Γράφει ο
Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Ομολογώ εξ’ αρχής ότι μέχρι σήμερα δεν έχω δει ούτε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Το Νησί» στο MEGA που πραγματεύεται ιστορίες ανθρώπων στη Σπιναλόγκα ή άλλως το «Νησί των λεπρών» όπως ήταν γνωστό στην Κρήτη και σε όλη την Ελλάδα κι έτσι η πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί δεν προκλήθηκε απ’ αυτό το ενδιαφέρον.
Στη Σπιναλόγκα πήγα όπως θα πήγαινα και οπουδήποτε αλλού στην Κρήτη για να γνωρίσω από κοντά αυτό το ιδιαίτερο σημείο της αφού είχα διαβάσει αρκετά για το παρελθόν της και μάλιστα έκανα αρκετή προσπάθεια να ξεχάσω ότι είχα ακούσει πάλι για την τηλεοπτική σειρά επειδή δεν ήθελα να μπλέξω την αντίληψη που προτάσσει η τηλεόραση για ένα ζήτημα που τόσο πολύ πόνεσε και σημάδεψε πολλούς ανθρώπους και τις οικογένειές τους.
Από την πρώτη στιγμή όμως που πατήσαμε το πόδι μας στο σκάφος που θα μας μετέφερε στο νησί από την Πλάκα, καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε ούτε στο ελάχιστο να ξεχωρίσουμε από τους άλλους που το ενδιαφέρον τους προφανώς είχε προκληθεί από την τηλεοπτική σειρά. Ενδιαφέρον το οποίο φυσικά και είναι απόλυτα σεβαστό και το οποίο κάλλιστα μπορεί σε πολλούς να αποτελέσει και την αφετηρία για την βαθύτερη ανάγνωση της ιστορίας της Σπιναλόγκας και της εποχής που λειτούργησε εκεί το λεπροκομείο.
Με αυτή την αίσθηση λοιπόν, δεν έδειξα και πολύ ενδιαφέρον για την αποκατάσταση ορισμένων κτισμάτων τα οποία αποτέλεσαν σκηνικό για την τηλεοπτική σειρά και περπάτησα τον περιφερειακό δρόμο της οχύρωσης αναζητώντας την ιστορία σε άλλα στοιχεία, της φύσης κυρίως που λειτουργεί ελεύθερα και του παναδαμάτορα χρόνου που μεταμορφώνει σιγά – σιγά όσα από τα οικοδομήματα δεν έχουν κριθεί ενδιαφέροντα ή άλλα που δεν πρόλαβαν οι άνθρωποι να διασώσουν σε άμορφους ερειπιώνες.
Θα είχε οπωσδήποτε περισσότερο ενδιαφέρον αυτή η περιήγηση στην Σπιναλόγκα αν δεν υπάκουα στις απαγορευτικές ανακοινώσεις για την επικινδυνότητα του ενός ή άλλου ερειπίου και σημείου και πιθανόν να έβλεπα και άλλα σημάδια που άφησαν οι άνθρωποι εκεί. Δεν τόλμησα όμως να διακινδυνεύσω και άφησα τη φαντασία μου μόνο να τριγυρίσει στην απαγορευμένη ζώνη αναζητώντας κρυφά και φανερά σημάδια από το πέρασμα των ανθρώπων ανά τους αιώνες πάνω στη Σπιναλόγκα που θα μου έλεγαν κάτι περισσότερο.
Έτσι στάθηκα στο βόρειο σημείο του νησιού, εκεί όπου τα τείχη λόγω της κυκλικής τους διαμόρφωσης καλούνται «Ημισέληνος» γιατί έτσι πραγματικά μοιάζουν και το μάτι μου, κουρασμένο από την τόση πέτρα που έβλεπε σε όλο το νησί, τρύπωσε μέσα από τις φαρδιές πολεμίστρες ακούμπησε στα κύματα της θάλασσας, -σύνορο και γέφυρα με τον έξω από το νησί κόσμο- αυτόν που αποφάσιζε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από τη Σπιναλόγκα και το άφησα να φύγει μακριά, πολύ μακριά από αυτό τον σκληρό τόπο…
Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Ομολογώ εξ’ αρχής ότι μέχρι σήμερα δεν έχω δει ούτε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Το Νησί» στο MEGA που πραγματεύεται ιστορίες ανθρώπων στη Σπιναλόγκα ή άλλως το «Νησί των λεπρών» όπως ήταν γνωστό στην Κρήτη και σε όλη την Ελλάδα κι έτσι η πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί δεν προκλήθηκε απ’ αυτό το ενδιαφέρον.
