλλάσσουμε.
-Δεν έχετε πρόβλημα, όταν ανταλλάσσετε ένα ψωμί, με πόσα αυγά θα γίνει η ανταλλαγή;
-Εεεε, λίγο.
-Να λοιπόν. Μαζί με το χρήμα θα σας δώσω κι έναν τιμοκατάλογο. Το ψωμί κάνει μία λίρα, το αυγό κάνει μισή λίρα. Ορίστε κάθε πράγμα έχει και τη τιμή του, έτσι θα κάνετε ξεκάθαρες συναλλαγές. Επίσης υπάρχουν στον κατάλογο και είδη που δεν έχετε. Να, δέκα λίρες κάνουν τα τσαρούχια, πέντε λίρες κάνει το τυρί η φέτα. Πάρτε τα χρήματα που θα σας δώσω και θα γίνετε πλούσιοι. Θα έρθει ανάπτυξη στο χωριό σας και πρόοδος. Δοκιμάστε το. Ως πότε θα μείνετε υπανάπτυκτοι παιδιά μου;
-Εντάξει κύριε Τραπεζίτη, ας το δοκιμάσουμε. (Να μη μας λέει και υπανάφτυφτους ο άνθρωπος, σκέφτηκε ο Καραγκιόζης)
-Έξοχα. Θα δανείσω σε κάθε οικογένεια 100 λίρες. Εφόσον όμως σας δίνω αυτό το θαυματουργό προϊόν, για την ανάπτυξή σας, θέλω σε αντάλλαγμα τόκο 5%. Δηλαδή στο τέλος της χρονιάς να μου δώσετε 105 λίρες, αυτή τη μικρή συμβολική αμοιβή, θα ήθελα.
-Ου ου ου, μετά χαράς κύριε Τραπεζίτη.
-Και χμμμ, εφόσον εγώ σας εμπιστεύομαι, θα ήθελα μία εξασφάλιση από μέρους σας για το ότι η συμφωνία μας θα τηρηθεί. Υπογράψτε μου λοιπόν αυτό το χαρτί, ότι αν δεν μου δώσετε το ποσό των 105 λιρών, θα χάσετε το σπίτι σας. Είναι τίμιο αυτό που ζητάω;
-Βεβαίως κύριε Τραπεζίτη. Υπογράφουμε.
Έφυγε ο κύριος Τραπεζίτης, και στα δύο σπίτια επικρατεί αναβρασμός και δραστηριότητα. Πλέον οι δοσοληψίες γίνονται με το καινούργιο νόμισμα. Ήθελε δύο αυγά η Καραγκιόζαινα, έδινε μία λίρα στη γυναίκα του Χατζηαβάτη και τα έπαιρνε. Τι πρόοδος! Μετά άρχισε η τεχνολογική ανάπτυξη: Ο Καραγκιόζης μοίρασε τα Καραγκιοζάκια του σε δουλειές. Εσύ θα κάνεις το βοσκό στα πρόβατα, εσύ στα γίδια, εσύ θα πήζεις το τυρί, εσύ θα φτιάχνεις παπούτσια και ζώνες από τα δέρματα, εσύ θα γνέθεις το μαλλί και θα υφαίνεις. Εσύ θα είσαι ο αγρότης, εσύ θα φέρνεις νερό. Τέρμα τα παιχνίδια! Δουλειά από αξημέρωτα έως και τη Νύχτα. Ομοίως έκανε και ο Χατζηαβάτης.
Υπήρχε ένα από τα Καραγκιοζόπουλα, ο Κοπρίτης, που δεν ήθελε να κάνει καμμία δουλειά. Ο Καραγκιόζης έξαλλος τον έδιωξε από το σπίτι: Ουστ Κοπρίτη, τεμπελόσκυλο! Να πας αλλού να μείνεις, υπανάφτυφτε! Έτσι ο Κοπρίτης έφυγε και έμενε σε μία σπηλιά στο βουνό.
Εν τω μεταξύ, η πρόοδος ήταν άλλο πράγμα, όλοι είχαν παπούτσια, όλοι ήταν χορτάτοι τώρα, τα σπίτια επισκευάστηκαν, αλλά με τι τίμημα: Τώρα δούλευαν συνεχώς, και τη Καλημέρα που έλεγαν μεταξύ τους, τη λέγανε χωρίς να βλέπει τα μάτια ο ένας του άλλου, γιατί δεν τη νιώθανε πια για τον άλλον, γιατί έβλεπαν τον άλλον όχι σαν συχωριανό τους, αλλά σαν μέσο για να κερδίσουνε κάτι από αυτόν. Και κάθε βράδυ ο Καραγκιόζης έβλεπε τα λεφτά του με αληθινή λατρεία και ονειρευότανε μεγαλεία, θα πάει λέει στη μεγάλη πόλη, και εκεί θα του λένε τα σέβη μας κύριε Καραγκιόζη, και αυτός θα έχει ένα ρολόι με χρυσή αλυσίδα και ένα ημίψηλο σκληρό καπέλο και θα είναι άρχοντας!
