Ο συνεργάτης μας Ηλίας Προβόπουλος επέστρεψε στα παλιά του λημέρια στην Ελευθεροτυπία απ’ όπου θα συνεχίσει να γράφει για όλα αυτά που γίνονται στις «Μικρές Πατρίδες» όλης της Ελλάδας, μικρά και μεγάλα που μπορεί να μας διαφεύγουν και θα συνομιλεί με ανθρώπους που δεν έχουν φύγει από τον τόπο του, διατηρούν το λόγο τους και δημιουργούν ακόμη. Για όποιον θέλει να μιλήσει με τον Ηλία μπορεί να τον αναζητήσει στο τηλέφωνο 6973187627 και να του στείλει μήνυμα στο e-mail: provoilias@gmail.com.
Παλιά και νέα τζάκια...
Κι εκεί που λέγαμε ότι, κάποιες εικόνες από την ζωή της Ελλάδας τον τελευταίο αιώνα πάνε, έσβησαν και δεν πρόκειται να τις ξαναδούμε, να που τα πράγματα το έφεραν έτσι και ξαναμπαίνουν στην καθημερινότητά μας από την πίσω πόρτα αλλά με εισιτήριο τώρα που του έδωσε η ανάγκη για να αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα με παλαιά μέσα…
Ο λόγος για τη θέρμανση ή καλύτερα τα ξύλα που καίμε για να ζεσταθούμε ενώ με τη φόρα που έχουν πάρει οι τιμές στα καύσιμα και το ηλεκτρικό, κανείς δεν αποκλείει να ακούσουμε πως άρχισαν να μαγειρεύουν πάλι με αυτά σε φουφούδες και άλλα σκεύη. Το ζήτημα βεβαίως και δεν είναι σημερινό και πάντα απασχολούσε τους ανθρώπους. Όχι όμως τέτοιο καιρό αλλά πολύ νωρίτερα, το καλοκαίρι, που φρόντιζαν να συγκεντρώσουν ή να προμηθευτούν ξύλα ώστε να είναι έτοιμοι μόλις πλακώσει το κρύο και να μη τρέχουν στα δάση και τις μάντρες την τελευταία στιγμή και όταν έχει πλακώσει η κακοκαιρία.
Αυτό πάλι γίνονταν μέχρι τότε που οι Έλληνες δεν είχαν χάσει το χαρκτηρισμό του νοικοκύρη, κάτι που ασφαλώς τον βοήθησε να διατρέξει αιώνες παρουσίας σε αυτό τον τόπο χωρίς να τον διαλύσει, πράγμα το οποίο όμως κατάφεραν να κάνουν δυο γενιές μετά τον πόλεμο και σήμερα η χώρα να μοιάζει με ένα ερείπιο με γνωστή κατάληξη.
Έτσι παρακολουθούμε αδρανείς τη λεηλασία των δασών από επιτήδειους που βρίσκουν διάφορους τρόπους να διαφεύγουν την προσοχή των όποιων αρμοδίων αρχών και να κόβουν, να μεταφέρουν και να εμπορεύονται καυσόξυλα τα οποία έγιναν και αντικείμενο σχολιασμού από διάφορους ειδικούς ή μη στις ζώνες μάλιστα της υψηλής τηλεθέασης. Το τι ειπώθηκε για την ποιότητά τους και τις συνέπειες της καύσης, ένας θεός ξέρει και το κοινό που άκουγε όλα αυτά τα άγνωστα κατά κάποιο τρόπο πράγματα, περισσότερο μπερδεύτηκε παρά ωφελήθηκε με όσα άκουσε. Πιστεύω δε πως πολλοί ήταν εκείνοι που μετάνιωσαν που δεν έβαλαν έστω λίγο από το πανάκριβο πετρέλαιο να ζεσταθούν και ζουν τώρα τον εφιάλτη με τις αντικρουόμενες απόψεις και τα άδηλα αποτελέσματα.
Τα γιατί έγιναν όλα αυτά, δεν νομίζω πως χρειάζεται και πολλή ανάλυση να τα καταλάβουμε. Ο κόσμος των πόλεων που τον απασχολεί κατά κύριο λόγο το ζήτημα της θέρμανσης και κυρίως οι ώριμοι, πάνω από τα σαράντα και βάλε, οι περισσότεροι προέρχονται από την επαρχία ή είναι η δεύτερη γενιά που οι ρίζες της κρατάνε από διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά έχουν ξεχάσει την όποια νοικοκυροσύνη χαρακτήριζε τους προγόνους τους κατά την μεταπολεμική περίοδο - να μη πάμε πολύ μακριά.
Έτσι μια κοινωνία που έτρεχε χωρίς να θυμάται το παραγώνι του χωριάτικου σπιτιού ή το μαγκάλι, έκανε έμβλημά της το τζάκι στο σαλόνι του διαμερίσματος αδιαφορώντας αν αυτό καίει σωστά, ζεσταίνει ή το κυριώτερο αν είναι οικονομικό. Τίποτα, σημασία είχε το μάρμαρο που το έντυνε, η πέτρα που το στήριζε και τα αξεσουάρ που γυάλιζαν δίπλα τους. Όσο για τα κούτσουρα, αυτά έπαιζαν κι αυτά το ρόλο τους ως διακοσμητικό στοιχείο.
Αυτά λοιπόν τα πολυτελή τζάκια, κλήθηκαν στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε να αναλάβουν ρόλο θέρμανσης αλλά αμέσως προέκυψε το πρόβλημα με τι ξύλα θα γεμίσουν και με ποιο τρόπο θα ζεστάνουν το σπίτι που μπάζει απ’ όλες τις πλευρές από τεχνικά λάθη των μηχανικών και την απληστία των εργολάβων. Έτσι που σχεδιάστηκαν αυτά τα τζάκια, ήταν να ανάβουν μόνο στις γιορτές και στις συνάξεις και με διαλεγμένα ξύλα από τις λίγες μάντρες που λειτουργούσαν μέχρι πρόπερσι στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις.
Τώρα που λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων η ζήτηση των ξύλων αυξήθηκε κατακόρυφα, βρήκε απροετοίμαστους τους εμπόρους και για να καλύψουν τη ζήτηση γέμισαν τις μάντρες με ακατάλληλα ξύλα και φυσικά ένα κοινό που δεν είχε ιδέα από κούτσουρα, προμηθεύτηκε ότι του πουλούσαν πιστεύοντας πως όλα ζεσταίνουν όταν καίγονται και μάλιστα ζεσταίνουν όπως και τα συστήματα κεντρικής θέρμανσης.
Ναι, όλα ζεσταίνουν αλλά κάθε είδος ξύλου έχει το δικό του τρόπο. Αλλιώς ζεσταίνει το ξύλο της βελανιδιάς και ακόμα πιο καλά της ελιάς και του πουρναριού και αλλιώς του ελάτου, του πεύκου, της καστανιάς. Τα πρώτα καίγονται ήσυχα, διαρκούν περισσότερο και παρέχουν περισσότερη θέρμανση ενώ τα άλλα λιώνουν γρήγορα, πετάνε σπίθες που καίνε τα χαλιά ενδεχομένως, αν δεν προσέξει ο νοικοκύρης. Φυσικά και οι δυο κατηγορίες ξύλων παράγουν στάχτη η οποία θέλει ένα τρόπο να μαζευτεί γύρω από τα καιόμενα κούτσουρα και βεβαίως αέρια τα οποία αν δεν τραβάει καλά το τζάκι, μπορεί να πνίξουν το σπίτι.
Στο τζάκι πάλι μπορούν να μπουν και άλλα ξύλα, από μουριές, καρυδιές, ιτιές, λεύκες, από οτιδήποτε δέντρο ή θάμνο αλλά πάλι κάθε ένα έχει διαφορετικό τρόπο καύσης και θέρμανσης και συνεπειών από τα κατάλοιπα και τα αέρια αλλά ποτέ δεν συνηθίζονταν να καίγονται στα τζάκια και στις σόμπες των σπιτιών. Μόνο σε εκείνες τις περιοχές που δεν είχαν καλά ξύλα τα χρησιμοποιούσαν κι εκεί με πολύ δυσκολία. Εξυπακούεται βέβαια πως όλα τα ξύλα πρέπει να είναι στεγνά, να έχουν περάσει δηλαδή παραπάνω από τρείς - τέσσερις μήνες από τόπε που κόπηκαν και να φυλλάγονται κάτω από ένα σκέπαστρο.
Έτσι έκαναν οι παλιότεροι στα χωριά που παρατήσαμε και ερήμωσαν και έβγαζαν το χειμώνα. Με φωτιά στο τζάκι και τη σόμπα όπου μαγείρευαν και το φαγητό της ημέρας οι νοικοκυρές και μάλιστα με οικονομία στα ξύλα γιατί ακόμη τότε δεν είχαν εμφανιστεί τα αλυσοπρίονα να ξυρίζουν μέσα σε λίγη ώρα συστάδες ολόκληρες από δέντρα και η μεταφορά γίνονταν με ζώα ενώ αγρυπνούσε κάπως ο δασοφύλακας. Τότε μάλιστα τα χωριά ήταν γεμάτα κόσμο και αν κρίνουμε με τις σημερινές ανάγκες της κρίσης, κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε θάμνος στην επικράτεια. Oι ανάγκες ήταν ίδιες πάντα αλλά ήταν άλλη η αντίληψη των πραγμάτων τότε και άλλη σήμερα και φυσικά το νόμισμα που αποτιμάται η θέρμανση οπουδήποτε στην Ελλάδα και οι συνέπειες παντού ορατές…