Η τρέχουσα επιχείρηση καταλήστευσης του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της χώρας και ισοπέδωσης των εργασιακών σχέσεων, για την υλοποίηση της οποίας επιβάλλεται σήμερα το ειδικό καθεστώς και καταργούνται ακόμα και τα αυτονόητα για μια ομαλή δημοκρατική τάξη, βασίζεται στο «χρέος».
Είναι θεμελιώδης σκοπός για την κυβέρνηση το να αναγνωρίζεται το χρέος ως τέτοιο προκειμένου να συνεχίζεται απρόσκοπτα η αποπληρωμή του καθώς η σχέση οφειλέτη-δανειστή είναι η λυδία λίθος για το ξεπούλημα της χώρας.
Ομως το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός. Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του του λαού και της χώρας αλλά, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, χρηματοδότησαν μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που λεηλάτησε τον τόπο. Γι’αυτό και η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση είναι η άρνηση πληρωμής του χρέους ως «απεχθούς». Δεν πρόκειται για ένα επαναστατικό μέτρο αλλά για ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία αποπληρωμής του δημοσίου χρέους αλλά και στον ίδιο το χαρακτήρα του.
Εν τούτοις, το πολιτικό σκηνικό στήνεται με τέτοιο τρόπο ώστε, από τη μια πλευρά οι συγκυβερνήσεις του μαύρου μετώπου (η σημερινή κι αυτές που σχεδιάζει να τη διαδεχθούν) να συνεχίζουν να αναγνωρίζουν το χρέος και φυσικά να το αποπληρώνουν (κάτι που σημαίνει αυτόματα παράδοση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τη δέσμευση των μελλοντικών εσόδων και πόρων της), και από την άλλη οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, αριστερές ή μη, να μη διανοούνται ή να μην τολμούν να θέσουν ζήτημα μη αναγνώρισης του χρέους αλλά να περιορίζονται σε διαχειριστικές λύσεις ''επαναδιαπραγμάτευσης'' υπό την βασική προϋπόθεση να αποδέχονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την ύπαρξη του χρέους και τη σχέση οφειλέτη-δανειστή.
Η κυβέρνηση σκόπιμα επιχειρεί να ταυτίσει την άρνηση πληρωμής του χρέους με την πτώχευση της χώρας. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Αρνηση πληρωμής του χρέους σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές ώστε να διασωθούν οι τεράστιοι πόροι που σήμερα πηγαίνουν σε πληρωμές δανείων, διατηρώντας παράλληλα τον έλεγχο της οικονομίας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Πτώχευση σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές της σε ρευστό και τους επιτρέπει να πληρωθούν σε είδος, κατάσχοντας και δημεύοντας τα περιουσιακά της στοιχεία. Αντίθετα με την πτώχευση, η μονομερής στάση πληρωμών θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την ανάγκη να σταθούν η χώρα και ο λαός στα πόδια τους, χωρίς το φόρο αίματος στους δανειστές.
«Μα», ισχυρίζεται η κυβέρνηση, «αν αρνηθούμε να πληρώσουμε το χρέος, δεν θα μας δανείζει πια κανείς. Δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις».
Από τη μια είναι αλήθεια ότι, μια χώρα που αρνείται να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές, δεν θα μπορεί να δανείζεται για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά η Ελλάδα είναι ήδη αποκλεισμένη από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι μόνοι που μας δανείζουν είναι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ και μάλιστα με επαχθέστατους όρους. Ομως, αν εκλείψει η εξυπηρέτηση των δανείων, οι πραγματικές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι ασήμαντες. Κάλλιστα μπορούν να καλυφθούν από το εσωτερικό με όπλο το δικό της εθνικό νόμισμα, όπως έκανε για δεκαετίες πριν μπει στο ευρώ.
Από την άλλη, είναι ασύστολο ψέμα ότι χρειαζόμαστε δάνεια για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείματα του Δημοσίου. Εξάλλου, η νέα δανειακή σύμβαση επιβάλλει τα έσοδα του ελληνικού κράτους να πηγαίνουν πρώτα απ' όλα υποχρεωτικά για την εξυπηρέτηση των δανείων. Μόνο με όσα χρήματα απομένουν θα πληρώνονται ή όχι οι μισθοί και οι συντάξεις, θα καλύπτονται ή όχι τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων, των νοσοκομείων, των κοινωνικών παροχών κλπ.
Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει πρόβλεψη για τη μη αναγνώριση του χρέους από μια χώρα όταν αυτό χαρακτηριστεί «απεχθές», δηλαδή όταν συντρέχουν τρεις λόγοι:
1.Ο δανεισμός έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο
2.Τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας
3.Οι δανειστές γνώριζαν πολύ καλά ποιους δάνειζαν και για ποιο σκοπό
Ενας ενδελεχής έλεγχος του δημοσίου χρέους θα δείξει ότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι «απεχθές». Κάποια δάνεια τα οποία συνήφθησαν καλή τη πίστη και συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην ανάπτυξη της χώρας, ο λαός δεν πρέπει να αρνηθεί να συζητήσει την εξόφληση τους. Ιδίως αν πρόκειται για δάνεια μικροκαταθετών και ασφαλιστικών ταμείων, που έτσι κι αλλιώς δεν υπερβαίνουν το 15% του σημερινού δημόσιου χρέους.
Αλλά και ένα μη «απεχθές» χρέος μπορεί ένα κράτος να αρνηθεί να το πληρώσει αν επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης». Πότε μπορεί να το κάνει αυτό; Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να το κάνει αν κινδυνεύει από χρεοκοπία και καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εσωτερική ομαλότητα και την ασφάλεια του λαού του αφενός και στην πληρωμή των χρεών του αφετέρου. Σύμφωνα με την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, «ένα κράτος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήρια του, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες του επιφέροντας το χάος και την αναρχία στην κοινωνία μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τα χρήματα για να πληρώσει τους ξένους ή ντόπιους δανειστές του».
Γι’αυτό λοιπόν δεν μπορεί κάποιος σήμερα να εμφανίζεται στα σοβαρά ως ''αντιμνημονιακός'' δίχως ταυτόχρονα να χτυπάει στη ρίζα το εργαλείο επιβολής των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και του ειδικού καθεστώτος, δηλαδή το δήθεν «χρέος». Όσο υπάρχει και αναγνωρίζεται το χρέος, τόσο θα εφαρμόζονται τα μνημόνια.
Ο ελληνικός λαός οφείλει να προχωρήσει σε άρνηση πληρωμής του χρέους, όχι γιατί θέλει να βλάψει κανέναν ή να «φάει» τα λεφτά των δανειστών του. Οφείλει να το κάνει γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταθεί στα πόδια του, για να διεκδικήσει τη χώρα του από τις αγορές και τα αρπακτικά, για να εξασφαλίσει την επιβίωση του, για να λυτρωθεί επιτέλους από το διεφθαρμένο σύστημα που τον κυβερνά.
Είναι θεμελιώδης σκοπός για την κυβέρνηση το να αναγνωρίζεται το χρέος ως τέτοιο προκειμένου να συνεχίζεται απρόσκοπτα η αποπληρωμή του καθώς η σχέση οφειλέτη-δανειστή είναι η λυδία λίθος για το ξεπούλημα της χώρας.
Ομως το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός. Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του του λαού και της χώρας αλλά, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, χρηματοδότησαν μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που λεηλάτησε τον τόπο. Γι’αυτό και η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση είναι η άρνηση πληρωμής του χρέους ως «απεχθούς». Δεν πρόκειται για ένα επαναστατικό μέτρο αλλά για ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία αποπληρωμής του δημοσίου χρέους αλλά και στον ίδιο το χαρακτήρα του.
Εν τούτοις, το πολιτικό σκηνικό στήνεται με τέτοιο τρόπο ώστε, από τη μια πλευρά οι συγκυβερνήσεις του μαύρου μετώπου (η σημερινή κι αυτές που σχεδιάζει να τη διαδεχθούν) να συνεχίζουν να αναγνωρίζουν το χρέος και φυσικά να το αποπληρώνουν (κάτι που σημαίνει αυτόματα παράδοση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τη δέσμευση των μελλοντικών εσόδων και πόρων της), και από την άλλη οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, αριστερές ή μη, να μη διανοούνται ή να μην τολμούν να θέσουν ζήτημα μη αναγνώρισης του χρέους αλλά να περιορίζονται σε διαχειριστικές λύσεις ''επαναδιαπραγμάτευσης'' υπό την βασική προϋπόθεση να αποδέχονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την ύπαρξη του χρέους και τη σχέση οφειλέτη-δανειστή.
