Η ιστορία του ορθοδόξου μοναχισμού
Η ιστορία της Ιεράς Μονής Τατάρνης
Έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής
Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας.
Τον πονήσαντα το έργον Αρχιμανδρίτην Δοσίθεον εγνώρισα προ ημίσεος σχεδόν αιώνος νεαρόν μοναχόν με άρτι χνοάζον το γένειον, υπηνήτην κατά τον αρχαίον λόγον, συνοδεύσαντα προς ταφήν εις προυσόν το σκήνωμα του κοιμηθέντος Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιωτίσσης μακαριστού Γερμανού, την σεπτήν μνήμην του οποίου ιδιαιτέρως ευλαβείται.
Έκτοτε η μετ’ αυτού πνευματική κοινωνία υπήρξε στενή και η συνεργασία έγκαρπος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδον της διακονίας του ως ιεροκήρυκος, οπότε, εκτός των κηρυγμάτων του εις τους δύο τότε ιερούς ναούς της πόλεως Καρπενησίου, τον Καθεδρικόν της Αγίας Τριάδος και της Παναγίας, επραγματοποίει σειράς εσπερινών κηρυγμάτων και κατηχητικών μαθημάτων εις την Αίθουσαν του Συνδέσμου «Ευγένιος ο Αιτωλός». Στωμύλος, επαγωγός, γλαφυρός και σαφής τον λόγον, με στήριξιν των θέσεών του γραφικήν, διάνθισιν λογοτεχνικήν και κατά περιστάσεις τροπήν του λόγου του επί το ευθυμότερον εφείλκυε πλήθος ακροατών, ώστε η Αίθουσα υπερεπληρούτο, αρκετοί δε παρέμεναν εις το Αναγνωστήριον της Βιβλιοθήκης ακροώμενοι από μεγαφώνου.
Μετ’ ενδιαφέροντος θερμού και χαράς εσωψύχου παρηκολούθησα περαιτέρω την εργώδη προσπάθειαν και τον καλλίνικον αγώνα του δια την εκ βάθρων ανοικοδόμησιν της σεβασμίας Ιεράς Μονής Τατάρνης και την συγκρότησιν αυτής εις την σύγχρονον κατάστασιν της, ώστε, παραλλήλως προς την παλαίφατον Ιεράν Μονήν Προυσού να αποτελή σέμνωμα της Ορθοδοξίας εν Ευρυτανία και προσκήνυμα ιερόν πανελλήνιον. Αντιπαρερχόμενος, ως εκτός του παρόντος κειμένου, πολλά, σημειούται ότι ο π. Δοσίθεος διατελεί και του καλάμου δεξιός χειριστής. Ενδεικτικώς αναφέρεται το εν έτει 1965, ιεροκήρυκος τότε της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, έργον του «Κύριλλος Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία) και το ότι από ετών διατελεί «Υπεύθυνος Ύλης» του κατ’ έτος εκδιδομένου «Εγκολπίου Ημερολογίου» του Οικονομικού Πατριαρχείου.
Ήδη επιχαρίτως εδέχθην το πρόσφατον ευλαβές πόνημά του υπό τον τίτλον ΙΕΡΟΝ ΤΡΙΠΤΥΧΟΝ, ΠΕΡΙΈΧΟΝ ΤΟΝ Βίον της Υπεραγίας Θεοτόκου, την ιστορίαν του ορθοδόξου μοναχισμού και την ιστορίαν της Ιεράς Μονής Τατάρνης. Τούτου προτάσσεται Πρόλογος, εις τον οποίον με συντομίαν, σαφήνειαν και πληρότητα εκτίθεται προς ενημέρωσιν του αναγνώστου ο σκοπός του «τριμερούς βιβλίου», το οποίον εγράφη «εις δόξαν Ιησού Χριστούς και τιμήν της παναχράντου Αγίας Αυτού Μητρός».
Εις το πρώτον μέρος (σελ. 15-107) υπό τον τίτλον «Η ΑειπάρθενοςΘεοτόκος» ιστορείται ο βίος της Παναγίας. Με αφετηρίαν την Παλαιάν Διαθήκην και την επί αιώνας προσδοκίαν ελεύσεως της γυναικός, εκ του τόκου της οποίας θα εγεννάτο ο λυτρωτής του κόσμου, ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός, εκτίθενται τα κατά την γέννησιν, την παιδικήν ηλικίαν και την εις Θεόν αφιέρωσίν της, η οποία ως «ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και παρθένος» ηγίασε τον Οίκον Του. Επακολουθούν τα κατά την μνηστείαν της Παρθένου Μαρίας μετά του σώφρονος Ιωσήφ και την εγκατάστασιν εις Ναζαρέτ μέχρι της υπό του Ουρανίου Πατρός αποστολής του Αρχαγγέλου, αναγγείλαντος την χαρμόσυνον αγγελίαν, την απαρχήν της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους.