Με γκρίνια και με συνεχή δουλειά, πέρασε ο χρόνος και νάσου ξανά ο κύριος Τραπεζίτης στο χωριό.
-Τα σέβη μας κύριε Τραπεζίτη!
-Τα σέβη μου, αξιότιμοι κύριοι, τώρα μάλιστα! Έχετε παπούτσια, ρούχα, κοιλιές. Δεν είστε πια υπανάπτυκτοι! Μπράβο σας! Σας θαυμάζω για το έργο σας!
-Ευχαριστούμε κύριε Τραπεζίτη, λέει ο Καραγκιόζης. Και από τη χαρά του ένα ουράνιο τόξο, ακτινοβολεί από τη φαλάκρα του.
-Σας θυμίζω ότι έχετε μία μικρή υποχρέωση απέναντι μου. Θα ήθελα λοιπόν τις 105 λίρες μου πίσω.
-Βεβαίως λέει ο Χατζηαβάτης, μετράει τα χρήματά του, τα βρίσκει 120 λίρες. Δίνει λοιπόν τις 105, και χαρούμενος έχοντας το πλεόνασμα των 15 λιρών που του μείνανε χάιδευε το γενάκι του με ικανοποίηση.
-Ερε και να δείς πόσες θα έχω εγώ, λέει ο Καραγκιόζης με καμάρι. Όλο το χρόνο ξεπατωθήκαμε όλη η οικογένεια στη δουλειά. Μετράει, μετράει, ξαναμετράει αλλά τι να δει: Οι λίρες του ήταν μόνο 80.
-Λυπάμαι κύριε Καραγκιόζη, λέει ο Τραπεζίτης, αλλά σε αυτή τη περίπτωση πρέπει να μου δώσετε το σπίτι σας. Σας θυμίζω ότι υπογράψατε ένα χαρτί….
Περίλυπος ο Καραγκιόζης και όλη η οικογένειά του, σκύβουν το κεφάλι, αμίλητοι. Τι να κάνουν τώρα, που να πάνε;
Και να σου πετάγεται ο Κοπρίτης, που ήταν κρυμμένος και παρακολουθούσε τη σκηνή.
-Μην ακούς τι λέει πατέρα! Ο κύριος Τραπεζίτης είναι απατεώνας!
-Κοπρίτη! Εσύ, εσύ που δεν δούλεψες όλη τη χρονιά, μας κάνεις τώρα και εξυπνάδες; Λέει ο Καραγκιόζης.
-Δεν δούλεψε καθόλου, ένας σας παιδί; Να λοιπόν γιατί είχατε λιγότερη παραγωγικότητα από τον Χατζηαβάτη. Λέει ο Τραπεζίτης, δυστυχώς είχατε έναν τεμπέλη, ένα γουρούνι, για γιο.
-Όχι πατέρα, δεν έχει δίκιο ο κύριος Τραπεζίτης. Μπορώ να σου το αποδείξω!
-Στη κατάσταση που είμαστε, πες τα, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Τι κακό έκανε ο κύριος Τραπεζίτης; λέει ο Καραγκιόζης.
-Άκου λοιπόν πατέρα. Ο κύριος Τραπεζίτης ελέγχει το χρήμα, και το δημιούργησε δανείζοντάς μας. Μας δάνεισε 100 συν 100 άρα 200 λίρες στο χωριό. Μας ζήτησε σε αντάλλαγμα 105 συν 105 άρα 210 λίρες. Εμείς όμως όσο και να δουλεύουμε και εφόσον δεν κάνουμε εμπόριο με τον έξω κόσμο, οι συνολικές λίρες θα είναι πάντα 200. Ποτέ δεν θα είναι 210, γιατί ποτέ δεν υπήρξαν πάνω από 200. Έτσι αν ο ένας μπορέσει να πληρώσει το χρέος του, αν μαζέψει πάνω από 105 λίρες, αυτό αυτόματα σημαίνει ότι ο άλλος θα χάσει το σπίτι του, γιατί σίγουρα θα έχει κάτω από 95 λίρες.
-Τι μου λες παιδί μου, δηλαδή σίγουρα ο ένας θα είναι φτωχός και θα ρίχνει και τόση δουλειά;
-Ναι πατέρα. Με αυτό το οικονομικό σύστημα, τουλάχιστον ο ένας στους δύο θα είναι φτωχός. Υπάρχει η περίπτωση και οι δύο να είναι φτωχοί αν για παράδειγμα έχουν από 100 και 100 ή 101 και 99 ή κάποιος τέτοιος συνδυασμός, όπου και οι δύο έχουν κάτω από 105 λίρες. Επίσης γεννήθηκε ένας τρομερός ανταγωνισμός, όπου ο ένας με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα θα επιβιώσει και ο άλλος θα χάσει τα πάντα.
-Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να ακούω άλλες κουταμάρες, λέει ο Τραπεζίτης. Σας έδωσα τα χρήματα. Πριν έναν χρόνο είσασταν ξυπόλυτοι, απολίτιστοι, κοιτάξτε τους εαυτούς σας τώρα! Σας έφερα την ανάπτυξη!
-Όχι φίλε μας Τραπεζίτη, λέει ο Κοπρίτης. Την ανάπτυξη τη φέραμε μόνοι μας με τη δουλειά μας, τον κόπο μας, χρησιμοποιώντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές μας, και όχι με τα χρωματιστά χαρτάκια που μας μοίρασες. Χρωματιστά χαρτάκια μπορούμε και μόνοι μας να φτιάξουμε, τότε θα είμασταν όλοι πλούσιοι. Εσύ μας πούλησες ένα πράγμα που πάντα ήταν δικό μας, εμείς ποτέ δεν είμασταν φτωχοί. Αυτό που σίγουρα έφερες ήταν η κρυάδα στην καρδιά μας, το ότι σκότωσες τον αυθορμητισμό μας, και έφερες τον υπολογισμό, την παραγωγικότητα, τη λογική όλα για το κέρδος.
-Υπογράψαμε ένα χαρτί, ένα μνημόνιο συνεργασίας δηλαδή, και τώρα μου λέτε αστεία; Θα μπορούσατε να βρίσκατε τα λεφτά εάν θέλατε να με πληρώσετε. Ας κάνατε εμπόριο με τον έξω κόσμο, ας πηγαίνατε μετανάστες, ας πουλάγατε τα χωράφια σας. Εάν δεν μου δώσετε το σπίτι σας, θα φέρω τους χωροφυλάκους.
-Εάν δεν σηκωθείς να ξεκουμπιστείς, και να μην ξανάρθεις, θα φέρω εγώ τους χωροφυλάκους. Γιατί εσύ από την αρχή γνώριζες, ότι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να σε ξεπληρώσουμε, άρα από την αρχή φέρθηκες σαν ένας κλέφτης, ένας απατεώνας, που ήθελες από εμάς να κλέψεις τα πάντα. Και είμαι βέβαιος ότι αυτό που προσπάθησες να κάνεις με εμάς τους 2, το έχεις κάνει με χίλιους ή με ένα εκατομμύριο ανθρώπους, δεν έχει σημασία ο αριθμός, η κομπίνα και το κέρδος για σένα απλά μεγαλώνει, ώστε να μπορείς να ζητάς Γη και Ύδωρ από ένα ολόκληρο Κράτος. Εμείς σε καταλάβαμε, γιατί είμαστε μόνο 2, αλλά αυτοί σίγουρα όχι, και απόδειξη για το ότι λέω την αλήθεια, είναι ότι σίγουρα έξω στον πολιτισμένο κόσμο σου, όλοι δουλεύουνε σαν σκλάβοι, αλλά παραπάνω από τους μισούς είναι φτωχοί, και σίγουρα όλα τα Κράτη της Γης είναι χρεωμένα, γιατί ποτέ παγκόσμια δεν θα φτάνει το χρήμα, αφού όταν δανειζόμαστε δημιουργείται το χρήμα, αλλά οι τόκοι όλων των δανείων του Κοσμάκη που έχουν γίνει τόσα χρόνια, δεν δημιουργήθηκαν ποτέ. Για αυτό φύγε από δω, πάρε τα παλιολεφτά σου, και ο Κοπρίτης του πέταξε στα μούτρα τα λεφτά, και εξαφανίσου από δω.
Θυμωμένος και ο Χατζηαβάτης του πέταξε κι αυτός τα λεφτά. Ο Τραπεζίτης ψελλίζοντας κάτι αισχρές απειλές, σήκωσε τη γροθιά του στον αέρα, αλλά είδε ότι είχε να κάνει με τα εξαγριωμένα Καραγκιοζάκια και Χατζηαβατάκια, τα όποια ένα χρόνο τώρα είχαν χάσει τη χαρά του παιχνιδιού, και τα είχαν πρόωρα στρώσει στη δουλειά. Τα μικρά του ξεκινήσαν έναν πετροπόλεμο, και ο Τραπεζίτης με τα αποθέματα λίπους που είχε, αποτελούσε έναν θαυμάσιο στόχο.
Το έβαλε στα πόδια λοιπόν, και τα μικρά πίσω του, με μεγάλη χαρά κάνανε σκοποβολή, γιατί πρώτη φορά είχαν στη διάθεσή τους έναν κινούμενο και ομιλούντα στόχο.
ΤΕΛΟΣ