Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Του Ηλία Προβόπουλου
Αυτός ο τόπος μόνο τέτοιους άνδρες θα μπορούσε να γεννήσει και αυτά τα πουρνάρια πάλι, τέτοιους ήρωες θα καταδέχονταν να τιμήσουν με τη σκιά τους. Οι βουνοκορφές των Αγράφων με το κύρος στην ιστορίας τους, δεν είχαν τι άλλο, παρά να υποβάλλουν τη ρώμη τους σ' όσες ψυχές μπορούσαν να μετρηθούν μαζί τους.
Σαν μια γροθιά στεριάς, ένας ατίθασος βράχος, θαρρείς που θέλει να πετάξει από το βαρύ σώμα του βουνού και κολυμπάει προκλητικά στον λεπτό αέρα των Αγράφων ο Μάραθος, Μυρίση παλιά, στην Ευρυτανία, ζει με τις αναμνήσεις του παρελθόντος και δεν βλέπει τις συνέπειες του μέλλοντος που, σαν άλλος Αλή Πασάς, σχεδιάζει την ερήμωσή του.

Δεν είναι πολύ πίσω, σαν οι ορδές του πήραν πίσω το αίμα τού Βεληγκέκα που αναμετρήθηκε στη ράχη με τον Κατσαντώνη. Το αίμα του τρομερού τυράννου πότισε τα βοσκοτόπια πάνω από το χωριό. Τα παλικάρια της περιοχής μετά την επιτυχία τους, έστησαν χορό, ψηλά στη ράχη. Το αίμα του Κατσαντώνη σάπισε από τα μαρτύρια στα υπόγεια των Ιωαννίνων. Και σαν απαλείφθηκε ο κίνδυνος του παλικαριού, γύρισαν πίσω τα μπουλούκια των Τουρκαλβανών να εκδικηθούν και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Μόνο η σεπτή εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών έμεινε στη θέση της και δεν έγινε στάχτη, για να γνωρίσει αργότερα, πολύ, τη μανία των σεισμών.
Οι άνθρωποι σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους και γύρισαν στα χώματά τους μόνο όταν μύρισαν ασφάλεια στην περιοχή. Δύσπιστοι όμως με την εμπειρία αιώνων στο κορμί τους, φρόντισαν με τη διασπορά των συνοικισμών την ασφάλεια του μέλλοντος. Ο Βεληγκέκας και ο Κατσαντώνης είχαν ήδη περάσει από την περιορισμένη τοπική μυθιστορία γρήγορα στην εθνική μυθολογία και η αχλύς των γεγονότων εκείνων θόλωνε τη μνήμη. Ήταν και ο αγώνας για τη ζωή που επέβαλλε τους κανόνες του.
Η ειρήνη ήταν ή πόλεμος, οι μανάδες ήταν αυτές που σκόρπαγαν χέρια, πολλά εργατικά για τα χωράφια ή κρέας πάλι για τα κανόνια και τα μαχαίρια των εχθρών και πολλές φορές και των ντόπιων αντιπάλων. Γυναίκες αερικά, προορισμένες από τον τόπο τους να διαιωνίζουν αυτή τη σκληρή ράτσα που στα χώματα της Ευρυτανίας δεν χωράει και παραπέρα... περισσεύει. Τσολιάδες στα περίφημα συντάγματα της Ρούμελης, ξεχρέωσαν με το αίμα τους όλες τις «αμαρτίες» στον νεότερο εθνικό βίο, κάθε τρέλα του έθνους «κοινή» ή των ταγών ιδιοτροπία. Ας κοιτάξει κάποτε η επιστήμη της στατιστικής, αν συμφέρει βέβαια αυτό, ποιες περιοχές της Ελλάδας πλήρωσαν το βαρύτερο φόρο.
Ήρθαν πρώτα οι πόλεμοι. Εθνικοί, επαναστατικοί, αδερφοκτόνοι και τον στράγγιξαν. Μετά οι σεισμοί ήταν η καλύτερη δικαιολογία να εφαρμοστούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τα πλέον σκληρά προγράμματα εσωτερικής μετανάστευσης.
Μόλις είχαν σβήσει οι ναπάλμ των Αμερικανών στον Γράμμο και τα χημικά τους είχαν καταστρέψει ό,τι χλωρό υπήρχε στα υπερήφανα βουνά, ήρθαν οι ντόπιοι - πολλοί τούς τίμησαν αρκετές φορές και με την ψήφο τους - να γκρεμίσουν τα θεμέλια μιας πανάρχαιας κοινωνίας που επέμενε, αιώνες πολλούς, να διατηρεί με κάθε τρόπο την ιδιαιτερότητά της. Και τη σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.
Εκεί, στο τίποτα των φωτεινών βουνών, στην «πλατεία» του Μαράθου, δίπλα στον μπρούτζινο καπετάνιο, «ξάδελφο» του Καραϊσκάκη, του Διάκου και του Ανδρούτσου, πρόγονο μακρινό του Άρη Βελουχιώτη και άλλων, σήμερα δεν στέκεται κανένας. Μόνο κάτι έλατα που προόριζαν για δροσιά του καπετάνιου στέκουν ψωριασμένα από την αφροντισιά και τη στέγνα των επιγόνων. Στον αιώνα τον άπαντα, φαίνεται, πως ό,τι και να βάλουν να τον δροσίσουν, η μοίρα της στάχτης θα είναι αυτή που θα δικαιώνεται.
Στον αντίλογο, μερικές μέρες μετά τη σεμνή γιορτή που γίνεται κάθε χρόνο ανήμερα της Πεντηκοστής στα χώματα του Μαράθου, η ουτοπία κάποιων λίγων ανθρώπων να αναδεύσουν από το βυθό της εθνικής μνήμης και να ανασύρουν κάποια κομμάτια, ρημάδια της μεγάλης επίσημης ιστορίας και ξεφτίδια της ιδιαίτερης του τόπου μυθολογίας. Ουτοπία που δροσίζεται στα νερά του Μυρισιώτη ποταμού, μικρότερου συγγενή του Αχελώου. Εκεί όπου δίπλα στα ερείπια πανάρχαιων γεφυριών και τα κουφάρια ελατιών μεγάλων που παρασύρει το ρεύμα, φωλιάζει με εμπεδωμένη από τους ανθρώπους τη διάρκεια της ζωής του, ο παλιός μύλος με τη στέρεη καμάρα του.
Σημέιωση: Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Ελευθεορτυπία, στις 2 Αυγούστου 1997. Άλλες εποχές τότε, ανύποπτες για το μέλλον που περίμενε στη γωνία...