Περαιτέρω με πολλήν σαφήνειαν και πληρότητα, με αναφοράν και στήριξιν εις προφητικά χωρία της Παλιάς Διαθήκης, κείμενα Ευαγγελικά, υμνογραφικά αποσπάσματα και Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας ερμηνεύματα ιστορούνται τα κατά την υπερφυή γέννησιν του Σωτήρος Χριστού εν τη φάτνη της Βηθλεέμ, διότι «ουκ ην τόπος εν τω καταλύματι», δια να αναφωνήση έμπλεως θαυμασμού ο Ιερός Χρυσόστομος: «…Είδες πλούτον εν πενία πολλή; Πως πλούσιος ων δι’ ημάς επτώχευσεν; Πως ούτε κλίνην, ούτε στρωμνήν είχεν, αλλ’ επί ξηράς έρριπτο φάτνης; Ω πενία πλούτου πηγή! Ω πλούτε άμετρε, πενίας προ σχήμα φέρων! Εν φάτνη κείται και την οικουμένην σαλεύει – εν σπαργάνοις εμπλέκεται και της αμαρτίας διαρρήσει τα δεσμά». Και δογματικώς συμπληρώνει Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο άσαρκος σαρκούται – ο Λόγος παχύνεται (= αυξάνεται, μεγαλώνει) – ο αόρατος οράται – ο άναρχος άρχεται. Ο Υιός του Θεού υιός ανθρώπου γίνεται».
Ιστορείται ακολούθως η τέλεσις των υπό του Νόμου καθοριζομένων επί τη γεννήσει, η Υπαπαντή του Χριστού και η υπό του πρεσβύτου Συμεών υποδοχή του θείου βρέφους, η προσκύνησις των Μάγων, ερμηνευομένης θεολογικώς της σημασίας των προσφερθέντων δώρων και η φυγή εις Αίγυπτον, όπου η Θεία Οικογένεια παρέμεινε μέχρι της τελευτής του διώκτου Ηρώδου. Με πυκνήν περαιτέρω εις τα ιερά κείμενα αναφοράν εκτίθεται η παιδική ηλικία του Κυρίου υπό την εποπτείαν της Θεοτόκου. Αλλά και μετά την εμφάνισιν Του ως Διδασκάλου και τας επί τριετίαν περιοδείας Του η Παναγία Μητέρα Του διακριτικώς παρακολουθεί την ζωήν και τα θαύματα του Υιου της, συμπαρίσταται μέχρι της οδύνης του Σταυρού, της Αποκαθηλώσεως και του ενταφιασμού, ότε ο Κύριος ευρέθη «εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω μετά Πατρός και Πνεύματος πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Ακολούθως στοιχειοθετείται η παρουσία της Κυρίας Θεοτόκου εις τα μετά την Ανάστασιν γεγονότα, μέχρις ότου ο Κύριος ανελήφθη «χαράς απείρου πλήσας τους μαθητάς και την τεκούσαν Θεοτόκον».
Ο συγγραφεύς μετά περισσής σαφήνειας εκθέτει εν συνεχεία τα κατά την κοίμησιν και ταφήν της Θεοτόκου και την εις τα θεολογούμενα ανήκουσαν περί μεταστάσεως υμνολογίαν – αντιδιαστέλλων δε την υπό των Ορθοδόξων κατεχομένην πλήρη και καθαράν αλήθειαν από την λατινικήν μαριολατρείαν και την προτεσταντικήν περιφρόνησιν προς την εν γυναιξίν ευλογημένην, επιλέγει: «Εμείς υμνούμε, δοξάζουμε, τιμούμε, μεγαλύνουμε, μακαρίζουμε την «εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα», πλην λατρείαν απομένουμε μόνον εις τον τρισυπόστατον Θεόν, την Τριαδικήν Θεότητα, τον Πατέρα, τον υιόν και το Πανάγιον Πνεύμα». Η αναφορά εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον κλείεται με κεφάλαιον, αναφερόμενον εις την από της πρώτης αποστολικής εποχής απονεμομένης εις το πρόσωπον της τιμής, κατέχουσης την υψίστην θέσιν μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας.