Στη Σπιναλόγκα πήγα όπως θα πήγαινα και οπουδήποτε αλλού στην Κρήτη για να γνωρίσω από κοντά αυτό το ιδιαίτερο σημείο της αφού είχα διαβάσει αρκετά για το παρελθόν της και μάλιστα έκανα αρκετή προσπάθεια να ξεχάσω ότι είχα ακούσει πάλι για την τηλεοπτική σειρά επειδή δεν ήθελα να μπλέξω την αντίληψη που προτάσσει η τηλεόραση για ένα ζήτημα που τόσο πολύ πόνεσε και σημάδεψε πολλούς ανθρώπους και τις οικογένειές τους.
Από την πρώτη στιγμή όμως που πατήσαμε το πόδι μας στο σκάφος που θα μας μετέφερε στο νησί από την Πλάκα, καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε ούτε στο ελάχιστο να ξεχωρίσουμε από τους άλλους που το ενδιαφέρον τους προφανώς είχε προκληθεί από την τηλεοπτική σειρά. Ενδιαφέρον το οποίο φυσικά και είναι απόλυτα σεβαστό και το οποίο κάλλιστα μπορεί σε πολλούς να αποτελέσει και την αφετηρία για την βαθύτερη ανάγνωση της ιστορίας της Σπιναλόγκας και της εποχής που λειτούργησε εκεί το λεπροκομείο.
Με αυτή την αίσθηση λοιπόν, δεν έδειξα και πολύ ενδιαφέρον για την αποκατάσταση ορισμένων κτισμάτων τα οποία αποτέλεσαν σκηνικό για την τηλεοπτική σειρά και περπάτησα τον περιφερειακό δρόμο της οχύρωσης αναζητώντας την ιστορία σε άλλα στοιχεία, της φύσης κυρίως που λειτουργεί ελεύθερα και του παναδαμάτορα χρόνου που μεταμορφώνει σιγά – σιγά όσα από τα οικοδομήματα δεν έχουν κριθεί ενδιαφέροντα ή άλλα που δεν πρόλαβαν οι άνθρωποι να διασώσουν σε άμορφους ερειπιώνες.
Θα είχε οπωσδήποτε περισσότερο ενδιαφέρον αυτή η περιήγηση στην Σπιναλόγκα αν δεν υπάκουα στις απαγορευτικές ανακοινώσεις για την επικινδυνότητα του ενός ή άλλου ερειπίου και σημείου και πιθανόν να έβλεπα και άλλα σημάδια που άφησαν οι άνθρωποι εκεί. Δεν τόλμησα όμως να διακινδυνεύσω και άφησα τη φαντασία μου μόνο να τριγυρίσει στην απαγορευμένη ζώνη αναζητώντας κρυφά και φανερά σημάδια από το πέρασμα των ανθρώπων ανά τους αιώνες πάνω στη Σπιναλόγκα που θα μου έλεγαν κάτι περισσότερο.
Έτσι στάθηκα στο βόρειο σημείο του νησιού, εκεί όπου τα τείχη λόγω της κυκλικής τους διαμόρφωσης καλούνται «Ημισέληνος» γιατί έτσι πραγματικά μοιάζουν και το μάτι μου, κουρασμένο από την τόση πέτρα που έβλεπε σε όλο το νησί, τρύπωσε μέσα από τις φαρδιές πολεμίστρες ακούμπησε στα κύματα της θάλασσας, -σύνορο και γέφυρα με τον έξω από το νησί κόσμο- αυτόν που αποφάσιζε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από τη Σπιναλόγκα και το άφησα να φύγει μακριά, πολύ μακριά από αυτό τον σκληρό τόπο…