Η κυβέρνηση σκόπιμα επιχειρεί να ταυτίσει την άρνηση πληρωμής του χρέους με την πτώχευση της χώρας. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Αρνηση πληρωμής του χρέους σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές ώστε να διασωθούν οι τεράστιοι πόροι που σήμερα πηγαίνουν σε πληρωμές δανείων, διατηρώντας παράλληλα τον έλεγχο της οικονομίας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Πτώχευση σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές της σε ρευστό και τους επιτρέπει να πληρωθούν σε είδος, κατάσχοντας και δημεύοντας τα περιουσιακά της στοιχεία. Αντίθετα με την πτώχευση, η μονομερής στάση πληρωμών θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την ανάγκη να σταθούν η χώρα και ο λαός στα πόδια τους, χωρίς το φόρο αίματος στους δανειστές.
«Μα», ισχυρίζεται η κυβέρνηση, «αν αρνηθούμε να πληρώσουμε το χρέος, δεν θα μας δανείζει πια κανείς. Δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις».
Από τη μια είναι αλήθεια ότι, μια χώρα που αρνείται να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές, δεν θα μπορεί να δανείζεται για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά η Ελλάδα είναι ήδη αποκλεισμένη από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι μόνοι που μας δανείζουν είναι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ και μάλιστα με επαχθέστατους όρους. Ομως, αν εκλείψει η εξυπηρέτηση των δανείων, οι πραγματικές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι ασήμαντες. Κάλλιστα μπορούν να καλυφθούν από το εσωτερικό με όπλο το δικό της εθνικό νόμισμα, όπως έκανε για δεκαετίες πριν μπει στο ευρώ.
Από την άλλη, είναι ασύστολο ψέμα ότι χρειαζόμαστε δάνεια για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείματα του Δημοσίου. Εξάλλου, η νέα δανειακή σύμβαση επιβάλλει τα έσοδα του ελληνικού κράτους να πηγαίνουν πρώτα απ' όλα υποχρεωτικά για την εξυπηρέτηση των δανείων. Μόνο με όσα χρήματα απομένουν θα πληρώνονται ή όχι οι μισθοί και οι συντάξεις, θα καλύπτονται ή όχι τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων, των νοσοκομείων, των κοινωνικών παροχών κλπ.
Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει πρόβλεψη για τη μη αναγνώριση του χρέους από μια χώρα όταν αυτό χαρακτηριστεί «απεχθές», δηλαδή όταν συντρέχουν τρεις λόγοι:
1.Ο δανεισμός έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο
2.Τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας
3.Οι δανειστές γνώριζαν πολύ καλά ποιους δάνειζαν και για ποιο σκοπό
Ενας ενδελεχής έλεγχος του δημοσίου χρέους θα δείξει ότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι «απεχθές». Κάποια δάνεια τα οποία συνήφθησαν καλή τη πίστη και συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην ανάπτυξη της χώρας, ο λαός δεν πρέπει να αρνηθεί να συζητήσει την εξόφληση τους. Ιδίως αν πρόκειται για δάνεια μικροκαταθετών και ασφαλιστικών ταμείων, που έτσι κι αλλιώς δεν υπερβαίνουν το 15% του σημερινού δημόσιου χρέους.
Αλλά και ένα μη «απεχθές» χρέος μπορεί ένα κράτος να αρνηθεί να το πληρώσει αν επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης». Πότε μπορεί να το κάνει αυτό; Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να το κάνει αν κινδυνεύει από χρεοκοπία και καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εσωτερική ομαλότητα και την ασφάλεια του λαού του αφενός και στην πληρωμή των χρεών του αφετέρου. Σύμφωνα με την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, «ένα κράτος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήρια του, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες του επιφέροντας το χάος και την αναρχία στην κοινωνία μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τα χρήματα για να πληρώσει τους ξένους ή ντόπιους δανειστές του».
Γι’αυτό λοιπόν δεν μπορεί κάποιος σήμερα να εμφανίζεται στα σοβαρά ως ''αντιμνημονιακός'' δίχως ταυτόχρονα να χτυπάει στη ρίζα το εργαλείο επιβολής των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και του ειδικού καθεστώτος, δηλαδή το δήθεν «χρέος». Όσο υπάρχει και αναγνωρίζεται το χρέος, τόσο θα εφαρμόζονται τα μνημόνια.
Ο ελληνικός λαός οφείλει να προχωρήσει σε άρνηση πληρωμής του χρέους, όχι γιατί θέλει να βλάψει κανέναν ή να «φάει» τα λεφτά των δανειστών του. Οφείλει να το κάνει γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταθεί στα πόδια του, για να διεκδικήσει τη χώρα του από τις αγορές και τα αρπακτικά, για να εξασφαλίσει την επιβίωση του, για να λυτρωθεί επιτέλους από το διεφθαρμένο σύστημα που τον κυβερνά.