Η ιστορία της Ιεράς Μονής Τατάρνης
Έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής
Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας.
Τον πονήσαντα το έργον Αρχιμανδρίτην Δοσίθεον εγνώρισα προ ημίσεος σχεδόν αιώνος νεαρόν μοναχόν με άρτι χνοάζον το γένειον, υπηνήτην κατά τον αρχαίον λόγον, συνοδεύσαντα προς ταφήν εις προυσόν το σκήνωμα του κοιμηθέντος Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιωτίσσης μακαριστού Γερμανού, την σεπτήν μνήμην του οποίου ιδιαιτέρως ευλαβείται.
Έκτοτε η μετ’ αυτού πνευματική κοινωνία υπήρξε στενή και η συνεργασία έγκαρπος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδον της διακονίας του ως ιεροκήρυκος, οπότε, εκτός των κηρυγμάτων του εις τους δύο τότε ιερούς ναούς της πόλεως Καρπενησίου, τον Καθεδρικόν της Αγίας Τριάδος και της Παναγίας, επραγματοποίει σειράς εσπερινών κηρυγμάτων και κατηχητικών μαθημάτων εις την Αίθουσαν του Συνδέσμου «Ευγένιος ο Αιτωλός». Στωμύλος, επαγωγός, γλαφυρός και σαφής τον λόγον, με στήριξιν των θέσεών του γραφικήν, διάνθισιν λογοτεχνικήν και κατά περιστάσεις τροπήν του λόγου του επί το ευθυμότερον εφείλκυε πλήθος ακροατών, ώστε η Αίθουσα υπερεπληρούτο, αρκετοί δε παρέμεναν εις το Αναγνωστήριον της Βιβλιοθήκης ακροώμενοι από μεγαφώνου.
Μετ’ ενδιαφέροντος θερμού και χαράς εσωψύχου παρηκολούθησα περαιτέρω την εργώδη προσπάθειαν και τον καλλίνικον αγώνα του δια την εκ βάθρων ανοικοδόμησιν της σεβασμίας Ιεράς Μονής Τατάρνης και την συγκρότησιν αυτής εις την σύγχρονον κατάστασιν της, ώστε, παραλλήλως προς την παλαίφατον Ιεράν Μονήν Προυσού να αποτελή σέμνωμα της Ορθοδοξίας εν Ευρυτανία και προσκήνυμα ιερόν πανελλήνιον. Αντιπαρερχόμενος, ως εκτός του παρόντος κειμένου, πολλά, σημειούται ότι ο π. Δοσίθεος διατελεί και του καλάμου δεξιός χειριστής. Ενδεικτικώς αναφέρεται το εν έτει 1965, ιεροκήρυκος τότε της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, έργον του «Κύριλλος Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία) και το ότι από ετών διατελεί «Υπεύθυνος Ύλης» του κατ’ έτος εκδιδομένου «Εγκολπίου Ημερολογίου» του Οικονομικού Πατριαρχείου.
Ήδη επιχαρίτως εδέχθην το πρόσφατον ευλαβές πόνημά του υπό τον τίτλον ΙΕΡΟΝ ΤΡΙΠΤΥΧΟΝ, ΠΕΡΙΈΧΟΝ ΤΟΝ Βίον της Υπεραγίας Θεοτόκου, την ιστορίαν του ορθοδόξου μοναχισμού και την ιστορίαν της Ιεράς Μονής Τατάρνης. Τούτου προτάσσεται Πρόλογος, εις τον οποίον με συντομίαν, σαφήνειαν και πληρότητα εκτίθεται προς ενημέρωσιν του αναγνώστου ο σκοπός του «τριμερούς βιβλίου», το οποίον εγράφη «εις δόξαν Ιησού Χριστούς και τιμήν της παναχράντου Αγίας Αυτού Μητρός».
Εις το πρώτον μέρος (σελ. 15-107) υπό τον τίτλον «Η ΑειπάρθενοςΘεοτόκος» ιστορείται ο βίος της Παναγίας. Με αφετηρίαν την Παλαιάν Διαθήκην και την επί αιώνας προσδοκίαν ελεύσεως της γυναικός, εκ του τόκου της οποίας θα εγεννάτο ο λυτρωτής του κόσμου, ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός, εκτίθενται τα κατά την γέννησιν, την παιδικήν ηλικίαν και την εις Θεόν αφιέρωσίν της, η οποία ως «ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και παρθένος» ηγίασε τον Οίκον Του. Επακολουθούν τα κατά την μνηστείαν της Παρθένου Μαρίας μετά του σώφρονος Ιωσήφ και την εγκατάστασιν εις Ναζαρέτ μέχρι της υπό του Ουρανίου Πατρός αποστολής του Αρχαγγέλου, αναγγείλαντος την χαρμόσυνον αγγελίαν, την απαρχήν της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους.
