Η οικονομική κρίση που δεν μας αφήνει να χαρούμε ούτε μια ώρα ζεστασιά λόγω της τιμής του πετρελαίου, εμένα τουλάχιστον με οδήγησε στο αναθεωρήσω και κάποια άλλα πράγματα, όσον αφορά και τα ρούχα που φοράμε αλλά κυρίως και τα σκεπάσματα από πρακτικής αλλά και από αισθητικής πλευράς σαν στοιχεία του σπιτιού.
Διαισθανόμενος θα έλεγα την κατάσταση με το κρύο αλλά και γιατί εκεί στα χωριά που γυρνάω βλέπω ένα σωρό φλοκάτες κουβέρτες στα σπίτια και στα σαλόνια, ρώτησα τη μάνα μου αν έχει να μου δώσει κάποια απ’ αυτές που είχε φτιάξει κάποτε η ίδια στα νιάτα της για την προίκα της. Μου απάντησε πως δεν μπορούσε πια να τις πλένει και να τις τινάζει και γι’ αυτό τις απέσυρε από την χρήση, τις έφαγε ο σκόρος και τις πέταξε κάποια μέρα.
Το γεγονός με στεναχώρησε κι μ’ έβαλε στην πρίζα να ψάχνω να βρω κάπου μια φλοκάτη κουβέρτα αλλά πουθενά, όλοι μου έλεγαν πως σταμάτησαν τα εργαστήρια να φτιάχνουν γιατί είναι ακριβές, γιατί δεν έχουν μαλλί, για ένα σωρό γιατί. Ακόμη και στα σπίτια, οι γυναίκες που ήξεραν να τις φτιάχνουν μεγάλωσαν και δεν μπορούσαν ενώ διέλυσαν τους αργαλειούς τους γιατί καμιά νεότερη δεν είχε σκοπό να κάτσει να τους δουλέψει. Έτσι και η τέχνη άρχισε να χάνεται και οι φλοκάτες να γίνονται σπάνιο είδος σε όλη την επικράτεια.
Το γεγονός άμα το καλοεξετάσουμε δεν είναι μόνο που χάθηκαν ο φλοκάτες που ασφαλώς είναι πιο ζεστές από κάθε άλλο συνθετικό κατασκεύασμα και μπορώ να το πω με την πείρα των τελευταίων κρύων ημερών, αλλά γιατί καταστράφηκε ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής που στηρίζονταν στο μαλλί το οποίο σαν πρώτη ύλη το διέθετε χωρίς κανένα κόστος κάθε νοικοκυριό που είχε στο μαντρί του ένα μικρό κοπαδάκι από πρόβατα.
Αυτό οι γυναίκες το έπλεναν το καλοκαίρι, το έξαναν και έστριβαν νήμα με ρόκες τις οποίες κουβαλούσαν σχεδόν παντού, το έβαφαν με ωραία φυτικά χρώματα (κάτι φωτεινά χρώματα που έβγαζαν οι φλούδες της κορομηλιάς!!!) και το χειμώνα που δεν είχαν πολλές δουλειές κάθονταν στον αργαλειό και έφτιαχναν σπουδαία και ζεστά σκεπάσματα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ένα σωρό πράγματα με αφορμή την χαμένη τιμή μιας φλοκάτης κουβέρτας και θα καταλήγαμε σε ένα δοκίμιο για την καταστροφή της οικοτεχνίας που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η απαξίωση όλων των πρώτων υλών που δεν προέρχονταν από την αγορά και η εξάρτηση πλέον των νοικοκυριών από τα βιομηχανικά προϊόντα τα οποία έχουν ένα σημαντικό κόστος και το οποίο πρέπει από κάπου να αντληθεί.
Το θέμα όμως που απασχόλησε εμένα και με έκανε να ψάξω περισσότερο ήταν όταν την Πρωτοχρονιά βρέθηκα στο χωριό Επταχώρι της Καστοριάς όπου οι μεταμφιεσμένοι φορούσαν παλιές φλοκάτες και προβιές και το γεγονός με έκανε να ζηλέψω περισσότερο. Μιας δε και ήμουν στα χωριά του Γράμμου, όπου όλα τα σπίτια είναι γεμάτα φλοκάτες, άρχισα να ρωτάω τις κυράδες αν έχουν καμιά παλιά για πέταμα να βάλω τουλάχιστον στο πάτωμα του σπιτιού να χαίρομαι μόνο να την βλέπω και να ομορφαίνει το καθιστικό.
Σε μια αναζήτηση λοιπόν στο σπίτι της κυρά Κούλας Φασούλη, της αδερφής του φίλου Τάκη Φασούλη που έχει φτιάξει το σπουδαίο λαογραφικό και όχι μόνο μουσείο στο Κεφαλοχώρι, ήρθε η κουβέντα και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, μου είπε πως θα μου δώσει μια γιατί έχει πολλές και αμέσως μου παρουσίασε μια ωραία κατακκόκινη διπλή φλοκάτη.
Το γεγονός έγινε διπλή χαρά σαν το έμαθε και η κυρά Θοδώρα Σδούκου και μου έδωσε άλλη μια μικρότερη, για καναπέ κι έτσι συμπλήρωσα το χειμωνιάτικο νοικοκυριό μου και νιώθω πως είμαι έτοιμος να ζήσω τώρα και πιο κρύες μέρες που λένε πως θα έρθουν τούτη την εβδομάδα τυλιγμένος με την κόκκινη φλοκάτη σαν αρκούδα να τη βγάλω καθαρή ως την άνοιξη και δεν αποκλείεται να αρχίσω να κυκλοφορώ με αυτή στην πλάτη και στην Ακαδημίας. Είδα έναν σήμερα να κυκλοφορεί με τραγίσιο τσόλι και τον θαύμασα για το θάρρος του...
Διαισθανόμενος θα έλεγα την κατάσταση με το κρύο αλλά και γιατί εκεί στα χωριά που γυρνάω βλέπω ένα σωρό φλοκάτες κουβέρτες στα σπίτια και στα σαλόνια, ρώτησα τη μάνα μου αν έχει να μου δώσει κάποια απ’ αυτές που είχε φτιάξει κάποτε η ίδια στα νιάτα της για την προίκα της. Μου απάντησε πως δεν μπορούσε πια να τις πλένει και να τις τινάζει και γι’ αυτό τις απέσυρε από την χρήση, τις έφαγε ο σκόρος και τις πέταξε κάποια μέρα.
Το γεγονός με στεναχώρησε κι μ’ έβαλε στην πρίζα να ψάχνω να βρω κάπου μια φλοκάτη κουβέρτα αλλά πουθενά, όλοι μου έλεγαν πως σταμάτησαν τα εργαστήρια να φτιάχνουν γιατί είναι ακριβές, γιατί δεν έχουν μαλλί, για ένα σωρό γιατί. Ακόμη και στα σπίτια, οι γυναίκες που ήξεραν να τις φτιάχνουν μεγάλωσαν και δεν μπορούσαν ενώ διέλυσαν τους αργαλειούς τους γιατί καμιά νεότερη δεν είχε σκοπό να κάτσει να τους δουλέψει. Έτσι και η τέχνη άρχισε να χάνεται και οι φλοκάτες να γίνονται σπάνιο είδος σε όλη την επικράτεια.
Το γεγονός άμα το καλοεξετάσουμε δεν είναι μόνο που χάθηκαν ο φλοκάτες που ασφαλώς είναι πιο ζεστές από κάθε άλλο συνθετικό κατασκεύασμα και μπορώ να το πω με την πείρα των τελευταίων κρύων ημερών, αλλά γιατί καταστράφηκε ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής που στηρίζονταν στο μαλλί το οποίο σαν πρώτη ύλη το διέθετε χωρίς κανένα κόστος κάθε νοικοκυριό που είχε στο μαντρί του ένα μικρό κοπαδάκι από πρόβατα.
Αυτό οι γυναίκες το έπλεναν το καλοκαίρι, το έξαναν και έστριβαν νήμα με ρόκες τις οποίες κουβαλούσαν σχεδόν παντού, το έβαφαν με ωραία φυτικά χρώματα (κάτι φωτεινά χρώματα που έβγαζαν οι φλούδες της κορομηλιάς!!!) και το χειμώνα που δεν είχαν πολλές δουλειές κάθονταν στον αργαλειό και έφτιαχναν σπουδαία και ζεστά σκεπάσματα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ένα σωρό πράγματα με αφορμή την χαμένη τιμή μιας φλοκάτης κουβέρτας και θα καταλήγαμε σε ένα δοκίμιο για την καταστροφή της οικοτεχνίας που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η απαξίωση όλων των πρώτων υλών που δεν προέρχονταν από την αγορά και η εξάρτηση πλέον των νοικοκυριών από τα βιομηχανικά προϊόντα τα οποία έχουν ένα σημαντικό κόστος και το οποίο πρέπει από κάπου να αντληθεί.
Το θέμα όμως που απασχόλησε εμένα και με έκανε να ψάξω περισσότερο ήταν όταν την Πρωτοχρονιά βρέθηκα στο χωριό Επταχώρι της Καστοριάς όπου οι μεταμφιεσμένοι φορούσαν παλιές φλοκάτες και προβιές και το γεγονός με έκανε να ζηλέψω περισσότερο. Μιας δε και ήμουν στα χωριά του Γράμμου, όπου όλα τα σπίτια είναι γεμάτα φλοκάτες, άρχισα να ρωτάω τις κυράδες αν έχουν καμιά παλιά για πέταμα να βάλω τουλάχιστον στο πάτωμα του σπιτιού να χαίρομαι μόνο να την βλέπω και να ομορφαίνει το καθιστικό.
Σε μια αναζήτηση λοιπόν στο σπίτι της κυρά Κούλας Φασούλη, της αδερφής του φίλου Τάκη Φασούλη που έχει φτιάξει το σπουδαίο λαογραφικό και όχι μόνο μουσείο στο Κεφαλοχώρι, ήρθε η κουβέντα και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, μου είπε πως θα μου δώσει μια γιατί έχει πολλές και αμέσως μου παρουσίασε μια ωραία κατακκόκινη διπλή φλοκάτη.
Το γεγονός έγινε διπλή χαρά σαν το έμαθε και η κυρά Θοδώρα Σδούκου και μου έδωσε άλλη μια μικρότερη, για καναπέ κι έτσι συμπλήρωσα το χειμωνιάτικο νοικοκυριό μου και νιώθω πως είμαι έτοιμος να ζήσω τώρα και πιο κρύες μέρες που λένε πως θα έρθουν τούτη την εβδομάδα τυλιγμένος με την κόκκινη φλοκάτη σαν αρκούδα να τη βγάλω καθαρή ως την άνοιξη και δεν αποκλείεται να αρχίσω να κυκλοφορώ με αυτή στην πλάτη και στην Ακαδημίας. Είδα έναν σήμερα να κυκλοφορεί με τραγίσιο τσόλι και τον θαύμασα για το θάρρος του...