Ξέρεις ποιος είμαι εγώ (ρε); Είναι μια αρκετά συχνή επωδός η οποία εκστομίζεται στη διάρκεια ενός καβγά ή μιας έντονης αντιπαράθεσης, μεταξύ αγνώστων ατόμων. Καλό παράδειγμα είναι εκείνο το σχετικά πρόσφατο του Κίμωνα Κουλούρη, που με τη μερσεντές παραβίασε τα κόκκινα φανάρια. Επίσης, το παλιότερο στη Θεσσαλονίκη, όπου ο τότε υπουργός Δροσογιάννης χαστούκισε τον τροχονόμο που θέλησε να τον ενημερώσει ότι στάθμευσε το αυτοκίνητό του αντικανονικά λέγοντάς του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», με ή χωρίς το «ρε».
Τα χρόνια κύλησαν, τα δανεικά έρχονταν από το πουθενά και εμείς αδράξαμε την «ευκαιρία», μεταλλαχθήκαμε σε ένα ακαθόριστο είδος (νέο) μπουρζουά. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, πάψαμε να είμαστε ο εαυτός μας και εισήλθαμε στην κουλτούρα του φαίνομαι και όχι του είμαι. Το καινούργιο λάιφ στάιλ απαιτούσε γλυκιά ζωή με την ελάχιστη προσπάθεια στην πόλη, στο χωριό, στο χωράφι.
Το αυτοκίνητο έπρεπε να είναι χλιδάτο τζιπ καγιέν τρεις χιλιάδες κυβικά με ιπποδύναμη ικανή να «σκοτώσει καλύτερα τον εαυτό μας» και τους άλλους χρήστες του δρόμου, σπάζοντας πανευρωπαϊκά το ρεκόρ απώλειας πολύτιμης ζωής. Και ύστερα οι επιζώντες, ως μωρές παρθένες, τα ρίχναμε στον κακό δρόμο, στη βροχή, στο χιόνι.
Καταργήσαμε την ποδιά στα σχολεία και ξεκινήσαμε την ισοπέδωση κάθε αξίας, εμπεδώνοντας την άφρονη κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας στο σχολείο, στο γραφείο, στην παραγωγή. Στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, έγινε κατεστημένο η κουτοπόνηρη αντίληψη σνομπάροντας τον καλό μαθητή, για την ισοπέδωση προς τα κάτω. Γιατί ανησυχείτε παιδιά, όλοι θα τελειώσετε το Λύκειο, όλοι θα πάρετε πτυχίο (!)
Ξορκίσαμε το σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία, την αναγνώριση της ικανότητας με μια δήθεν δημοκρατική διαδικασία μέσω της κάλπης χωρίς άλλα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων.
Η κάλπη για εμάς τους νεοέλληνες έγινε δεύτερη φύση. Το παιχνίδι είναι λίγο – πολύ σικέ. Υπέρμετρες φιλοδοξίες, εμετικές λυκοφιλίες και κοινωνικές απρέπειες δεν λείπουν από τη διαδικασία.
Η γλυκιά ζωή έπρεπε να συνεχιστεί. Διάφοροι διάττοντες αστέρες της πολιτικής και της κλεπτοκρατίας, η τζετ – σετ του νεοπλουτισμού με τα κότερα και τις πισίνες να διάγουν ηγεμονική ζωή με παρέες καλεσμένων από τη συνομοταξία. Είμαι εκλεγμένος δημοκρατικά, σου λέει ο δημοτικός σύμβουλος, ενώ στουπώνει το τσιμπούκι με ταμπάκο για να το ανάψει.
Στα χρόνια της σοσιαλιστικής παντοδυναμίας, όταν «ο λαός ήταν στην εξουσία» με το περιβόητο συμβόλαιο, το δρόμο μας τον έδειξαν οι ίδιοι που μας αναγόρευσαν τόσο ψηλά!
Υπουργοί της συνομοταξίας περιδιάβαιναν τα νυχτερινά κέντρα πρώτο τραπέζι πίστα, οι χορεύτριες να τρίβουν το στήθος τους πάνω στη φαλάκρα των νεόπλουτων, μπον βιβέρ και ύστερα να τους λούζουν με σαμπάνια εισαγωγής. Φυσικά, ο λογαριασμός πληρωμένος από τους ευνοημένους κεντράρχες.
Φαλλοκράτες ελληναράδες να τα βρίσκουν καλύτερα με δυστυχισμένες αλλοδαπές, Ουκρανές και Ρωσίδες και να διαλύουν το δικό τους σπιτικό. Αρχοντοχωριάτες που σε λίγα χρόνια στην Αθήνα μεταλλάχτηκαν σε περσόνες και Αντουανέτες υπεροπτικοί και υπερφίαλοι ξόδευαν ένα ολόκληρο μισθό για να απολαύσουν τις μεταμεσονύχτιες υπηρεσίες με ντόπιες και εισαγόμενες. Περσόνες της κλεπτοκρατίας να συνωστίζονται στα γήπεδα, τη Μέκκα της διαφθοράς, όπου τους περίμεναν θέσεις επισήμων (VIP) πρόεδροι, αντιπρόεδροι πολλών καρδιναλίων, περιστοιχισμένοι από κόλακες και μπράβους για την προστασία τους. Μια παρακμιακή κοινωνική κραιπάλη είχε (και έχει) διαποτίσει μεγάλα στρώματα του λαού μας, η αναστροφή της οποίας θα είναι δύσκολη, αν αφήσουμε τους σάπιους και τους ανίκανους να μας κυβερνούν.
Τα χρόνια κύλησαν, τα δανεικά έρχονταν από το πουθενά και εμείς αδράξαμε την «ευκαιρία», μεταλλαχθήκαμε σε ένα ακαθόριστο είδος (νέο) μπουρζουά. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, πάψαμε να είμαστε ο εαυτός μας και εισήλθαμε στην κουλτούρα του φαίνομαι και όχι του είμαι. Το καινούργιο λάιφ στάιλ απαιτούσε γλυκιά ζωή με την ελάχιστη προσπάθεια στην πόλη, στο χωριό, στο χωράφι.
Το αυτοκίνητο έπρεπε να είναι χλιδάτο τζιπ καγιέν τρεις χιλιάδες κυβικά με ιπποδύναμη ικανή να «σκοτώσει καλύτερα τον εαυτό μας» και τους άλλους χρήστες του δρόμου, σπάζοντας πανευρωπαϊκά το ρεκόρ απώλειας πολύτιμης ζωής. Και ύστερα οι επιζώντες, ως μωρές παρθένες, τα ρίχναμε στον κακό δρόμο, στη βροχή, στο χιόνι.
Καταργήσαμε την ποδιά στα σχολεία και ξεκινήσαμε την ισοπέδωση κάθε αξίας, εμπεδώνοντας την άφρονη κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας στο σχολείο, στο γραφείο, στην παραγωγή. Στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, έγινε κατεστημένο η κουτοπόνηρη αντίληψη σνομπάροντας τον καλό μαθητή, για την ισοπέδωση προς τα κάτω. Γιατί ανησυχείτε παιδιά, όλοι θα τελειώσετε το Λύκειο, όλοι θα πάρετε πτυχίο (!)
Ξορκίσαμε το σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία, την αναγνώριση της ικανότητας με μια δήθεν δημοκρατική διαδικασία μέσω της κάλπης χωρίς άλλα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων.
Η κάλπη για εμάς τους νεοέλληνες έγινε δεύτερη φύση. Το παιχνίδι είναι λίγο – πολύ σικέ. Υπέρμετρες φιλοδοξίες, εμετικές λυκοφιλίες και κοινωνικές απρέπειες δεν λείπουν από τη διαδικασία.
Η γλυκιά ζωή έπρεπε να συνεχιστεί. Διάφοροι διάττοντες αστέρες της πολιτικής και της κλεπτοκρατίας, η τζετ – σετ του νεοπλουτισμού με τα κότερα και τις πισίνες να διάγουν ηγεμονική ζωή με παρέες καλεσμένων από τη συνομοταξία. Είμαι εκλεγμένος δημοκρατικά, σου λέει ο δημοτικός σύμβουλος, ενώ στουπώνει το τσιμπούκι με ταμπάκο για να το ανάψει.
Στα χρόνια της σοσιαλιστικής παντοδυναμίας, όταν «ο λαός ήταν στην εξουσία» με το περιβόητο συμβόλαιο, το δρόμο μας τον έδειξαν οι ίδιοι που μας αναγόρευσαν τόσο ψηλά!
Υπουργοί της συνομοταξίας περιδιάβαιναν τα νυχτερινά κέντρα πρώτο τραπέζι πίστα, οι χορεύτριες να τρίβουν το στήθος τους πάνω στη φαλάκρα των νεόπλουτων, μπον βιβέρ και ύστερα να τους λούζουν με σαμπάνια εισαγωγής. Φυσικά, ο λογαριασμός πληρωμένος από τους ευνοημένους κεντράρχες.
Φαλλοκράτες ελληναράδες να τα βρίσκουν καλύτερα με δυστυχισμένες αλλοδαπές, Ουκρανές και Ρωσίδες και να διαλύουν το δικό τους σπιτικό. Αρχοντοχωριάτες που σε λίγα χρόνια στην Αθήνα μεταλλάχτηκαν σε περσόνες και Αντουανέτες υπεροπτικοί και υπερφίαλοι ξόδευαν ένα ολόκληρο μισθό για να απολαύσουν τις μεταμεσονύχτιες υπηρεσίες με ντόπιες και εισαγόμενες. Περσόνες της κλεπτοκρατίας να συνωστίζονται στα γήπεδα, τη Μέκκα της διαφθοράς, όπου τους περίμεναν θέσεις επισήμων (VIP) πρόεδροι, αντιπρόεδροι πολλών καρδιναλίων, περιστοιχισμένοι από κόλακες και μπράβους για την προστασία τους. Μια παρακμιακή κοινωνική κραιπάλη είχε (και έχει) διαποτίσει μεγάλα στρώματα του λαού μας, η αναστροφή της οποίας θα είναι δύσκολη, αν αφήσουμε τους σάπιους και τους ανίκανους να μας κυβερνούν.