Περαιτέρω με πολλήν σαφήνειαν και πληρότητα, με αναφοράν και στήριξιν εις προφητικά χωρία της Παλιάς Διαθήκης, κείμενα Ευαγγελικά, υμνογραφικά αποσπάσματα και Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας ερμηνεύματα ιστορούνται τα κατά την υπερφυή γέννησιν του Σωτήρος Χριστού εν τη φάτνη της Βηθλεέμ, διότι «ουκ ην τόπος εν τω καταλύματι», δια να αναφωνήση έμπλεως θαυμασμού ο Ιερός Χρυσόστομος: «…Είδες πλούτον εν πενία πολλή; Πως πλούσιος ων δι’ ημάς επτώχευσεν; Πως ούτε κλίνην, ούτε στρωμνήν είχεν, αλλ’ επί ξηράς έρριπτο φάτνης; Ω πενία πλούτου πηγή! Ω πλούτε άμετρε, πενίας προ σχήμα φέρων! Εν φάτνη κείται και την οικουμένην σαλεύει – εν σπαργάνοις εμπλέκεται και της αμαρτίας διαρρήσει τα δεσμά». Και δογματικώς συμπληρώνει Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο άσαρκος σαρκούται – ο Λόγος παχύνεται (= αυξάνεται, μεγαλώνει) – ο αόρατος οράται – ο άναρχος άρχεται. Ο Υιός του Θεού υιός ανθρώπου γίνεται».
Ιστορείται ακολούθως η τέλεσις των υπό του Νόμου καθοριζομένων επί τη γεννήσει, η Υπαπαντή του Χριστού και η υπό του πρεσβύτου Συμεών υποδοχή του θείου βρέφους, η προσκύνησις των Μάγων, ερμηνευομένης θεολογικώς της σημασίας των προσφερθέντων δώρων και η φυγή εις Αίγυπτον, όπου η Θεία Οικογένεια παρέμεινε μέχρι της τελευτής του διώκτου Ηρώδου. Με πυκνήν περαιτέρω εις τα ιερά κείμενα αναφοράν εκτίθεται η παιδική ηλικία του Κυρίου υπό την εποπτείαν της Θεοτόκου. Αλλά και μετά την εμφάνισιν Του ως Διδασκάλου και τας επί τριετίαν περιοδείας Του η Παναγία Μητέρα Του διακριτικώς παρακολουθεί την ζωήν και τα θαύματα του Υιου της, συμπαρίσταται μέχρι της οδύνης του Σταυρού, της Αποκαθηλώσεως και του ενταφιασμού, ότε ο Κύριος ευρέθη «εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω μετά Πατρός και Πνεύματος πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Ακολούθως στοιχειοθετείται η παρουσία της Κυρίας Θεοτόκου εις τα μετά την Ανάστασιν γεγονότα, μέχρις ότου ο Κύριος ανελήφθη «χαράς απείρου πλήσας τους μαθητάς και την τεκούσαν Θεοτόκον».
Ο συγγραφεύς μετά περισσής σαφήνειας εκθέτει εν συνεχεία τα κατά την κοίμησιν και ταφήν της Θεοτόκου και την εις τα θεολογούμενα ανήκουσαν περί μεταστάσεως υμνολογίαν – αντιδιαστέλλων δε την υπό των Ορθοδόξων κατεχομένην πλήρη και καθαράν αλήθειαν από την λατινικήν μαριολατρείαν και την προτεσταντικήν περιφρόνησιν προς την εν γυναιξίν ευλογημένην, επιλέγει: «Εμείς υμνούμε, δοξάζουμε, τιμούμε, μεγαλύνουμε, μακαρίζουμε την «εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα», πλην λατρείαν απομένουμε μόνον εις τον τρισυπόστατον Θεόν, την Τριαδικήν Θεότητα, τον Πατέρα, τον υιόν και το Πανάγιον Πνεύμα». Η αναφορά εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον κλείεται με κεφάλαιον, αναφερόμενον εις την από της πρώτης αποστολικής εποχής απονεμομένης εις το πρόσωπον της τιμής, κατέχουσης την υψίστην θέσιν μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας.